Από την έντυπη έκδοση
Της Νατάσας Στασινού
[email protected]
Δραστικά μέτρα για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, μεταξύ των οποίων μακρά περίοδο χάριτος για τις πληρωμές, επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής έως και το 2080 και «πάγωμα» των επιτοκίων στο 1,5% έως και το 2045, ζητεί το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Σε διαφορετική περίπτωση, διαμηνύει, το χρέος θα συνεχίσει να αυξάνεται, προσεγγίζοντας το 300% του ΑΕΠ το 2060. Στις εκτιμήσεις του υπολογίζει έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις περίπου 5 δισ. ευρώ έως το 2030, αλλά και το ενδεχόμενο νέας ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών εξαιτίας του μεγάλου όγκου των «κόκκινων» δανείων.
Στην έκθεσή του για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, το ΔΝΤ εξηγεί πως, για να καταστεί βιώσιμο το χρέος, θα πρέπει οι χρηματοδοτικές ανάγκες να διατηρηθούν σε πολύ χαμηλά επίπεδα για παρατεταμένη περίοδο, προκειμένου το χρέος να μειωθεί σημαντικά, πριν η Ελλάδα μπορέσει να επιστρέψει στην αγορά σε μεγαλύτερη κλίμακα.
Παρουσιάζει έτσι μία σειρά παρεμβάσεων, οι οποίες ξεπερνούν και τις πιο αισιόδοξες προσδοκίες, εν όψει του κρίσιμου Eurogroup της ερχόμενης Τρίτης, και οι οποίες αναμένεται να πυροδοτήσουν αντιδράσεις – ιδιαίτερα από το Βερολίνο, που είναι πιο συγκρατημένο. Στόχος είναι να διατηρηθούν οι ακαθάριστες ανάγκες χρηματοδότησης στα όρια του 15% με 20% του ΑΕΠ, σε μακροπρόθεσμη βάση, αλλά και με τη συμφωνία στο επικείμενο Eurogroup το ΔΝΤ θα σχετίζεται με το ελληνικό πρόγραμμα, ενδεχομένως με άλλη μορφή.
Οι προτάσεις
α) Πάγωμα πληρωμών: Το Ταμείο ζητεί μία παρατεταμένη περίοδο χάριτος, με τις πληρωμές του συνόλου των δανείων που έχει λάβει η Ελλάδα από το 2010 και έπειτα (από τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης, το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας EFSF και τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας ESM) να «παγώνουν» τουλάχιστον έως και το 2040. Αυτό, όπως εξηγεί, απαιτεί ειδικότερα: να παραταθεί η περίοδος χάριτος των δανείων του EFSF (130,9 δισ. ευρώ) έως και 17 χρόνια, των δανείων του ESM (21,4 δισ. ευρώ) έως και 6 χρόνια και των δανείων από τα κράτη-μέλη (52,9 δισ. ευρώ) έως και 20 χρόνια. Με τον τρόπο αυτό υπολογίζεται ότι θα μειωθούν τα χρεολύσια κατά περίπου 5 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ την περίοδο 2020-2040 (δηλαδή από 13% σε 8% του ΑΕΠ).
Επιπλέον η υφιστάμενη αναβολή για τους τόκους των δανείων του EFSF (που δεν συμμετείχαν στο PSI) θα πρέπει να επεκταθεί κατά επιπλέον 17 έτη, ενώ οι τόκοι επί των δανείων κρατών-μελών, ESM και EFSF (που συνδέονται με το PSI) κατά 24 έτη. Αυτό αναμένεται να ελαφρύνει το βάρος των τόκων κατά 4,5 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ την περίοδο 2016-2040 (από 6% σε 1,5% του ΑΕΠ).
β) Επιμήκυνση ωρίμανσης δανείων: Η ωρίμανση των ευρωπαϊκών δανείων θα πρέπει να επιμηκυνθεί ως εξής: των δανείων από τα κράτη-μέλη κατά 40 έτη (από το 2040 στο 2080) και των δανείων από το EFSF έως και κατά 24 έτη, από το 2056 στο 2080, προκειμένου να διατηρηθούν οι ανάγκες χρηματοδότησης του χρέους κάτω από το 20% έως το 2060.
