Skip to main content

ΙΝΣΕΤΕ: Σημαντική αύξηση του μεριδίου αγοράς της Ελλάδας στον τουρισμό μετά το 2012

Αύξηση από 8,7% το 2012 σε 10,8% το 2016 παρουσίασε το μερίδιο της Ελλάδας, επί του συνόλου των αφίξεων των τουριστών στους προορισμούς της Νότιας Ευρώπης, σύμφωνα με μελέτη του Ινστιτούτου Τουριστικών Ερευνών και Προβλέψεων (ΙΝΣΕΤΕ).

Κατά το ΙΝΣΕΤΕ, η αύξηση αυτή προήλθε από αύξηση του μεριδίου της Ελλάδας στον εξερχόμενο τουρισμό σχεδόν στο σύνολο των 25 αγορών που εξετάστηκαν και που δημιουργούν περισσότερο από το 90% των εσόδων του εισερχόμενου τουρισμού στην Ελλάδα. Στις αγορές αυτές περιλαμβάνονται τόσο παραδοσιακές αγορές μας (από Δυτική Ευρώπη, ΗΠΑ κλπ.) όσο και νέες (Ανατολική Ευρώπη, Βαλκάνια). Από την άλλη πλευρά, η αύξηση μεριδίων στον εξερχόμενο τουρισμό στις νέες αγορές ήταν μεγαλύτερη απ’ ότι στις παραδοσιακές, με αποτέλεσμα την παρατηρούμενη μείωση του μεριδίου των παραδοσιακών αγορών στον εισερχόμενο τουρισμό.

Ανάμεσα στους Ευρωπαϊκούς προορισμούς, η Νότια Ευρώπη έχει υψηλότερο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης αφίξεων (2000 – 2016: +3,2%, 2012 – 2016: +4,9%) σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (+2,9% και +3,4% αντίστοιχα). Την περίοδο 2012 – 2016 η Ελλάδα έχει τον υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης (+12,4%) από τις χώρες-προορισμούς της Νότιας Ευρώπης. Την ίδια περίοδο, η Τουρκία είναι η μοναδική χώρα της Νότιας Ευρώπης που παρουσίασε μείωση στον εισερχόμενο τουρισμό της, λόγω μείωσης του εισερχόμενου τουρισμού στην χώρα αυτή το 2016 – έτος κατά το οποίο έλαβε χώρα το αποτυχημένο πραξικόπημα στην χώρα αυτή, καθώς και διάφορες τρομοκρατικές επιθέσεις. Η Ισπανία και η Ιταλία δέχονται περίπου 50% των αφίξεων και των εσόδων του εισερχόμενου τουρισμού στην Ν. Ευρώπη.

Τέλος, ανάμεσα στις χώρες την Νότιας Ευρώπης, η Ελλάδα, η Κύπρος, η Κροατία και η Μάλτα δέχονται την μεγαλύτερη ένταση τουριστικών ροών σε σύγκριση με τον πληθυσμό τους, όπου το 2016 ο εισερχόμενος τουρισμός υπερκέρασε τον πληθυσμό τους κατά τουλάχιστον 130% (Ελλάδα) έως και 330% (Μάλτα). 

Η μελέτη με θέμα «Ο τουρισμός  στην Ελλάδα και στους κύριους ανταγωνιστικούς προορισμούς, 2012 – 2016» βασίζεται στα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία του UNWTO για όλες τις χώρες.