Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Μπορεί το ενδιαφέρον για την ολοκλήρωση της 2ης μεταμνημονιακής αξιολόγησης να έχει επικεντρωθεί στο νομοσχέδιο της κύριας κατοικίας, όμως το «κλείσιμο» της διαδικασίας προϋποθέτει ότι θα ολοκληρωθούν και οι υπόλοιπες εκκρεμότητες από τον πίνακα των 16 «προαπαιτούμενων».
Η κατάθεση του νομοσχεδίου για το διάδοχο σχήμα του νόμου Κατσέλη έχει επισκιάσει τις υπόλοιπες υποχρεώσεις, όπως είναι η πώληση των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ, η παραχώρηση της Εγνατίας Οδού, αλλά και η στελέχωση της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων.
Στον κατάλογο των 16 προαπαιτούμενων της 2ης αξιολόγησης δεν υπάρχει αναφορά στην πορεία των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου, οι οποίες παρέμειναν και τον Ιανουάριο του 2019 «κολλημένες» στο επίπεδο των δύο δισ. ευρώ (μαζί με τις επιστροφές φόρου που βρίσκονται σε εκκρεμότητα). Ωστόσο, οι θεσμοί δείχνουν πολύ μεγάλο ενδιαφέρον για το συγκεκριμένο θέμα και εξακολουθούν να ζητούν στοιχεία για πολύ συγκεκριμένες επιδόσεις και στον συγκεκριμένο τομέα μέχρι το τέλος Μαρτίου. Από τα προαπαιτούμενα που εξακολουθούν να βρίσκονται σε εκκρεμότητα, για τα περισσότερα δεν υπάρχει χρόνος να κλείσουν οριστικά μέχρι το τέλος της εβδομάδας -ή έστω μέχρι τις 5 Απριλίου που είναι προγραμματισμένη η συνεδρίαση του Eurogroup- καθώς υπάρχουν «αντικειμενικές δυσκολίες»: η στελέχωση της ΑΑΔΕ -δηλαδή η ολοκλήρωση των προσλήψεων ώστε να συμπληρωθεί ο αριθμός των 12.000 απασχολούμενων- εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από το ΑΣΕΠ, ενώ για την πώληση των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ έχουν ήδη δρομολογηθεί οι διαδικασίες για τον νέο διαγωνισμό.
Επομένως, τα δύο βασικά «μέτωπα» στα οποία οι θεσμοί ζητούν πρόοδο έχουν να κάνουν με την ολοκλήρωση των διαβουλεύσεων για το νέο πλαίσιο προστασίας της κύριας κατοικίας, όπως επίσης και με την περαιτέρω μείωση των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου μέχρι το τέλος Μαρτίου. Για όποια θέματα συμφωνηθεί ότι δεν μπορούν να κλείσουν για «αντικειμενικούς λόγους» μέχρι τη συνεδρίαση του EWG της επόμενης Δευτέρας, θεωρείται δεδομένο ότι θα μεταφερθούν για την επόμενη αξιολόγηση, η οποία είναι πολύ πιθανό να ξεκινήσει πριν καν ολοκληρωθεί η 2η. Και αυτό διότι είναι ακόμη ανοικτό το ενδεχόμενο η πρώτη επίσκεψη των θεσμών στην Αθήνα για την 3η αξιολόγηση να γίνει πριν από το Eurogroup της 5ης Απριλίου.
Τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία για την πορεία των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου προς τους προμηθευτές του αφορούν τον μήνα Ιανουάριο και δείχνουν αύξηση. Το υπόλοιπο των οφειλών της γενικής κυβέρνησης έφτασε στο 1,579 δισ. ευρώ (από 1,537 δισ. ευρώ στο τέλος Δεκεμβρίου), ενώ οι εκκρεμείς επιστροφές φόρων περιορίστηκαν ελαφρά στα 488 εκατ. ευρώ από 506 εκατ. ευρώ τον Δεκέμβριο. Με αθροιστικό υπόλοιπο της τάξεως των δύο δισ. ευρώ, η ελληνική πλευρά απέχει από τον στόχο του μηδενισμού των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων. Ωστόσο, στους θεσμούς έχουν παραδοθεί αναλυτικά στοιχεία που δείχνουν σημαντική, «ποιοτική» βελτίωση:
1. Στο σκέλος των εκκρεμών επιστροφών φόρου, τα στοιχεία δείχνουν πολύ μεγάλη μείωση στις εκκρεμότητες άνω των 90 ημερών, κάτι που σημαίνει ότι έχει μειωθεί σημαντικά η μέση διάρκεια των υποχρεώσεων σε εκκρεμότητα.
2. Στο σκέλος των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων, η ελληνική πλευρά έχει παρουσιάσει στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι για πολύ μεγάλο μέρος από το υπόλοιπο του 1,537 δισ. ευρώ, υπάρχουν εκκρεμότητες στη δικαιοσύνη οι οποίες και εμποδίζουν την ταχύτερη μείωση.
Η Αθήνα έχει ζητήσει τεχνική βοήθεια για να επιταχυνθούν οι διαδικασίες εκκαθάρισης των ληξιπρόθεσμων οφειλών. Η βοήθεια θα αφορά κατά κύριο λόγο στην οργάνωση των υπηρεσιών του Δημοσίου ώστε να μην υπάρχουν μεγάλες καθυστερήσεις από τη στιγμή που το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους θα αποδεσμεύει τα σχετικά κονδύλια μέχρι τη στιγμή που θα γίνονται οι πληρωμές από τους επιμέρους φορείς του Δημοσίου.