Skip to main content

«Καμπανάκι» για την ιδιωτική κατανάλωση

Από την έντυπη έκδοση 

Του Θάνου Τσίρου 
[email protected]

Για 4η φορά μέσα σε περίπου έναν χρόνο θα υποχρεωθεί η ελληνική πλευρά να αναθεωρήσει προς τα κάτω την πρόβλεψή της για την πορεία της ιδιωτικής κατανάλωσης τόσο για τη φετινή χρονιά όσο και για το 2019. Η αγοραστική δύναμη ειδικά των νοικοκυριών αναδεικνύεται μέχρι τώρα σε «βαρίδι» για το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν, συγκρατώντας τον ρυθμό ανάπτυξης σε χαμηλότερα επίπεδα από αυτά που είχαν προϋπολογιστεί προ 12μήνου. Ολοένα και δυσμενέστερες γίνονται οι προβλέψεις και των διεθνών οργανισμών για την πορεία της ιδιωτικής κατανάλωσης, η οποία επιδρά καθοριστικά στη διαμόρφωση του ΑΕΠ.

Η ακολουθούμενη φορολογική πολιτική, η συνεχιζόμενη μείωση του μέσου μισθού στον ιδιωτικό τομέα που υποδηλώνει ότι η μείωση της ανεργίας οφείλεται στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας με χαμηλές αποδοχές, αλλά και οι πιέσεις τόσο από την πλευρά των τραπεζών όσο και από την πλευρά του Δημοσίου για την αποπληρωμή ή έστω την τακτοποίηση των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων, αποτυπώνονται έντονα στην πορεία της ιδιωτικής κατανάλωσης. Ακόμη και τα πρώτα στοιχεία για την εξέλιξη του δείκτη λιανικού εμπορίου μέσα στο 2018 δείχνουν ότι η ανάκαμψη κατά τη φετινή χρονιά θα είναι ισχνή. 

Πριν από έναν χρόνο, εγκρίθηκε από τη Βουλή το μεσοπρόθεσμο σχέδιο δημοσιονομικής στρατηγικής για την περίοδο μέχρι το 2021. Και εκεί διατυπώθηκε για πρώτη φορά η πρόβλεψη της κυβέρνησης για την πορεία της ιδιωτικής κατανάλωσης κατά το τρέχον έτος. 

Εκτιμήθηκε ότι αυτή θα αυξηθεί κατά 1,4% για το 2018 και κατά 1,3% για το 2019, υπό την προϋπόθεση όμως ότι η ιδιωτική κατανάλωση θα αυξηθεί το 2017 με ρυθμό 1,3%. Σε αυτές τις προβλέψεις στηρίχτηκε σε πολύ μεγάλο βαθμό και η πρόβλεψη ότι το ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 1,8% το 2017, κατά 2,4% το 2018 και 2,6% το 2019. Τον Νοέμβριο του 2017 -και ενώ είχαν ήδη φανεί τα πρώτα αρνητικά μηνύματα για την πορεία του λιανικού εμπορίου από τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ- η κυβέρνηση υποχρεώθηκε να αναθεωρήσει προς τα κάτω τις προβλέψεις για την ιδιωτική κατανάλωση.

Ο πήχης για το 2018 κατέβηκε στο 1,2% (από 1,4% που έλεγε το μεσοπρόθεσμο), ενώ η εκτίμηση για το ΑΕΠ του 2017 αναθεωρήθηκε και αυτή προς το χειρότερο: από το 1,8% στο 1,6%. 

Τα τελικά αποτελέσματα, όπως ανακοινώθηκαν από την Ελληνική Στατιστική Αρχή, διέψευσαν και τις αναθεωρημένες προς τα κάτω προβλέψεις. Η τελική καταναλωτική δαπάνη μειώθηκε κατά 0,2% σε πραγματικούς όρους, με τη δαπάνη των νοικοκυριών να αυξάνεται οριακά κατά 0,1% και τη δαπάνη των φορέων της γενικής κυβέρνησης να μειώνεται αισθητά κατά 1,1%. Έτσι, προέκυψε και η χαμηλότερη του αναμενόμενου ανάπτυξη του 1,4%. 

Προ εβδομάδων, ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Γιώργος Χουλιαράκης εξέδωσε εγκύκλιο για να ζητήσει από τις υπηρεσίες να επιταχύνουν τις απαραίτητες διαδικασίες για την κατάρτιση του μεσοπρόθεσμου σχεδίου δημοσιονομικής προσαρμογής για την περίοδο 2018-2022. Σε αυτό, ενσωματώνονται και οι πρώτες επανεκτιμήσεις του υπουργείου Οικονομικών για την πορεία βασικών οικονομικών μεγεθών μετά την κατάρτιση του προϋπολογισμού του 2018. Έτσι: 

1. Για το 2018, με τον πήχη της ανάπτυξης να κατεβαίνει στο 2,3%, προβλέπεται ότι η ιδιωτική κατανάλωση θα αυξηθεί μεν, αλλά με πολύ μικρό ρυθμό, της τάξεως του 0,5%. 
2. Για το 2019 προβλέπεται μεγαλύτερη μεταβολή της ιδιωτικής κατανάλωσης (1,4%) και ρυθμός ανάπτυξης της τάξεως του 2,5%. 

