«Αυτήν την περίοδο, της νέας κρίσης που δημιούργησε ο κορονοϊός, η κοινωνική οικονομία με τους φορείς της μπορεί, κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες, να συνεισφέρει στη δημιουργία θέσεων εργασίας, στη στήριξη ευάλωτων κοινωνικών ομάδων και, γενικά, στη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής. Αναμφίβολα, οι αναμενόμενες σοβαρές κοινωνικές επιπτώσεις φέρνουν στο προσκήνιο την Κοινωνική και Αλληλέγγυα Οικονομία στην Ελλάδα».
Αυτό αναφέρει, μεταξύ άλλων, το Ινστιτούτο Εργασίας της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας (ΙΝΕ/ΓΣΕΕ) σε κείμενο παρέμβασης για την προώθηση του διαλόγου στην πολιτική, την οικονομία και την εκπαίδευση, με τίτλο «Κοινωνική Οικονομία στην Ελλάδα: Συγκλίσεις και Αποκλίσεις με την ΕΕ», συγγραφείς του οποίου είναι ο Νικόλαος Αποστολόπουλος και ο Παναγιώτης Λιαργκόβας.
Σύμφωνα με το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, η οικονομική κρίση του 2009 έφερε και τότε στο προσκήνιο την κοινωνική οικονομία, αλλά η πρόοδός της δεν ήταν η αναμενόμενη, παρουσιάζοντας αποκλίσεις από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες.
Η παρούσα παρέμβαση αποσκοπεί στην προώθηση του διαλόγου για την κοινωνική οικονομία, καταθέτοντας προτάσεις για την περαιτέρω ανάπτυξή της.
Η Κοινωνική Οικονομία στην Ελλάδα
Όπως αναφέρει το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, η Κοινωνική Οικονομία και οι φορείς της θεσμοθετήθηκαν στην Ελλάδα στα πρώτα χρόνια της οικονομικής και νομισματικής κρίσης του 2008, όταν οι συνέπειες της κρίσης ήταν τεράστιες και οδηγούνταν μεγάλα τμήματα του ελληνικού πληθυσμού στην ανεργία, στον κοινωνικό αποκλεισμό και στην περιθωριοποίηση. Τότε, θεσμοθετήθηκε η κοινωνική οικονομία, προκειμένου οι φορείς της να βοηθήσουν και αυτοί στην άμβλυνση των επιπτώσεων της κρίσης, αφού η διεθνής εμπειρία έδειχνε ότι οι συγκεκριμένοι φορείς παρουσίαζαν ανθεκτικότητα σε συνθήκες κρίσης, είχαν τη δυνατότητα να πολεμήσουν τον κοινωνικό αποκλεισμό, να δημιουργήσουν θέσεις εργασίας, να αμβλύνουν ανισότητες και να στηρίξουν την αειφόρο ανάπτυξη.
Η πρώτη θεσμοθέτηση της κοινωνικής οικονομίας στην Ελλάδα έγινε με το Νόμο 4019/2011 «περί Κοινωνικής Οικονομίας και Κοινωνικής Επιχειρηματικότητας και άλλες διατάξεις». Οι φορείς της κοινωνικής οικονομίας ομαδοποιήθηκαν σε τρεις κατηγορίες: στις κοινωνικές συνεταιριστικές επιχειρήσεις ένταξης, στις κοινωνικές συνεταιριστικές επιχειρήσεις κοινωνικής φροντίδας και στις κοινωνικές συνεταιριστικές επιχειρήσεις συλλογικού και παραγωγικού σκοπού.
