Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Ισχυρό διαπραγματευτικό χαρτί εξασφάλισαν στην κυβέρνηση η Ελληνική Στατιστική Αρχή και η Eurostat εν όψει των συζητήσεων με τους δανειστές για το δημοσιονομικό, οι οποίες θα μπουν στην τελική ευθεία μετά τις 14-15 Μαΐου, οπότε και αναμένεται η άφιξη των επικεφαλής των θεσμών στην Αθήνα. Με το μνημονιακό πρωτογενές πλεόνασμα του 2017 να ξεπερνά κατά πολύ ακόμη και τις εκτιμήσεις του ίδιου του οικονομικού επιτελείου, φτάνοντας τελικώς στο 4,2%, αλλά και τον προϋπολογισμό της φετινής χρονιάς να εκτελείται πάνω από τον στόχο -τουλάχιστον με βάση τα στοιχεία του πρώτου τριμήνου- η ελληνική διαπραγματευτική ομάδα εκτιμά ότι θα κατορθώσει να αποκρούσει τα αιτήματα του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για επίσπευση της μείωσης του αφορολογήτου και για «πάγωμα» των πακέτων με τα αντίμετρα.
Βέβαια, οι δανειστές θα περιμένουν να δημοσιευτούν και τα νεότερα στοιχεία για την εκτέλεση του φετινού προϋπολογισμού αλλά και οι πρώτες εκτιμήσεις για την πορεία του ΑΕΠ κατά το πρώτο τρίμηνο της φετινής χρονιάς, προκειμένου να αποφανθούν για τη διατηρησιμότητα του πλεονάσματος σε επίπεδο άνω του 3,5%. Πάντως, μετά την επισημοποίηση της υπέρβασης του στόχου, το υπουργείο Οικονομικών σε σχετική του ανακοίνωση αναφέρει ότι «όχι μόνο είναι εφικτός ο στόχος πρωτογενών πλεονασμάτων ύψους 3,5% του ΑΕΠ για το 2018 και τα επόμενα χρόνια αλλά και ότι θα υπάρξει ο δημοσιονομικός χώρος για στοχευμένες φορολογικές ελαφρύνσεις και κοινωνικές δαπάνες κατά τη μεταμνημονιακή περίοδο».
H ανακοίνωση της ΕΛΣΤΑΤ ανέβασε το πρωτογενές πλεόνασμα σε επίπεδα σαφώς υψηλότερα ακόμη και συγκριτικά με αυτά που είχαν προβλέψει στελέχη του οικονομικού επιτελείου μόλις πριν από λίγες ημέρες. Το 4%, αυτό είναι το αποτέλεσμα βάσει του ορισμού ESA που ακολουθεί η Eurostat και όλες οι εθνικές στατιστικές αρχές. Η πρόβλεψη για τη φετινή χρονιά, όπως είχε αποτυπωθεί στον προϋπολογισμό του 2018, ήταν ότι το πρωτογενές πλεόνασμα βάσει αυτού του ορισμού θα διαμορφωθεί στο 2,60%, με την υπεραπόδοση να φτάνει τελικά στη 1,4 εκατοστιαία μονάδα. Βάσει του ορισμού του μνημονίου (ο οποίος είναι διαφορετικός από τον αντίστοιχο της ΕΛΣΤΑΤ, καθώς δεν περιλαμβάνει μια σειρά από οικονομικές συναλλαγές) ο προϋπολογισμός προέβλεπε τη διαμόρφωση του πρωτογενούς πλεονάσματος στο 2,44% ακόμη και μετά τη διανομή του έκτακτου μερίσματος τον Δεκέμβριο του 2017. Τελικώς, όπως ανακοινώθηκε χθες από το υπουργείο Οικονομικών, το πρωτογενές πλεόνασμα διαμορφώθηκε στο 4,2%, δηλαδή 1,76 ποσοστιαία μονάδα υψηλότερα από την πρόβλεψη της εισηγητικής έκθεσης του προϋπολογισμού του 2018, 2,45 μονάδες πάνω από τον επίσημο μνημονιακό στόχο του 1,75% και μισή ποσοστιαία μονάδα υψηλότερα από την αναθεωρημένη πρόβλεψη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, η οποία ανακοινώθηκε μόλις την προηγούμενη εβδομάδα, αλλά και πάλι ήταν πολύ συγκρατημένη συγκριτικά με τα τελικά στοιχεία.
Θα ξεπερνούσε το 5%
Το μνημονιακό πρωτογενές πλεόνασμα αναρριχήθηκε στο 4,2%, παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση προχώρησε τον Δεκέμβριο στη διανομή του έκτακτου μερίσματος και σε άλλες έκτακτες πληρωμές, όπως είναι η επιστροφή των αναδρομικών υγείας στους συνταξιούχους αλλά και τα χρήματα για το έλλειμμα της ΔΕΗ. Μόνο αυτό το πακέτο «φούσκωσε» τις δαπάνες κατά περίπου 1,4 δισ. ευρώ ή κατά περίπου 0,8% του ΑΕΠ. Αυτό σημαίνει ότι το πρωτογενές πλεόνασμα χωρίς να ληφθεί υπ’ όψιν η διανομή του έκτακτου μερίσματος και των υπολοίπων επιδομάτων που καταβλήθηκαν τον περασμένο Δεκέμβριο, θα ξεπερνούσε το 5%. Όσον αφορά τη διαφορά του «μνημονιακού πλεονάσματος» (4,2%) από αυτό της ΕΛΣΤΑΤ (4%) αποδίδεται από αρμόδια στελέχη στις μαζικές αποπληρωμές υποχρεώσεων ειδικά από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, οι οποίες δεν φαίνονται στο κατά ΕΛΣΤΑΤ πλεόνασμα, αλλά επηρεάζουν το μνημονιακό.
