Από την έντυπη έκδοση
Ισχυρή άνοδο παρουσιάζει το ελληνικό Χρηματιστήριο το τελευταίο διάστημα, με τον Γενικό Δείκτη τιμών να παρουσιάζει από την αρχή του χρόνου κέρδη της τάξης του 27%, τις τράπεζες να ανακτούν χαμένες αξίες περίπου 50% και τη συνολική κεφαλαιοποίηση να κερδίζει πάνω από 9 δισ. ευρώ.
Ειδικότερα, η χρηματιστηριακή αγορά, με αρωγό τον κλάδο των τραπεζών, μετρά σημαντικά κέρδη μέσα στο 2019, βάζοντας πλώρη πλέον για τις 800 μονάδες. Μετά μάλιστα και το σερί των 4 τελευταίων ανοδικών εβδομάδων, ο Γενικός Δείκτης έχει καταφέρει να σημειώσει άνοδο 26,92% από το τέλος του 2018 κλείνοντας την Πέμπτη στις 778,42 μονάδες, ενώ την ίδια στιγμή ο τραπεζικός δείκτης παρουσιάζει άνοδο 48,37%, «ανακουφίζοντας» τον κλάδο από τη δραματική υποτίμηση που είχε δεχτεί ειδικά μέσα στο 2018.
Μάλιστα, με την άνοδο αυτή η αγορά κατάφερε να αυξήσει από την αρχή του έτους την κεφαλαιοποίησή της κατά 9,6 δισ. ευρώ, ανακτώντας -και με το παραπάνω- ό,τι έχασε μέσα στο 2018. Υπενθυμίζεται ότι η προηγούμενη χρονιά είχε κλείσει με υποχώρηση της συνολικής αξίας των μετοχών κατά 9,3 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 5 δισ. ευρώ αφορούσαν τις τράπεζες.
Διαπιστώνεται επίσης σχετική διάχυση των κερδών σε όλο των φάσμα των μετοχών, όπως φαίνεται και από την άνοδο του δείκτη της μεγάλης κεφαλαιοποίησης FTSE25 κατά 23,39% και της μεσαίας κεφαλαιοποίησης FTSE 40 με 23%.
Εντυπωσιακές επιδόσεις στην αγορά ομολόγων
Τρεισήμισι μήνες εντυπωσιακών επιδόσεων έχει διανύσει η ελληνική αγορά κρατικού χρέους, με βασικό πόλο έλξης την αναζήτηση κέρδους από ξένους επενδυτές μέσα στο σημερινό περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων. Το σκηνικό αυτό πλαισιώθηκε από βελτίωση στατιστικών για την ελληνική οικονομία, μία διπλή αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης της χώρας μας από τον οίκο Moody’s την 1η Μαρτίου και δύο νέες ομολογιακές εκδόσεις.
Από τις αρχές του έτους έως σήμερα, ο όγκος συναλλαγών στην ΗΔΑΤ έχει ξεπεράσει τα 3 δισ. ευρώ, ποσό εντυπωσιακό, που είχε να επαναληφθεί αρκετά χρόνια και ενδεικτικό της τάσης για αναζήτηση υψηλών αποδόσεων.
Οι αποδόσεις σε όλη την καμπύλη των ελληνικών κρατικών ομολόγων έχουν καταγράψει σταθερή αποκλιμάκωση, με αποκορύφωμα στις 13 Απριλίου, οπότε η απόδοση του 10ετούς ελληνικού βρέθηκε στο 3,27%, το χαμηλότερο επίπεδο από τον Σεπτέμβριο του 2005, φθάνοντας πλέον μία ανάσα από το ιστορικό χαμηλό του 3,201%. Αντίστοιχα, η απόδοση του πενταετούς άγγιξε χαμηλό 13 ετών, στο 2,15%.
Το νέο πενταετές με λήξη τον Απρίλιο του 2024 εκδόθηκε στα τέλη Ιανουαρίου με τη χώρα να αντλεί 2,5 δισ. ευρώ με απόδοση 3,6%. Το νέο 10ετές με λήξη 12 Μαρτίου του 2029 εκδόθηκε τον Μάρτιο με απόδοση 3,90%, με το Ελληνικό Δημόσιο να αντλεί 2,5 δισ. ευρώ. Οι εκδόσεις αποτέλεσαν ακόμη μία ένδειξη επιστροφής της ελληνικής οικονομίας στην κανονικότητα. Αρκεί να σημειωθεί ότι το 10ετές ομόλογο άνοιξε το τρέχον έτος με απόδοση 4,37%, ενώ το πενταετές με απόδοση στο 3,28%.
Έδειξε χαρακτήρα
Όπως επισημαίνει ο κ. Μάνος Χατζηδάκης της Beta ΑΧΕΠΕΥ, μια ανοδική τάση κρίνεται από τις διορθώσεις της. Και στις φάσεις των πολυαναμενόμενων κατοχυρώσεων κερδών η αγορά όχι μόνο έδειξε χαρακτήρα διατηρώντας τα κεκτημένα, αλλά δημιούργησε και… εκνευρισμό σε όσους περίμεναν καλύτερα σημεία εισόδου, στερώντας τους μια τέτοια δυνατότητα. Η συγκυρία εξελίσσεται ιδανικά για τα χαρτοφυλάκια που είναι τοποθετημένα στην αγορά, καθώς η ανοδική κίνηση φαίνεται να υποστηρίζεται και από εξωτερικές εισροές εν όψει των αναδιαρθρώσεων των δεικτών που ακολουθούν τον Μάιο. Εφόσον επαληθευτούν οι εκτιμήσεις για τις προσθήκες και τις εισροές που αναμένονται, είναι πολύ πιθανό η αγορά να παραμείνει και τον Μάιο σε θετικό έδαφος, παρά τους 4 θετικούς μήνες που έχουν προηγηθεί ή τις όποιες αναταράξεις προκύψουν από τις εκλογικές αναμετρήσεις.