Όπως επισημαίνει το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, «γρήγορα, φάνηκαν στην πράξη οι αδυναμίες, οι ασάφειες και το στενό πλαίσιο, που δημιούργησε αυτή η νομοθετική πρωτοβουλία, αφού δυσκόλευε φορείς της κοινωνικής οικονομίας να εγγραφούν στο Μητρώο Κοινωνικής Επιχειρηματικότητας. Η συντριπτική πλειονότητα των φορέων αδυνατούσε να γραφτεί με αυτό το νομικό πλαίσιο στο Μητρώο. Την περίοδο εκείνη στην Ελλάδα, σύμφωνα με τον Νασιούλα, λειτουργούσαν 50.000 ενώσεις, 6.376 γεωργικοί συνεταιρισμοί, 600 ιδρύματα, 545 συνεταιρισμοί στέγασης, 130 αγροτουριστικοί συνεταιρισμοί γυναικών, 41 συνεταιρισμοί φαρμακοποιών, 33 συνεταιρισμοί υδραυλικών, 25 συνεταιριστικές τράπεζες, 23 συνεταιρισμοί ηλεκτρολόγων, 16 κοινωνικοί συνεταιρισμοί περιορισμένης ευθύνης, 7 ταμεία επαγγελματικής ασφάλισης, 7 συνεταιρισμοί αμοιβαίων ασφαλίσεων, 4 ταμεία αμοιβαίας βοήθειας και 1 θαλάσσιος συνεταιρισμός ασφάλισης.
Επίσης, σύμφωνα με τα στοιχεία του Νασιούλα, την περίοδο που ψηφίστηκε και μπήκε σε εφαρμογή ο Νόμος 4019/2011, στις ενώσεις απασχολούνταν 100.000 εργαζόμενοι, στους γεωργικούς συνεταιρισμούς 13.000 εργαζόμενοι, στους συνεταιρισμούς φαρμακοποιών 1.500 εργαζόμενοι, στις συνεταιριστικές τράπεζες 1.238 εργαζόμενοι, στα ταμεία αμοιβαίας βοήθειας 1.100 εργαζόμενοι, στα ιδρύματα 1.000 εργαζόμενοι, στους κοινωνικούς συνεταιρισμούς περιορισμένης ευθύνης 400 εργαζόμενοι, στους συνεταιρισμούς ηλεκτρολόγων 200 εργαζόμενοι, στους συνεταιρισμούς υδραυλικών 200 εργαζόμενοι, στους αγροτουριστικούς συνεταιρισμούς γυναικών 100 εργαζόμενοι, στους συνεταιρισμούς αμοιβαίας ασφάλισης 40 εργαζόμενοι, στα ταμεία επαγγελματικής ασφάλισης 40 εργαζόμενοι και στο θαλάσσιο συνεταιρισμό ασφάλισης 5 εργαζόμενοι».
Στη συνέχεια, όπως σημειώνει το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, «το 2016, ήρθε στην ελληνική βουλή για ψήφιση νέος νόμος για την Κοινωνική και Αλληλέγγυα Οικονομία, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι υπάρχουσες αδυναμίες και ασάφειες του προηγούμενου νόμου, η υπέρμετρη γραφειοκρατία, οι εξαρτήσεις από το κράτος και την αυτοδιοίκηση, τα προβλήματα που είχαν αποτυπωθεί σε έρευνες και εκθέσεις.
Έτσι, ψηφίστηκε ο Νόμος 4430/2016 “περί Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας και ανάπτυξης των φορέων της και άλλες διατάξεις”. Οι φορείς της Κοινωνικής Οικονομίας λειτουργούν και σήμερα με βάση το συγκεκριμένο νόμο. Ο νόμος ομαδοποίησε τους φορείς της Κοινωνικής Οικονομίας στις κοινωνικές συνεταιριστικές επιχειρήσεις, που διέθεταν εμπορική ιδιότητα και σκόπευαν στη μέγιστη κοινωνική ωφέλεια, όπως είναι οι κοινωνικές συνεταιριστικές επιχειρήσεις ένταξης και οι κοινωνικές συνεταιριστικές επιχειρήσεις συλλογικής και κοινωνικής ωφέλειας, στους κοινωνικούς συνεταιρισμούς περιορισμένης ευθύνης, στους συνεταιρισμούς εργαζομένων και σε οποιοδήποτε άλλο νομικό πρόσωπο που δεν είναι μονοπρόσωπο και διαθέτει νομική προσωπικότητα, όπως οι αγροτικοί και αστικοί συνεταιρισμοί και οι αστικές εταιρείες κάτω από προϋποθέσεις.
