Ευνοϊκότερες συνθήκες ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας διαβλέπει για το 2016 η Τράπεζα της Ελλάδας, σύμφωνα με την ετήσια απολογιστική έκθεση του 2015.
Συγκεκριμένα, η ΤτΕ εκτιμά ότι η ύφεση μπορεί να ανασχεθεί και από το β’ εξάμηνο του έτους να υπάρξει ελαφρά ανάκαμψη. Ωστόσο, θέτει ως προϋπόθεση την διατήρηση της πολιτικής σταθερότητας και την άρση της αβεβαιότητας που βλάπτει την επενδυτική εμπιστοσύνη.
Η πρόβλεψη αυτή υπόκειται σε ισχυρές αβεβαιότητες και υψηλούς κινδύνους, οι οποίες συνδέονται αφενός με τις διεθνείς εξελίξεις και αφετέρου με την ταχύτητα επαναφοράς της ελληνικής οικονομίας στην κανονικότητα και την προσαρμοστικότητά της στις νέες συνθήκες, προσθέτει η ΤτΕ.
Στην πρώτη κατηγορία, οι κίνδυνοι αφορούν την προσφυγική κρίση και τον τρόπο με τον οποίο θα την αντιμετωπίσει η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) στο σύνολό της, την ενδεχόμενη έξοδο του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ, την έξαρση της τρομοκρατίας, την επιβράδυνση της μεγέθυνσης της παγκόσμιας οικονομίας και ίσως μία νέα ασιατική κρίση. Οι εξελίξεις στο διεθνές περιβάλλον θα μπορούσαν να ενισχύ- σουν τις φυγόκεντρες τάσεις στην ΕΕ και να υπονομεύσουν την ευρωπαϊκή συνοχή.
Στο εσωτερικό της χώρας, οι βασικές προϋποθέσεις για να επιτευχθεί η ανάταξη της ελληνικής οικονομίας είναι η επίτευξη συμφωνίας για την πρώτη αξιολόγηση του προγράμματος, η αξιόπιστη προσήλωση στην εφαρμογή του και η ανάληψη πρωτοβουλιών για την εμπέδωση κλίματος πολιτικής και οικονομικής σταθερότητας και την επι-
στροφή στην κανονικότητα.
Προκειμένου να ανταποκριθεί και να προσαρμοστεί στις αλλαγές του διεθνούς περιβάλλοντος, η Ελλάδα, καθώς είναι ενταγμένη στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία και εκτεθειμένη στο διεθνή ανταγωνισμό, πρέπει πρώτα να ισχυροποιήσει τη θέση της αντιμετωπίζοντας με ρεαλισμό τα δικά της προβλήματα. Η χώρα που θα μείνει ουραγός στις ευρωπαϊκές εξελίξεις θα είναι
αυτή που εν τέλει θα υποστεί τα βαρύτερα πλήγματα στην περίπτωση που το διεθνές περιβάλλον αλλάξει προς το χειρότερο.
«Κόκκινα δάνεια»
Ειδική μνεία γίνεται στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, με την ΤτΕ να καθιστά επείγουσα τη διαχείρισή τους. Όπως διαπιστώνει, από το γ’ τρίμηνο του 2015 και ιδίως με το πέρας της ανακεφαλαιοποίησης, παρατηρήθηκε επιτάχυνση των ενεργειών των τραπεζών στην κατεύθυνση της πιο ενεργητικής διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Στην εξεύρεση λύσεων μακροπρόθεσμου χαρακτήρα, προσαρμοσμένων στις ανάγκες του κάθε δανειολήπτη, εκτιμάται ότι θα συντείνουν οι συγκεκριμένοι στόχοι για τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων που θα θέσει η ΤτΕ, κατόπιν διαβούλευσης με τις τράπεζες, με ορίζοντα εφαρμογής από τον Ιούνιο του 2016 και με παρακολούθηση ανά τρίμηνο.
Η υποχρέωση των τραπεζών να επιτύχουν τους στόχους, σε συνδυασμό με το νέο θεσμικό πλαίσιο που συνδέεται, μεταξύ άλλων, με τη δημιουργία δευτερογενούς αγοράς μη εξυπηρετούμενων δανείων, την επίσπευση των δικαστικών διαδικασιών και την ευκολία ρευστοποίησης των εγγυήσεων από τις τράπεζες, εκτιμάται ότι θα συμβάλει θετικά στη σταδιακή υποχώρηση του ποσοστού των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Σε κάθε περίπτωση, είναι απαραίτητη η συνέχιση της συντηρητικής πολιτικής των τραπεζών όσον αφορά το σχηματισμό προβλέψεων, καθώς και η διατήρηση του δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας σε επίπεδ αρκούντως υψηλότερα των ελαχίστων που καθορίζουν οι εποπτικοί κανόνες.
Αναφορικά με την αγορά ιδιωτικής ασφάλισης, κύριο χαρακτηριστικό της ήταν οι προσπάθειες των εταιριών να προσαρμόσουν τα συστήματα διακυβέρνησης και τις υποδομές τους στις απαιτήσεις του νέου πλαισίου λειτουργίας και εποπτείας των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, γνωστού ως “Φερεγγυότητα ΙΙ”, το οποίο τέθηκε ήδη σε ισχύ από τις αρχές του 2016.