Ούτε και αυτές οι προβλέψεις, όμως, είναι δεδομένο ότι θα είναι και εκείνες που θα ενσωματωθούν στο αναθεωρημένο μεσοπρόθεσμο σχέδιο δημοσιονομικής στρατηγικής για την περίοδο 2019-2022. Δεδομένου ότι το περιεχόμενο του μεσοπρόθεσμου αποτελεί τμήμα της διαπραγμάτευσης με τους θεσμούς για την ολοκλήρωση της 4ης αξιολόγησης και του 3ου μνημονίου, η ελληνική πλευρά αναμένεται ότι θα δεχτεί πιέσεις να φέρει τις δικές της προβλέψεις πιο κοντά στις απαισιόδοξες εκτιμήσεις που διατυπώθηκαν και από τον ΟΟΣΑ και από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο αλλά και -προ ημερών- από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Ειδικότερα: 

1. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή «βλέπει» την ιδιωτική κατανάλωση να αυξάνεται το 2018 με ρυθμό μόλις 0,5%. Είναι το ίδιο ποσοστό που έχει εγγραφεί και στην εγκύκλιο Χουλιαράκη, με τη διαφορά ότι εκτιμάται πως θα οδηγήσει σε πολύ χαμηλότερο ΑΕΠ. Έτσι, ενώ η ελληνική πλευρά έβλεπε μέχρι τώρα το ΑΕΠ της φετινής χρονιάς στο +2,3%, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατεβάζει τον πήχη στο +1,9%, που είναι και η πιο απαισιόδοξη επίσημη πρόβλεψη που έχει γίνει μέχρι τώρα για τη φετινή χρονιά. Για το 2019, η Κομισιόν βλέπει σαφώς μικρότερο ρυθμό αύξησης της ιδιωτικής κατανάλωσης: μόλις 0,9% έναντι 1,4% που είναι η τελευταία ανεπίσημη πρόβλεψη της ελληνικής πλευράς (μέσω της εγκυκλίου Χουλιαράκη). 

2. Ο ΟΟΣΑ εμφανίστηκε οριακά πιο απαισιόδοξος για το 2018 (σ.σ. βλέπει αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης κατά 0,4% με ρυθμό  ανάπτυξης 2% για τη φετινή χρονιά), αλλά πιο αισιόδοξος για το 2019, καθώς προβλέπει ότι ο ιδιωτικός τομέας θα συμβάλει -με αύξηση 1,5% στην κατανάλωση- στο να αυξηθεί το ΑΕΠ κατά 2,3%.   

Αρνητικό δείγμα από το λιανικό εμπόριο
Το υπουργείο Οικονομικών ουσιαστικά έχει «προαναγγείλει» τη νέα προς τα κάτω αναθεώρηση του ΑΕΠ και της ιδιωτικής κατανάλωσης στην τελική μορφή του μεσοπρόθεσμου σχεδίου. Αμέσως μετά την έκδοση της έκθεσης με τις εαρινές προβλέψεις της Κομισιόν, πηγές του υπουργείου Οικονομικών χαρακτήριζαν ως «αναμενόμενη την αναθεώρηση προς τα κάτω της πρόβλεψης για την πορεία του ΑΕΠ, λόγω του χαμηλότερου ρυθμού ιδιωτικής κατανάλωσης το 2017».

Τα πρώτα στοιχεία για την πορεία της ιδιωτικής κατανάλωσης μέσα στη φετινή χρονιά δεν αφήνουν μεγάλα περιθώρια αισιοδοξίας για «ευχάριστες εκπλήξεις» από το μέτωπο της ιδιωτικής κατανάλωσης. Τα στοιχεία του λιανικού εμπορίου για τον Φεβρουάριο, που είναι και τα τελευταία διαθέσιμα, δείχνουν υποχώρηση σε σχέση με τον Φεβρουάριο του 2017, τόσο σε επίπεδο κύκλου εργασιών όσο και επίπεδο όγκου. 

Έτσι, ο γενικός δείκτης κύκλου εργασιών υποχώρησε τον Φεβρουάριο κατά 0,4% και ο γενικός δείκτης όγκου κατά 0,1%. Στο τέλος Μαΐου, θα υπάρχει εικόνα και για την πορεία του λιανικού εμπορίου τον Μάρτιο, κάτι που ουσιαστικά θα καθορίσει και το τελικό ποσοστό της μεταβολής του ΑΕΠ για ολόκληρο το πρώτο τρίμηνο της φετινής χρονιάς.