Skip to main content

Η Ελλάδα και ο νεοφιλελευθερισμός

Από την έντυπη έκδοση

Του Βασίλη Κωστούλα
[email protected]

Στην Ελλάδα ως κύρια πηγή της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης συχνά επισημαίνεται ο νεοφιλελευθερισμός. Για να τεκμηριώσει κανείς την ορθότητα της άποψης θα πρέπει προηγουμένως να εξετάσει αν πράγματι η ελληνική αποτελεί μια ανοιχτή και ελεύθερη οικονομία. Είναι νεοφιλελεύθερο το μοντέλο στην Ελλάδα;

Ουραγός στην ελεύθερη αγορά

Μελέτες οι οποίες εξετάζουν την οικονομική ελευθερία μιας χώρας κατατάσσουν την Ελλάδα, το αρνητικό παράδειγμα του ανεπτυγμένου κόσμου, ως «σχεδόν ανελεύθερη». Ενδεικτικός είναι ο δείκτης που «τρέχει» το Heritage Foundation σε συνεργασία με τη Wall Street Journal. Στη διεθνή κατάταξη για το 2016, η Ελλάδα καταλαμβάνει την 138η θέση ανάμεσα σε 178 χώρες, μεταξύ του Μπαγκλαντές και της Μοζαμβίκης, γεγονός ανήκουστο για χώρα της Ευρωζώνης. Με συνολικό βαθμό οικονομικής ελευθερίας στο 53,2 -μείωση 0,8 από το 2015-, η Ελλάδα κατατάσσεται 41η στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Τα κύρια μειονεκτήματα εντοπίζονται σε τρία πεδία: διοίκηση δημόσιων οικονομικών – διαφθορά – ρυθμιστική αποδοτικότητα.

Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι στον τομέα των κρατικών δαπανών η Ελλάδα καταγράφει βαθμό 0.0, υπό την επισήμανση ότι «οι κρατικές δαπάνες παραμένουν σε επίπεδο άνω του 50% του ΑΕΠ, χρόνια ελλείμματα επιμένουν και το δημόσιο χρέος υπερβαίνει κατά πολύ το μέγεθος της οικονομίας». Επίσης, «η δημοσιονομική σταθερότητα εξαρτάται υπερβολικά από τους πιστωτές της χώρας στην Ευρωζώνη και οι διαρθρωτικές προσαρμογές είναι ελάχιστες», την ώρα που «υψηλά μη μισθολογικά κόστη κατά την πρόσληψη ενός εργαζόμενου και δύσκαμπτοι περιορισμοί στο ωράριο κρατούν λιμνάζουσα την αγορά εργασίας».

Από το 2012 η συνολική βαθμολογία της χώρας έχει μειωθεί περαιτέρω, κατά 2,2 μονάδες. «Η συνεχιζόμενη έλλειψη οικονομικής ελευθερίας συνδυάζει την επιδείνωση της ανταγωνιστικότητας και την πολιτική αστάθεια. Η ανεργία παραμένει υψηλή, ιδίως ανάμεσα στους νέους ανθρώπους, και τα δημόσια συνδικάτα και ειδικά συμφέροντα καταπνίγουν ή καθυστερούν προσαρμογές στις συνθήκες της αγοράς», αναφέρεται χαρακτηριστικά στην περιγραφή του ελληνικού προφίλ.

Ελευθερία ή φτώχεια…

Τι είναι όμως η οικονομική ελευθερία και γιατί έχει τόση σημασία; «Οικονομική ελευθερία είναι το θεμελιώδες δικαίωμα κάθε ανθρώπου να ελέγχει την εργασία και την περιουσία του. Σε μια οικονομικά ελεύθερη κοινωνία, τα άτομα είναι ελεύθερα να εργάζονται, να παράγουν, να καταναλώνουν και να επενδύουν με όποιον τρόπο επιθυμούν. Σε οικονομικά ελεύθερες κοινωνίες, οι κυβερνήσεις επιτρέπουν την ελεύθερη κίνηση της εργασίας, του κεφαλαίου και των αγαθών. Το σύστημα της ελεύθερης αγοράς που έχει τις ρίζες στις αρχές της οικονομικής ελευθερίας έχει τροφοδοτήσει πρωτόγνωρη οικονομική μεγέθυνση ανά τον κόσμο», διαβάζει κανείς στους αντίστοιχους ορισμούς.