Α’ αξιολόγηση
Ο ρυθμός μεταβολής του πραγματικού ΑΕΠ εκτιμάται ότι τουλάχιστον το πρώτο εξάμηνο του έτους θα είναι αρνητικός, κυρίως λόγω της μεταφερόμενης επίδρασης από το 2015. Όπως όμως έχει ήδη αναφερθεί, υπάρχουν οι αντι κειμενικές προϋποθέσεις για την ανακοπή της ύφεσης και την προσέγγιση θετικών ρυθμών από το δεύτερο εξάμηνο του έτους.
Ωστόσο, για να συμβεί αυτό, πρέπει να συντρέξουν μια σειρά δράσεις που θα αποτρέψουν τους κινδύνους και θα ενισχύσουν την προοπτική ανάκαμψης που είναι εφικτή. Πρώτο και κρίσιμο για τις μελλοντικές εξελίξεις βήμα είναι η επιτυχής ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης του προγράμματος, η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη. Αυτό απαιτεί – σε πρώτη φάση – την ολοκλήρωση της μεταρρύθμισης του ασφαλιστικού συστήματος και την ευθυγράμμιση της φορολογίας του αγροτικού εισοδήματος.
Οι δράσεις αυτές δεν αποτελούν απλώς προαπαιτούμενα για την αξιολόγηση του προγράμματος. Είναι απαραίτητες για να εξασφαλίσουν την ασφαλιστική και δημοσιονομική βιωσιμότητα και για να αποκαταστήσουν την κοινωνική και φορολογική δικαιοσύνη μεταξύ γενεών και ομάδων φορολογουμένων.
Κίνδυνοι και αβεβαιότητες
Σύμφωνα με την ΤτΕ, Η πρόβλεψη για ανάκαμψη από το δεύτερο εξάμηνο του έτους χαρακτηρίζεται επί του παρόντος από υψηλό βαθμό αβεβαιότητας, η οποία στο εσωτερικό αντανακλά κυρίως την αβεβαιότητα για την έκβαση της πρώτης αξιολόγησης, η οποία έχει ήδη καθυστερήσει. Αν υπάρξει δυσμενής εξέλιξη στο ζήτημα αυτό ή ακόμη και αν συνεχιστεί η καθυστέρηση επί μακρόν, τότε οι ευνοϊκές προοπτικές που επισημάνθηκαν θα αποδυναμωθούν και, στη χειρότερη περίπτωση, θα εξανεμιστούν.
Σε μια τέτοια περίπτωση, η οικονομία θα αποσταθεροποιηθεί εκ νέου, οι χρηματοδοτικές συνθήκες θα χειροτερέψουν, η ύφεση θα οξυνθεί και θα επανεμφανιστούν σοβαρά αδιέξοδα ανάλογα εκείνων του καλοκαιριού του 2015.
Μια δεύτερη κατηγορία αβεβαιοτήτων και κινδύνων συναρτάται με το μεγάλο πρόβλημα της εισροής προσφύγων-μεταναστών και ο τρόπος με τον οποίο θα το αντιμετωπίσει η Ελλάδα, κυρίως όμως η Ευρωπαϊκή Ένωση στο σύνολό της. Αν αποτύχουμε ως χώρα να συντονιστούμε με τις ευρωπαϊκές επιλογές και δεν προχωρήσουμε σύντομα στην υλοποίηση όσων έχουμε αναλάβει, δεν μπορεί να προβλεφθεί με βεβαιότητα η ευρωπαϊκή αντίδραση.
Από την άλλη πλευρά, προσθέτει η ΤτΕ δεν μπορεί επίσης να προβλεφθεί η στάση κρατών-μελών της ΕΕ ακόμη και αν η Ελλάδα εκπληρώσει στο ακέραιο τις δικές της υποχρεώσεις. Σε κάθε περίπτωση πάντως, το ενδεχόμενο επιβολής περιορισμών στην ελεύθερη κίνηση ανθρώπων και εμπορευμάτων δεν μπορεί να αποκλειστεί και, αν συμβεί, οι επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία θα είναι βαριές:
- Πρώτον, άμεσα ορατές θα είναι οι αρνητικές επιπτώσεις στον ελληνικό τουρισμό από την καθυστέρηση ή ενδεχομένως αποτυχία στην αποτελεσματική διαχείριση του προσφυγικού ζητήματος σε συνδυασμό με τις συνεχιζόμενες αφίξεις νέων προσφύγων που αναμένεται να ενταθούν τους προσεχείς μήνες.
- Δεύτερον, το ενδεχόμενο εγκλωβισμού μεγάλου αριθμού προσφύγων στο εσωτερικό της χώρας απαιτεί έγκαιρο σχεδιασμό και αποτελεσματική προετοιμασία, μεταξύ άλλων και για να μη τεθεί σε κίνδυνο η κοι-νωνική συνοχή. Επιπλέον, θα αυξηθούν οι δημόσιες δαπάνες για την περίθαλψη και την προσωρινή ― ή σε ορισμένες περιπτώσεις μονιμότερη― εγκατάσταση του ολοένα αυξανόμενου αριθμού προσφύγων και μεταναστών.
- Τρίτον, θα επιβαρυνθεί σημαντικά το κόστος διακίνησης εμπορευμάτων από την Ελλάδα, με αποτέλεσμα τη μείωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητάς της.
- τέταρτον, θα αποθαρρυνθούν ξένες επενδύσεις που θα επέλεγαν την Ελλάδα ως πύλη εισόδου εμπορευμάτων στην Ευρώπη.
Η ύπαρξη αυτών των κινδύνων είναι ένας πρόσθετος λόγος που επιβάλλει την ταχεία ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης και την απρόσκοπτη συνέχιση της εφαρμογής του προγράμματος, επισημαίνει η ΤτΕ.