γ) Πάγωμα των επιτοκίων: To ΔΝΤ ζητεί το επιτόκιο των δανείων, που έχουν χορηγήσει οι EFSF και ESM, να παγώσει στο επίπεδο του 1,5% τουλάχιστον έως και το 2045, καθώς και να εξαλειφθεί η διαφορά των 50 μονάδων βάσης (0,5 ποσοστιαία μονάδα) στο επιτόκιο των δανείων από τα κράτη-μέλη. Αυτό, σύμφωνα με τους ειδικούς του οργανισμού, θα μπορούσε να επιτευχθεί με τον συνδυασμό ανταλλαγής βραχυπρόθεσμων ομολόγων του ESM με νέα μεγαλύτερης διάρκειας και ενός swap επιτοκίων. Επισημαίνεται, ωστόσο, πως «εάν λύσεις που βασίζονται στην αγορά δεν είναι εφικτές, θα πρέπει να αναζητηθούν άλλοι τρόποι για τη μεταφορά του ρίσκου του επιτοκίου από την Ελλάδα στα κράτη-μέλη». Η μείωση του επιτοκίου είναι, σύμφωνα με το ΔΝΤ, καθοριστικής σημασίας προκειμένου να επιτραπεί η μείωση του χρέους (οφειλόμενου σε EFSF-ESM) κατά 30 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ έως το 2040 και κατά 70 ποσοστιαίες μονάδες έως το 2060. Όσον αφορά το χρέος προς τα κράτη-μέλη, στόχος είναι να μειωθεί κατά 4 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ έως το 2040 και κατά 14 έως το 2060.
δ) Εφαρμογή υπό όρους: Οι λεπτομέρειες του πακέτου ελάφρυνσης θα πρέπει να συμφωνηθούν εκ των προτέρων, όπως επισημαίνεται στην έκθεση. Αυτό, ωστόσο, δεν σημαίνει ότι θα εφαρμοστούν όλες άμεσα μετά τη συμφωνία, καθώς θα πρέπει να διασφαλιστεί ότι τηρούνται τα συμφωνηθέντα από την ελληνική πλευρά. Όπως αναφέρεται ένα μέρος τους θα είναι άμεσης εφαρμογής και ένα άλλο υπό όρους, εξαρτώμενο δηλαδή από τις αξιολογήσεις στο τέλος κάθε έτους του ελληνικού προγράμματος. Μετά τη λήξη του προγράμματος θα μπορούσε να υπάρξει ένας αυτόματος μηχανισμός, ο οποίος θα συνδέει την περαιτέρω ελάφρυνση με παράγοντες, που δεν συνδέονται με μέτρα πολιτικής (όπως, για παράδειγμα, το ΑΕΠ). Κάτι τέτοιο θα συνέβαλε στην αντιμετώπιση των όποιων σοκ μετά το πρόγραμμα, προσφέροντας πρόσθετες διαβεβαιώσεις ότι θα διατηρηθεί η βιωσιμότητα του χρέους.
Σημειώνεται ότι χωρίς τη λήψη των προτεινόμενων μέτρων το δημόσιο χρέος αναμένεται να σκαρφαλώσει στο 293,8% του ΑΕΠ έως το 2060.
Τα βασικά σημεία του σεναρίου
Οι προτάσεις διαμορφώθηκαν με βάση το κύριο σενάριο του ΔΝΤ για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και την πορεία των δημοσιονομικών μεγεθών. Αυτό θέλει το πρωτογενές πλεόνασμα να ανέρχεται στο 1,5% του ΑΕΠ έως το 2018 και να διατηρείται σε αυτά τα επίπεδα από εκεί και πέρα.
Το ΑΕΠ αναμένεται να αναπτύσσεται μεσοπρόθεσμα με δυναμικούς ρυθμούς, καθώς θα ανακάμπτει από το ναδίρ και μακροπρόθεσμα με ρυθμούς της τάξης του 1,5%, ενώ ο αποπληθωριστής ΑΕΠ προβλέπεται να συγκλίνει στο στόχο της ΕΚΤ για περίπου 2%.
Όσον αφορά τα επιτόκια για δανεισμό από την αγορά, το επίπεδο εκκίνησής τους αναμένεται να είναι στο 1%-1,5% συν πρίμιουμ κινδύνου 4,75% έως 5,25%.
Το ύψος τους δηλαδή θα είναι ανάλογο με εκείνο που αντιμετώπισε η Ελλάδα το 2014 (όταν η απόδοση του 10ετους ομολόγου ήταν κοντά στο 6,5%), όπως επίσης η Ιταλία και η Ισπανία την περίοδο 2011-12. Στο σενάριο του ΔΝΤ περιλαμβάνεται εκτίμηση και για νέες κεφαλαιακές ανάγκες των τραπεζών. «Δεδομένων των υψηλών επιπέδων των μη εξυπηρετούμενων δανείων και της χαμηλής ποιότητας των κεφαλαίων, αναμένεται να ανακύψουν πρόσθετες κεφαλαιακές ανάγκες για τις τράπεζες, οι οποίες και θα μπορούσαν να καλυφθούν από το τραπεζικό μαξιλάρι, που περιλαμβάνεται στο πρόγραμμα του ESM (έως και 20 δισ. ευρώ)» αναφέρεται χαρακτηριστικά στην έκθεση.