Skip to main content

Πώληση σε funds, ρευστοποίηση εξασφαλίσεων, εσωτερική διαχείριση

Από την έντυπη έκδοση 

Της  Άννας Δόγα 
[email protected]

Με εσωτερική διαχείριση θα «αντιμετωπίσουν» οι τράπεζες τα έξι στα δέκα «κόκκινα» δάνεια, ενώ τα δύο στα δέκα εκτιμάται ότι θα οδηγηθούν σε ρευστοποίηση εξασφαλίσεων. Η στρατηγική των τραπεζικών ομίλων στηρίζεται κυρίως στη διαχείριση με ίδια μέσα των προβληματικών δανείων, ώστε εν τέλει μόνο για τα δύο στα δέκα θα εξεταστεί η λύση της πώλησης σε εξειδικευμένα funds.

Η οριστικοποίηση του πλαισίου διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων μετά την αξιολόγηση και η συμπλήρωση του νομοθετικού πλαισίου αναμένεται ότι θα επιτρέψουν πλέον την αποτελεσματική αντιμετώπιση των άνω των 100 δισ. ευρώ προβληματικών χορηγήσεων. Η άνοδος και η διαχείριση των NPLs πάντως συνδέονται άμεσα με την ύφεση και την ανεργία, όπως επιβεβαιώνει μελέτη της Eurobank. Οι οικονομολόγοι της τράπεζας επισημαίνουν την αναγκαιότητα άμεσης βελτίωσης του εγχώριου οικονομικού κλίματος, κάτι που θα συνέβαλλε αφενός στη σταθεροποίηση του λόγου προβληματικών δανείων προς σύνολο δανείων κοντά στα τρέχοντα επίπεδα και αφετέρου στη μετέπειτα αποκλιμάκωσή του.

Απαραίτητη προϋπόθεση για μια τέτοια εξέλιξη είναι η ταχεία ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων με τους εταίρους του επίσημου τομέα στο πλαίσιο της πρώτης αξιολόγησης του νέου προγράμματος προσαρμογής, υπογραμμίζει η Eurobank, ενώ μεσοπρόθεσμα, η περαιτέρω βελτίωση του θεσμικού, νομικού και εποπτικού πλαισίου για τη διαχείριση των «κόκκινων» δανείων αποτελεί κρίσιμο προαπαιτούμενο για την απελευθέρωση πόρων που παραμένουν παγιδευμένοι σε μη παραγωγικούς τομείς της ελληνικής οικονομίας και την ταχύτερη επιστροφή σε θετικούς ρυθμούς μεταβολής των πιστώσεων προς τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις.

Κρίσιμα τα επόμενα έτη

Οι τράπεζες θα υποχρεωθούν σε μείωση των «κόκκινων» δανείων κατά 50% με 60% σε ορίζοντα τριετίας και η έμφαση θα δοθεί στη διαχείριση με εσωτερικές μονάδες και από εταιρείες διαχείρισης, ενώ θα κινητοποιηθούν οι διαδικασίες πλειστηριασμού και ρευστοποίησης για δάνεια που κρίνονται μη βιώσιμα μέσω αναδιαρθρώσεων.

Τα επόμενα έτη θα είναι κρίσιμα και το αργότερο έως το τέλος του έτους θα πρέπει να έχουν τεθεί σε πλήρη εφαρμογή οι σχετικοί μηχανισμοί και να λειτουργεί πλήρως η αγορά. Η καθυστέρηση στην αξιολόγηση και τα δεκάδες εμπόδια θεσμικού χαρακτήρα που καταγράφονται για την αποτελεσματική διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων έχουν φρενάρει την πρόοδο που θα έπρεπε ήδη να έχει γίνει, ενώ στην ίδια κατεύθυνση, μνημονιακές υποχρεώσεις, όπως η στοχοδοσία στις τράπεζες για την αποτελεσματικότητα της διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, μετατίθενται τουλάχιστον για τον Σεπτέμβριο. Της διαμόρφωσης των στόχων μείωσης των NPLs θα προηγηθεί η απεικόνιση της διάρθρωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων και στο πλαίσιο αυτό θα καταρτιστεί ενιαία φόρμας αναφοράς, την οποία θα υποβάλλουν, ανά τρίμηνο, οι τράπεζες για τα NPEs.

Η ύφεση «κοκκινίζει» τα δάνεια

Τη στενή συσχέτιση της ύφεσης με την άνοδο των «κόκκινων» δανείων επιβεβαιώνει η μελέτη των οικονομολόγων της Eurobank και μάλιστα, όπως διαπιστώνεται, κάθε μία μονάδα συρρίκνωσης του ΑΕΠ οδηγεί σε αύξηση κατά 0,4% των προβληματικών δανείων.

Σε αντίθεση με την εμπειρία άλλων χωρών του ευρωπαϊκού Νότου, η μεγάλη αύξηση των «κόκκινων» δανείων στην Ελλάδα από το 2008 και μετά, οφείλεται κυρίως στην πρωτοφανή σε μέγεθος και διάρκεια ύφεση που κατέγραψε η ελληνική οικονομία και όχι στην πολιτική δανειοδοτήσεων που ακολούθησαν τα μεγαλύτερα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της χώρας την περίοδο πριν από το ξέσπασμα της παγκόσμιας κρίσης.

Η μετάδοση της επίπτωσης μιας συρρίκνωσης του ΑΕΠ ή/και αύξησης του ποσοστού ανεργίας στον λόγο προβληματικών δανείων προς σύνολο δανείων λαμβάνει χώρα σχετικά σύντομα σε δύο με τρία τρίμηνα, αναφέρει η μελέτη, ενώ τεκμηριώνει την ύπαρξη αιτιώδους σχέσης αντίθετης κατεύθυνσης, δηλαδή από τον λόγο προβληματικών δανείων προς το ΑΕΠ και το ποσοστό ανεργίας της Ελλάδας.

Ειδικότερα, η αύξηση των προβληματικών δανείων συμβάλλει αρνητικά από την πλευρά της στην εξέλιξη της οικονομικής δραστηριότητας μέσω των δυσμενών επιπτώσεων που έχει στην κεφαλαιακή επάρκεια και τα χρηματοοικονομικά αποτελέσματα των ελληνικών τραπεζών και στην ευχέρειά τους να παράσχουν νέες πιστώσεις σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις.

Οι οικονομολόγοι της Eurobank καταλήγουν και σε επιμέρους συμπεράσματα, όπως ότι μια μείωση του ρυθμού μεταβολής του ΑΕΠ ή/και αύξηση του ποσοστού ανεργίας συμβάλλει σε ταχύτερη και μεγαλύτερη σε μέγεθος αύξηση του λόγου των επιχειρηματικών και των καταναλωτικών δανείων από ό,τι αυτού των στεγαστικών δανείων. Το ίδιο ισχύει και για την επίπτωση του πραγματικού μεσοσταθμικού επιτοκίου επί των δανείων αυτών.

Τα ευρήματα αυτά σχετίζονται ενδεχομένως με σειρά ιδιοσυγκρασιακών παραγόντων όπως για παράδειγμα, το σχετικά υψηλό ποσοστό ιδιοκατοίκησης στην Ελλάδα, καθώς και το γεγονός ότι τα στεγαστικά δάνεια φέρουν εμπράγματες εξασφαλίσεις που συνδέονται με το υποκείμενο ακίνητο. Επιπροσθέτως, σε αντίθεση με την περίπτωση των καταναλωτικών δανείων, σημαντικό μέρος των στεγαστικών δανείων φέρει σταθερό επιτόκιο.