Οι λόγοι υπεραπόδοσης
Στους λόγους της υπεραπόδοσης, αρμόδια στελέχη προσθέτουν και τη θετική πορεία των οικονομικών αποτελεσμάτων του ΕΦΚΑ (κυρίως λόγω της αύξησης των εισπράξεων από τη μείωση της ανεργίας) αλλά και την ανταπόκριση στα προγράμματα οικειοθελούς αποκάλυψης εισοδημάτων που «έτρεξε» το υπουργείο Οικονομικών, βεβαιώνοντας φόρους άνω των 700 εκατ. ευρώ για αποκαλυφθείσα φορολογητέα ύλη της τάξεως των 10 δισ. ευρώ.
Το υπερπλεόνασμα του 2017 η κυβέρνηση δεν μπορεί να το «μοιράσει» πλέον, καθώς δαπάνες του 2018 επηρεάζουν τη δημοσιονομική επίδοση της φετινής χρονιάς. Βέβαια, θα επικαλεστεί τις επιδόσεις στη διαπραγμάτευση για το δημοσιονομικό, η οποία θα κορυφωθεί με την άφιξη των θεσμών στην Αθήνα στις 14-15 Μαΐου. Το ελληνικό επιχείρημα είναι ότι το πρωτογενές πλεόνασμα έχει κλείσει δύο διαδοχικές χρονιές πάνω από το 3,5% (το 2016 με μηδενική μεταβολή του ΑΕΠ και το 2017 με ανάπτυξη 1,4%), κάτι που σημαίνει ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο να μην επαναληφθεί αντίστοιχη επίδοση και το 2018, από τη στιγμή που ο πήχης της ανάπτυξης ανεβαίνει υψηλότερα (2,3% βάσει της ελληνικής πρόβλεψης ή 2% βάσει της πρόβλεψης του ΔΝΤ). Οι εκπρόσωποι του ΔΝΤ θα επιδιώξουν να κατεβάσουν τον πήχη, επικαλούμενοι τον εντοπισμό «μη επαναλαμβανόμενων μέτρων» που απέδωσαν το 2017 αλλά δεν θα αποδώσουν το 2018. Ωστόσο θεωρείται πλέον εξαιρετικά δύσκολο να ισχυριστούν ότι το 2018 και το 2019 (έτος κατά το οποίο είναι προγραμματισμένη και η μείωση των συντάξεων) δεν μπορεί να υπάρξει υπεραπόδοση.
ΕΛΣΤΑΤ: Στα 7,08 δισ. το πλεόνασμα
Σε απόλυτους αριθμούς, το πρωτογενές πλεόνασμα του 4% που ανακοίνωσε η ΕΛΣΤΑΤ μεταφράζεται σε 7,08 δισ. ευρώ, ποσό μεγαλύτερο και συγκριτικά με την επίδοση του 2016, η οποία διαμορφώθηκε στο 3,9% ή στα 6,709 δισ. ευρώ. Τα έσοδα της γενικής κυβέρνησης μειώθηκαν το 2017 στα 85,322 δισ. ευρώ (έναντι 86,271 δισ. ευρώ το 2016), ενώ πτωτική ήταν και η πορεία των δαπανών (στα 85,22 δισ. ευρώ από 86,271 δισ. ευρώ το 2016). Το χρέος εκτιμήθηκε στα 317,407 δισ. ευρώ, δηλαδή στο 178,6% του ΑΕΠ, ενώ για το 2016 είχε προσδιοριστεί στα 315,009 δισ. ευρώ ή στο 180,8% του ΑΕΠ. Το πλεόνασμα σε επίπεδο γενικής κυβέρνησης ανήλθε στο 1,454 δισ. ευρώ ή στο 0,8% έναντι 1,094 δισ. ευρώ το 2016 ή 0,6% του ΑΕΠ (σ.σ.: το πλεόνασμα γενικής κυβέρνησης του 2016 αναθεωρήθηκε ελαφρά προς τα πάνω από το 0,5% του ΑΕΠ στο 0,6% του ΑΕΠ).
Επιβολή υποεκτίμησης
Το ερώτημα πώς είναι δυνατόν να έχουν επιβληθεί δημοσιονομικά μέτρα πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ για να «παραχθεί» πρωτογενές πλεόνασμα 1,75% το 2017 και τελικώς η χρονιά να κλείνει κοντά στο 5% χρήζει απάντησης. Ανώτατο κυβερνητικό στέλεχος αποδίδει μέρος της τεράστιας απόκλισης στο γεγονός ότι οι δανειστές τόσο κατά την κατάρτιση του 3ου μνημονίου όσο και στο πλαίσιο της 1ης αξιολόγησης (τότε που συμφωνήθηκε η επιβολή μέτρων ύψους 2% του ΑΕΠ) επέβαλαν στην ελληνική πλευρά να υποεκτιμήσει την απόδοση των δημοσιονομικών παρεμβάσεων που έγιναν. Αυτό έπληξε τη ρευστότητα της ελληνικής οικονομίας και το εισόδημα, επηρεάζοντας το ΑΕΠ, αλλά τώρα αποτυπώνεται στην πορεία του πρωτογενούς πλεονάσματος.