Η αλήθεια είναι ότι υπάρχουν μετρήσεις σύμφωνα με τις οποίες τα τελευταία 20 χρόνια το παγκόσμιο ΑΕΠ έχει αυξηθεί κατά περίπου 80% και η παγκόσμια φτώχεια έχει περιοριστεί περίπου στο μισό. Ο παγκόσμιος υποσιτισμός έχει μειωθεί κατά 200 εκατ. ανθρώπους από το 1990, έλεγε πρόσφατα στη «Ν» ο διευθυντής Τροφίμων για τον ΟΗΕ Κώστας Σταμούλης. Άλλοι υπολογισμοί θέλουν την ένταση της φτώχειας σε οικονομίες που θεωρούνται «ως επί το πλείστον» ή «σχετικά» ελεύθερες να ανέρχεται μόλις στο 1/3 του επιπέδου της φτώχειας σε οικονομίες λιγότερο ελεύθερες.

Μελέτες, οι οποίες συσχετίζουν τα προσόντα των εθνικών οικονομιών με τα διαρθρωτικά τους στοιχεία, επιβεβαιώνουν τη διαπίστωση στην οποία οδηγεί ούτως ή άλλως μια απλή ματιά στα χαρακτηριστικά των πιο προηγμένων χωρών: Οι οικονομικές επιδόσεις μιας χώρας συνδέονται άρρηκτα με τον βαθμό οικονομικής ελευθερίας της. Εξάλλου, η στρατηγική της Ελλάδας εδώ και δεκαετίες, με εξέχουσες επιλογές την ένταξη στην Ε.Ε. και την Ευρωζώνη, στοχεύει ακριβώς στη σύγκλιση με τις πιο ελεύθερες οικονομίες στον κόσμο.

Ο ελληνικός «νεοφιλελευθερισμός»

Ωστόσο, οι επιμέρους τακτικές του πολιτικού συστήματος κινούνται προς την αντίθετη κατεύθυνση. Βασικό στοιχείο τους είναι το γεγονός ότι η πλειονότητα της οικονομικής δραστηριότητας ελέγχεται άμεσα ή έμμεσα από το κράτος. Το ελληνικό κράτος παρεμβαίνει σε κάθε στάδιο του επιχειρείν. Διαχειρίζεται σαν λάστιχο το θεσμικό πλαίσιο στο οποίο επιφέρει αλλεπάλληλες ανατροπές, διατηρώντας μονοπώλια, ολιγοπώλια και κλειστές αγορές.

Ο τέως γενικός επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης Λέανδρος Ρακιντζής, έπειτα από 11 έτη απρόσκοπτης θητείας, έλεγε χαρακτηριστικά στη «Ν» ότι το ελληνικό Δημόσιο είναι «μεγαλύτερο» απ’ ό,τι χρειάζεται. «Το Δημόσιο δεν μπορεί να κάνει τον μεταφορέα, τον έμπορο, τον παραγωγό ενέργειας, τον κατασκευαστή. Το Δημόσιο πρέπει να περιοριστεί στα καθήκοντά του ως imperium και να εισέρχεται στο πεδίο του ιδιωτικού τομέα, που λειτουργεί ως fiscus, μόνο εκεί όπου δεν υπάρχει άλλη επιλογή.

Πρέπει να περιοριστεί και οι άλλοι τομείς να δουλέψουν πάνω στη βάση της ελεύθερης οικονομίας και των αρχών του ελεύθερου ανταγωνισμού για να πέσουν οι τιμές. Διότι το κόστος των δημόσιων υπηρεσιών είναι σαφώς υψηλότερο από το ιδιωτικό. Αν ένα έργο στοιχίζει Α στον ιδιωτικό τομέα, στον δημόσιο τομέα το ίδιο έργο, με όλες αυτές τις προκηρύξεις, τους διαγωνισμούς κ.ο.κ. μπορεί να στοιχίσει έως και επτά Α».

