Skip to main content

Κόκκινα δάνεια: Πού κόλλησαν τα σχέδια ΤΧΣ και ΤτΕ

Από την έντυπη έκδοση 

Οι ευρωεκλογές, αλλά και μια σειρά τεχνικών διαδικασιών, πολύ κρίσιμων τόσο για τις τράπεζες όσο και για τους θεσμούς, έχουν οδηγήσει αρκετά πίσω την έγκριση των σχεδίων του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) και της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ) για τα «κόκκινα» δάνεια από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανταγωνισμού (DG Comp). Το γεγονός αυτό προβληματίζει ιδιαίτερα τα ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα, που -παρά τη συγκεκριμένη «ολιγωρία»- θα κληθούν να πετύχουν τους στόχους που έχουν θέσει.

Τo ρευστό για τους θεσμούς τοπίο οδηγεί ακόμη και τους άτεγκτους γραφειοκράτες των Βρυξελλών στη λογική της αναβολής για αργότερα. Οι ευρωεκλογές σημαίνουν αλλαγή του πολιτικού προσωπικού της Ε.Ε., ενώ συνδυάζονται και με την αλλαγή -λόγω λήξης θητείας- και των επικεφαλής των θεσμών. Ο μοναδικός θεσμός που στην παρούσα φάση δουλεύει κανονικά είναι ο SSM, καθώς ο κ. Ενρία ανέλαβε πρόσφατα το τιμόνι, ωστόσο κάποιες θέσεις ακόμη δεν έχουν πληρωθεί. Από την άλλη πλευρά, σε εκκρεμότητα παραμένει η κρίσιμη αλλαγή του κ. Ντράγκι στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, καθώς ο κεντρικός τραπεζίτης αποχωρεί τον προσεχή Δεκέμβριο. Επομένως, τα κρίσιμα θέματα πάνε μοιραία προς τα πίσω. Πέραν των ευρωεκλογών, η υλοποίηση των σχεδίων του ΤΧΣ και της ΤτΕ δεν αποδεικνύεται πως αποτελεί μια εύκολη υπόθεση.

Το σχέδιο του ΤΧΣ

Δύο σημαντικές εκκρεμότητες, πολύ διαφορετικές μεταξύ τους, εντοπίζονται στα σχέδια του ΤΧΣ και της ΤτΕ. Ως προς το πρώτο σχέδιο, που έχει και σημαντικές πιθανότητες να υλοποιηθεί, η εκκρεμότητα σχετίζεται με την κοστολόγηση των εγγυήσεων, η οποία είναι πολύ κρίσιμη για τις τράπεζες. Οι εγγυήσεις, όπως έχουν διαμηνύσει οι θεσμοί, δεν μπορεί να είναι φθηνότερες από την κοστολόγηση που διενεργήθηκε στην Ιταλία και η οποία ανήλθε στο 1,5% με 2% επί των senior bonds. Υπάρχει, ωστόσο, μια σημαντική διαφορά καθώς η γειτονική χώρα, σε αντίθεση με εμάς, διέθετε επενδυτική βαθμίδα και επομένως τα ομόλογά της ήταν δεκτά από τις αγορές. Εμείς, λοιπόν, φαίνεται πως δεν μπορούμε να αντέξουμε μια πολύ διαφορετική τιμολόγηση από την αντίστοιχη ιταλική, χωρίς να διαθέτουμε επενδυτική βαθμίδα.

Τo Asset Protection Scheme (APS) ξεκίνησε με προετοιμασία από το TΧΣ και στη συνέχεια υιοθετήθηκε από το υπουργείο Οικονομικών με σύμβουλο την JP Morgan. Τo σχήμα είναι παρόμοιο με το αντίστοιχο σχήμα των GACS, το οποίο εφαρμόστηκε στην Ιταλία τα προηγούμενα χρόνια. Πρακτικά αφορά τιτλοποιήσεις δανείων σε καθυστέρηση, με συμμετοχή επενδυτών, αλλά και με παράλληλη απόδοση κρατικής εγγύησης για το senior τμήμα των τιτλοποιήσεων αυτών, το οποίο και θα διακρατούν οι τράπεζες στα βιβλία τους. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο οι εγγυήσεις έχουν ιδιαίτερη σημασία.

Το όφελος του σχεδίου είναι πως η εγγύηση καθιστά τις ομολογίες αυτές ελεύθερες από κίνδυνο, απαλύνοντας το αντίστοιχο βάρος σε RWAs (των επιβαρυμένων από κίνδυνο ενεργητικών) σε σημαντικό βαθμό. Στόχος του σχεδίου είναι να τιτλοποιηθούν περί τα 15 δισ. ευρώ από τα περίπου 80 δισ. των NPEs της ελληνικής αγοράς, συμβάλλοντας έτσι σημαντικά στην προσπάθεια για μείωση των NPEs στη χώρα μας κατά 54 δισ. στη διάρκεια της τριετίας 2019-2021, σύμφωνα με τους στόχους των τραπεζών, όπως αυτοί υποβλήθηκαν στην ΕΚΤ .

Η DG Comp εξετάζει αν η πρόβλεψη για εγγύηση εκ μέρους της Ελληνικής Δημοκρατίας δεν αποτελεί έμμεση κρατική εγγύηση. Επίσης, λοιπόν, και εδώ η τιμολόγηση των εγγυήσεων καθίσταται σημαντική.

Το σχέδιο της ΤτΕ

Σε ό,τι αφορά το σχέδιο της ΤτΕ, αυτό φαίνεται να βρίσκεται σε μια ακόμη πιο αμφίσημη κατάσταση. Το σχέδιο αυτό προβλέπει τη δημιουργία μιας «κακής» τράπεζας που θα έχει ως κεφάλαιο μεγάλο μέρος των αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων που έχουν εξασφαλίσει οι τράπεζες, με στόχο να διευκολύνουν τη γρήγορη μείωση προβληματικών ανοιγμάτων, με ελαχιστοποίηση των απωλειών κεφαλαίων.

Όπως, τουλάχιστον, αναφέρουν τραπεζικοί κύκλοι στους διεθνείς επενδυτές, για τον σκοπό αυτό θα πρέπει να γίνει αποδοχή από την πλευρά των θεσμών πως τα 7 δισ. ευρώ αναβαλλόμενων φόρων θα τα επιβαρυνθούν τελικώς οι Έλληνες φορολογούμενοι υπέρ των τραπεζών. Το γεγονός αυτό καθιστά την επεξεργασία του σχεδίου ακόμη δυσκολότερη, αναφέρουν τραπεζικοί αναλυτές.