Οι αδυναμίες και του νόμου αυτού δεν επέτρεψαν και πάλι να γραφτεί στο Μητρώο Κοινωνικής Επιχειρηματικότητας και στο Ειδικό Μητρώο Άλλων Φορέων Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας μεγάλος αριθμός φορέων. Τον Ιούνιο του 2019, είχαν γραφτεί και στα δύο μητρώα 1.307 Κοιν.Σ.Επ. συλλογικής και κοινωνικής ωφέλειας, 28 Κοι.Σ.Ε.Π, 28 Κοιν.Σ.Επ. ένταξης ευάλωτων ομάδων, 25 συνεταιρισμοί εργαζομένων, 5 Κοιν.Σ.Επ. ένταξης ειδικών ομάδων, 1 αγροτικός συνεταιρισμός, 48 αστικές εταιρείες, 11 σωματεία, 8 αστικοί συνεταιρισμοί και 3 από άλλες νομικές μορφές (Ειδική Γραμματεία Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας, 2019).
Η εικόνα από πλευράς εργαζομένων, όπως αυτή αποτυπώθηκε τον Μάιο του 2019, έδειξε ότι σε κάθε φορέα από τους κοινωνικούς συνεταιρισμούς περιορισμένης ευθύνης, τους αστικούς συνεταιρισμούς, τα ιδρύματα και άλλους σχετικούς φορείς (σύνολο φορέων 98), εργάζονταν πάνω από 17,7 εργαζόμενοι ανά φορέα, ενώ στις κοινωνικές συνεταιριστικές επιχειρήσεις και στους συνεταιρισμούς εργαζομένων (σύνολο φορέων 1.247) έδειξε ότι σε κάθε φορέα η αναλογία ήταν 1,1 (Ειδική Γραμματεία Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας, 2019)».
Το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, στο κείμενο, το οποίο δημοσίευσε, υπογραμμίζει ότι η ΕΕ δεν έχει, μέχρι σήμερα, καταφέρει οι φορείς της Κοινωνικής Οικονομίας να έχουν μία ομοιομορφία με ενιαίο νομικό και θεσμικό πλαίσιο στα κράτη-μέλη της.
«Αυτό δημιουργεί αποκλίσεις, διαφορετικές πορείες και διαδρομές, καθώς και εμπόδια στην πολιτική αναγνώρισή της. Παράλληλα, η Κοινωνική Οικονομία στην Ελλάδα, πέρα από το ότι άργησε να θεσμοθετηθεί, στη φιλοσοφία διαμόρφωσης βρίσκεται πιο κοντά με την Κοινωνική Οικονομία των χωρών της Μεσογείου, ενώ παρουσιάζει αποκλίσεις από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κοινωνικής οικονομίας των χωρών της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης. Είναι βασικό στοιχείο και έχει αποδειχθεί και ερευνητικά ότι η Κοινωνική Οικονομία και οι φορείς της, διαγράφοντας μία διαδρομή ανάμεσα στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, μπορούν να ενσωματωθούν καλύτερα στην τοπική οικονομία με κοινωνικά-οικονομικά-περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά, να βοηθήσουν στην αειφόρο ανάπτυξη, να στηρίξουν ευάλωτες κοινωνικές ομάδες και να δημιουργήσουν θέσεις εργασίας. Είναι, επίσης, σημαντικό ότι αυτό έχει αναγνωριστεί από την ΕΕ και τα κράτη-μέλη και άρχισαν να την εντάσσουν στη χάραξη των πολιτικών τους. Τέλος, στην Ελλάδα, όπου η Κοινωνική Οικονομία κινείται με αργούς και άτολμους ρυθμούς ανάπτυξης, πάντα σε σύγκριση με τα άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ, χρειάζονται νέα μέτρα στήριξης και προώθησής της, καθώς μπορεί να αποτελέσει έναν τρίτο δρόμο ανάπτυξης και να συνδράμει στην αντιμετώπιση κοινωνικών προβλημάτων» υποστηρίζει το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ.
Πηγή: ΑΜΠΕ