Μέσα από την υψηλή φορολόγηση -φιγουράρει στις πρώτες θέσεις των κατατάξεων της Ε.Ε. και του ΟΟΣΑ- το ελληνικό κράτος λειτούργησε ευρύτερα ως μια λοκομοτίβα «επενδύσεων», σπατάλης και μη βιώσιμης απασχόλησης, ακολουθώντας κριτήρια που δεν υπαγόρευαν οι δυνάμεις της ελεύθερης αγοράς παρά οι ανάγκες συντήρησης ενός αντιπαραγωγικού πελατειακού συστήματος. Το 2009 η χώρα διέθετε 6 γιατρούς για κάθε 1.000 κατοίκους, έχοντας με διαφορά τον μεγαλύτερο αριθμό γιατρών ανάμεσα στις χώρες του ΟΟΣΑ, που διαθέτουν κατά μέσο όρο 3 γιατρούς ανά 1.000 κατοίκους. Η Ελλάδα κατέβαλλε επίσης την υψηλότερη κατά κεφαλή δαπάνη για φάρμακα στην Ευρώπη, 670 δολάρια, και αντιμετώπιζε το υψηλότερο κατά κεφαλή κόστος διακίνησης φαρμάκων, 260 ευρώ. Το 2005 είχε τη χαμηλότερη αναλογία μαθητών προς καθηγητές στο γυμνάσιο (7,9 έναντι μέσου όρου 13,7 στον ΟΟΣΑ).

Κατείχε δηλαδή τον μεγαλύτερο αριθμό καθηγητών για κάθε 1.000 μαθητές και, μάλιστα, οι 15χρονοι Έλληνες ήταν 33οι σε 41 χώρες (PISA, ΟΟΣΑ) ως προς την κατανόηση των μαθηματικών. Προφανώς, δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι το ελληνικό κράτος τελικά χρεοκόπησε.

Όπως έχει εξηγήσει στη «Ν» ο καθηγητής και πρώην υπουργός Τάσος Γιαννίτσης, οι κρατικές δαπάνες ήταν υπαίτιες κατά 77% για την εκτόξευση του δημοσιονομικού ελλείμματος, από 5,6% το 2006 σε 15,2% το 2009, δηλαδή κατά 9,6% μέσα σε 4 έτη. Στη 10ετία πριν από την κρίση, το 83% της συνολικής αύξησης του κρατικού χρέους αντιστοιχούσε στα συσσωρευμένα ελλείμματα του ασφαλιστικού συστήματος, καθώς στην Ελλάδα πληρώνουμε για τις συντάξεις ως ποσοστό του ΑΕΠ τα περισσότερα χρήματα στην Ευρώπη. Ο χαμηλοσυνταξιούχος ο οποίος εκπλήσσεται στο άκουσμα αυτής της είδησης δεν έχει παρά να αναζητήσει την αιτία στις συνθήκες και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες έχει κατανεμηθεί η δαπάνη της κοινωνικής ασφάλισης, η οποία στην Ελλάδα λειτούργησε σε υπερβολικό βαθμό ως εστία ειδικών προνομίων μέσα από την αναντιστοιχία εισφορών και συντάξεων εν μέσω μαζικών πρόωρων συνταξιοδοτήσεων.

Η επιχειρηματικότητα ως κρατικοδίαιτη

Μέσα σε ένα περιβάλλον προστατευτισμού και ευνοιοκρατίας, το οποίο ομολογουμένως αποθάρρυνε αν δεν παρεμπόδιζε την υγιή επιχειρηματικότητα, ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής επιχειρηματικής κοινότητας αναδείχθηκε ως κρατικοδίαιτο. Επαναπαύτηκε με τη ρευστότητα που διασφάλιζαν τα κονδύλια της Ε.Ε. και επωφελήθηκε από τις προνομιακές σχέσεις με την εκάστοτε κεντρική εξουσία. Στην πραγματικότητα, οι δυνάμεις της αγοράς ουδέποτε αφέθηκαν να λειτουργήσουν ως τέτοιες.

Το 2000, όταν η Ελλάδα συνδέθηκε με την Ευρωζώνη, ο τομέας των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών αντιστοιχούσε στο 25% του ΑΕΠ, που ήταν το χαμηλότερο των «15». Το 2009, όταν άλλωστε η ελληνική οικονομία κατέρρεε, ο τομέας των διεθνώς εμπορεύσιμων είχε συρρικνωθεί στο 20,5% του ΑΕΠ.

