Από την έντυπη έκδοση
Της Ειρήνης Σακελλάρη
[email protected]
Το μείζον πρόβλημα του «κόκκινου» στεγαστικού τους χαρτοφυλακίου θα κληθούν να αντιμετωπίσουν αρκετά σύντομα οι ελληνικές τράπεζες, με δεδομένο πως ο νόμος Κατσέλη λήγει στο τέλος του Φεβρουαρίου.
Τα πιστωτικά ιδρύματα σε συνεργασία με την κυβέρνηση προχωρούν τις απαραίτητες εκείνες ενέργειες που θα τους επιτρέψουν να διαμορφώσουν το νέο θεσμικό πλαίσιο. Το πλαίσιο αυτό θα στηρίζεται σε μια σειρά στατιστικών που θα προκύπτουν από τα πραγματικά δεδομένα που διαθέτουν οι ίδιες τράπεζες.
Η ιδιαιτερότητα των στεγαστικών χορηγήσεων στη χώρα μας, όπως σημειώνουν έγκυρες τραπεζικές πηγές, έγκειται στο γεγονός πως αυτές αφορούν κυρίως την πρώτη κατοικία και διαφέρουν κατά πολύ από τις αντίστοιχες στην Ισπανία που είχαν πραγματοποιηθεί στη λογική του real estate. Τα «κόκκινα» στεγαστικά δάνεια είναι περίπου 7 δισ. ευρώ για κάθε μία από τις συστημικές τράπεζες και ένα ποσοστό 35% – 50% έχει ενταχθεί στην προστασία κυρίως του νόμου Κατσέλη.
Το καινούργιο καθεστώς απαιτεί προσοχή στη διαμόρφωσή του για δύο λόγους: Α. Ενώ το νέο θεσμικό πλαίσιο θα συνοδεύσει την πολιτική των τραπεζών τα επόμενα αρκετά χρόνια, φέτος είναι προεκλογική χρονιά και επομένως μπορεί να διαμορφωθεί με ελαστικότητα που θα έχει κόστος για τις τράπεζες. Β. Η συντριπτική πλειονότητα στεγαστικών δανείων και ακινήτων (ενεχύρων) κινείται στο όριο των 80-100 χιλ. ευρώ, κάτι το οποίο σημαίνει πως οι τράπεζες δεν θα έχουν και μεγάλα περιθώρια ελιγμών. Η προστασία ενός τέτοιου ορίου -που δείχνει εξαιρετικά πιθανή- διαμορφώνει μικρό πεδίο στις τράπεζες προκειμένου να ελιχθούν.
Ευρωπαϊκό ταμείο εγγύησης καταθέσεων
Εν τω μεταξύ η ΕΚΤ σχεδιάζει τη στρατηγική της σε σχέση με τα «κόκκινα» δάνεια στο πλαίσιο μιας ομογενοποίησης, που θα επιτρέψει τελικώς τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού ταμείου εγγύησης καταθέσεων.
Όλες οι τράπεζες υπό την επίβλεψη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας θα λάβουν μια ημερομηνία-στόχο, μέχρι την οποία θα πρέπει να καλύψουν πλήρως το απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων (απομειωμένα δάνεια), είπε μια πηγή, που είναι εξοικειωμένη με την κατάσταση αυτή, χθες, όπως αναφέρει το πρακτορείο Reuters.
Η ημερομηνία-στόχος θα είναι μεσοπρόθεσμη και θα διαφέρει από τράπεζα σε τράπεζα, ανέφερε η πηγή.
Σε ό,τι αφορά τη χώρα μας, τραπεζικές πηγές αναφέρουν στη «Ν» πως όλο το παραπάνω δεν είναι κάτι καινούργιο για τις ελληνικές τράπεζες, αλλά τμήμα του έργου που ήδη διενεργείται και δεν αποτελεί έκπληξη. Η αντίστοιχη προετοιμασία έχει ξεκινήσει και ενσωματώνεται ήδη στη στρατηγική των ελληνικών τραπεζών. Ο αντίκτυπος φαίνεται διαχειρίσιμος. Η απομείωση των «κόκκινων» δανείων θα γίνει σταδιακά σε μία περίοδο 8 ετών, ενώ αναπτύσσοντας τη στρατηγική που η κάθε μία τράπεζα έχει χαράξει μέσω πωλήσεων – διαγραφών – τιτλοποιήσεων ένα σημαντικό μέρος του υπό εξέταση χαρτοφυλακίου θα έχει τακτοποιηθεί.
Πλατφόρμα επιλογής των δανειοληπτών
Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, οι τράπεζες προετοιμάζονται προκειμένου να αντιμετωπίσουν το δυσεπίλυτο θέμα του προβληματικού στεγαστικού χαρτοφυλακίου. Ως γνωστόν συστήνεται μικτή επιτροπή με εκπροσώπους και των συναρμόδιων υπουργείων η οποία θα διαμορφώσει την πρόταση προς τους θεσμούς, ενώ συγχρόνως θα διαμορφωθεί πλατφόρμα μέσα από την οποία θα γίνεται η επιλογή των δανειοληπτών που θα πρέπει να τύχουν προστασίας.
Όπως σημειώνουν τραπεζικές πηγές, το ζήτημα για τα πιστωτικά ιδρύματα είναι, εφόσον ο νόμος τούς επιτρέψει να προχωρήσουν σε πωλήσεις, τιτλοποιήσεις κ.λπ. στεγαστικών δανείων, να μπορέσουν να το πράξουν σε τιμές τέτοιες που να μην έχουν σημαντικές απώλειες.
Οι τράπεζες δουλεύουν συνειδητά προς την κατεύθυνση αναδιάρθρωσης του προβληματικού στεγαστικού χαρτοφυλακίου. Ωστόσο, αυτό γίνεται με πολλή προσοχή, καθώς οι λογικές «κουρεμάτων» και άλλων παρόμοιων μεθοδολογιών έχουν οδηγήσει μέχρι πρότινος συνεπείς δανειολήπτες να γίνουν κακοπληρωτές ώστε να τύχουν ευνοϊκότερης μεταχείρισης από την τράπεζα.
Τραπεζικοί παράγοντες τέλος μιλούν θετικά για το σχέδιο του ΤΧΣ σε ό,τι αφορά τον περιορισμό των «κόκκινων» δανείων, όπως και για το πρόγραμμα «Εστία» που προβλέπει επιδότηση από το Δημόσιο, αλλά εκτιμούν πως οι τράπεζες θα έχουν κινηθεί αυτονόμως πολύ νωρίτερα και θα έχουν επιλύσει μέρος του προβλήματος πριν από την κοινή εφαρμογή.