Την εικόνα αυτή επέτεινε η σαφής απουσία επιχειρηματικής κουλτούρας, η οποία τροφοδοτείται από ένα γενικευμένο κλίμα απαξίωσης του επιχειρηματία στην Ελλάδα, σε αντίθεση με άλλες χώρες που θωρακίζουν την επιχειρηματικότητα ως εργαλείο δημιουργίας θέσεων εργασίας και ευημερίας.Κάπως έτσι, η ελληνική παραμένει μια κλειστή οικονομία, με τις ξένες επενδύσεις να αυξάνονται κατά 0,7%, έναντι 3,5% στην υπόλοιπη νομισματική ένωση, που είναι πέντε φορές περισσότερο.

Η Ελλάδα στη μεγάλη εικόνα

Είναι λοιπόν ο νεοφιλελευθερισμός ο οποίος έχει κυριαρχήσει στην Ελλάδα; Τουλάχιστον σύμφωνα με τους ίδιους τους νεοφιλελεύθερους, που αξιώνουν λίγο κράτος για λίγους φόρους και ευελιξία για απασχόληση, ούτε κατά διάνοια. Μάλιστα, σε έναν μεγάλο βαθμό, νεοφιλελεύθερα δεν θεωρούνται καν τα κυρίαρχα οικονομικά μοντέλα της Ευρωζώνης, τα οποία αρέσκονται ιδιαίτερα στην επιβολή υψηλής φορολόγησης, προσφέροντας όμως ένα κατά τα άλλα λειτουργικό θεσμικό και επιχειρηματικό περιβάλλον.

Παρεμπιπτόντως, το περιβόητο κράτος πρόνοιας χωρών της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης πολύ συχνά χρησιμοποιείται στην Ελλάδα ως αντεπιχείρημα στο νεοφιλελεύθερο μοντέλο. Ο λόγος για τον οποίο όμως, για παράδειγμα, οι Σκανδιναβοί απέκτησαν τη δυνατότητα να διασφαλίσουν υψηλού επιπέδου κοινωνικές παροχές και υπηρεσίες είναι ακριβώς τα οφέλη που αποκόμισαν από την εύρυθμη λειτουργία της ελεύθερης αγοράς. Η οικονομική ελευθερία δεν παραγνωρίζει την ανάγκη για κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας και, άλλωστε, απαιτεί ασφαλιστικές δικλίδες, όπως ο έλεγχος και η παρέμβαση κατά της αισχροκέρδειας, πόσο μάλλον η διασφάλιση του θεμιτού ανταγωνισμού.

Το παράδοξο στην περίπτωση της Ελλάδας, η οποία το 2016 βρίσκεται ανάμεσα στις 3 χώρες με τις χειρότερες οικονομικές επιδόσεις στον κόσμο, είναι ότι ακόμη και οι κυβερνήσεις οι οποίες υποτίθεται πως ήταν πρεσβευτές της φιλελεύθερης προσέγγισης της οικονομίας δεν εφάρμοσαν τις μεταρρυθμίσεις εκείνες που θα μετασχημάτιζαν το ελληνικό σύστημα στα πρότυπα άλλων δυτικών οικονομιών. Το οξύμωρο δε για την ελληνική κοινωνία είναι ότι από τη μία πλευρά επιζητεί το κράτος ως κεντρικό παίκτη του συστήματος και από την άλλη διαμαρτύρεται για τους φόρους που αντιστοιχούν ακριβώς σε αυτήν την αξίωση.

Πάντως, η διεθνής μελέτη μιας σειράς στοιχείων, αν όχι η απλή βιωματική εμπειρία, καταδεικνύει ότι όσο υψηλότερα είναι τα επίπεδα ελευθερίας σε μια χώρα, τόσο υψηλότερο είναι το επίπεδο των θεσμών, της υγείας, των δικαιωμάτων, της εκπαίδευσης και των εισοδημάτων, γεγονός το οποίο μάλλον τεκμηριώνεται από το παράδειγμα της Ελλάδας διά της αντίστροφης πορείας.