Skip to main content

Ο πόλεμος βαθαίνει τις πληγές στην ελληνική βιομηχανία και τον εξορυκτικό κλάδο

Της Λέττας Καλαμαρά

[email protected]

Τις πληγές του μετράει ο ελληνικός εξορυκτικός κλάδος, η μεταλλουργία και συνολικά η βιομηχανία ως αποτέλεσμα των συνεπειών του πρώτου σταδίου της εν εξελίξει κρίσης μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας που προστέθηκαν στις ήδη μεγάλες επιβαρύνσεις που επέφερε στην παραγωγή, τις μεταφορές, το ενεργειακό κόστος και τις πρώτες ύλες το φαινόμενο covid 19.

Η ύφεση απειλεί τις οικονομίες των ευρωπαϊκών κρατών και η φτώχεια τα νοικοκυριά με την Ελλάδα να συμπεριλαμβάνεται στις πλέον ευάλωτες χώρες. “Θα κλείσουν βιομηχανίες», επισημαίνουν ευθαρσώς οι ειδικοί, τονίζοντας πως ήδη η Ευρώπη έχει χάσει χιλιάδες τόνους παραγόμενων μετάλλων λόγω της παρατεταμένης ενεργειακής κρίσης αλλά και των ανισορροπιών στην προσφορά και τη ζήτηση.

Σύμφωνα με σχετικό άρθρο του ο Κωνσταντίνος Γιατζιτζόγλου, Β’ Αντιπρόεδρος του Συνδέσμου Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων τονίζει πως «κλείνουμε τον έκτο κατά σειρά μήνα που οι τιμές της ενέργειας στην ΕΕ – και μόνον στην ΕΕ –  κινούνται σε επίπεδα 300 -600% πάνω από τους μέσους όρους της τελευταίας δεκαετίας. Για την ιστορία, στις κρίσεις του ’70, ενώ η αύξηση της τιμής του πετρελαίου δεν ξεπέρασε το 100%, οι συνέπειες για την  οικονομία ήσαν βαρύτατες. Η προσπάθεια της κυβέρνησης να αντιμετωπίσει βραχυπρόθεσμα το θέμα  δαπανώντας 400 εκατομμύρια, οδηγεί – με την απλή μέθοδο των τριών – στο συμπέρασμα ότι το κόστος της κρίσης σε ετήσια βάση θα πλησιάσει τα 15 δις ευρώ». Και συμπληρώνει λέγοντας πως «η ύφεση που θα προκαλέσει αυτή η άνευ οποιουδήποτε πραγματικού ανταλλάγματος απώλεια 15 δις από την Ελληνική οικονομία, θα είναι μεγαλύτερη από εκείνη του 2009-2011».

«Σοβαρότατες ανακατατάξεις»

Ο ΣΜΕ επισημαίνει πως ο εξορυκτικός κλάδος επηρεάζεται σημαντικά από το κόστος της ενέργειας, τόσο στην εξόρυξη όσο και στην επεξεργασία των προϊόντων του. Μεταβολές αυτής της τάξεως στις τιμές θα επιφέρουν σοβαρότατες ανακατατάξεις στον παγκόσμιο χάρτη ανταγωνιστικότητας, οι οποίες -προφανώς – δεν θα είναι προς όφελος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ταυτόχρονα τίθεται σε κίνδυνο η επάρκεια κρίσιμων πρώτων υλών, η οποία  αναγνωρίζεται ως βασική προϋπόθεση τόσο για την πράσινη μετάβαση όσο και για την γεωπολιτική σταθερότητα της περιοχής. Από την άλλη πλευρά η ευρωπαϊκή «πράσινη» πολιτική αποδεικνύεται στην πράξη μετέωρη. «Σίγουρα η μείωση των εκπομπών ρύπων και η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής δεν είναι διαπραγματεύσιμα. Η προσέγγιση όμως της λύσης με ελλιπώς μελετημένες ενέργειες  μπορεί να οδηγήσει στο ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα. Το κόστος του net zero πρέπει να προσεγγισθεί ρεαλιστικά, να επικοινωνηθεί έγκαιρα και να αντιμετωπισθεί αποτελεσματικά. Σε κάθε άλλη περίπτωση η προσπάθεια θα αποτύχει, με απρόβλεπτα κακές συνέπειες», σύμφωνα με τον κ. Γιατζιτζόγλου.

Ενημέρωση επενδυτών

Στο πλαίσιο αυτό στην ενημέρωση των επενδυτών για τις επιπτώσεις της κρίσης Ρωσίας-Ουκρανίας στις δραστηριότητές τους προχωρούν οι ελληνικές εισηγμένες εταιρείες από τον εξορυκτικό κλάδο και τη βιομηχανία. Τονίζουν πως είναι νωρίς για να διατυπωθούν τελικά συμπεράσματα ωστόσο οι διοικήσεις βρίσκονται σε εγρήγορση προκειμένου να διασφαλίσουν την εφοδιαστική τους ροή.

Την προσωρινή αναστολή της θυγατρικής του στην Ουκρανία ανακοίνωσε ο όμιλος ΕΛΤΟΝ και επισημαίνει ότι δεν υπάρχει σοβαρή έκθεση της θυγατρικής στην τοπική αγορά.

Η Σίδμα Μεταλλουργική ενημερώνει πως το ποσοστό του κύκλου εργασιών που σχετιζόταν με πωλήσεις εισαγόμενων προϊόντων από τη Ρωσία και την Ουκρανία αφορούσε περί το 6,5% επί του συνόλου καθώς και περί το 6,8% επί του συνόλου των εισαγωγών της εταιρείας.

Η Σίδμα τονίζει ότι έχει μεγάλη διασπορά προμηθευτών από διάφορες χώρες ώστε να εξασφαλίζει την απρόσκοπτη συνέχεια στην εφοδιαστική της αλυσίδα.

Η Σωληνουργεία Τζιρακιάν σημειώνει πως οι εμπλεκόμενες χώρες Ουκρανία και Ρωσία αποτελούν σημαντικές πηγές παραγωγής πρώτων υλών χάλυβα τόσο για την παγκόσμια αγορά όσο και για τον εγχώριο χαλυβουργικό κλάδο. Η Τζιρακιάν δεν πραγματοποιεί πωλήσεις στις αγορές των εμπλεκομένων χωρών και επομένως δεν αναμένει άμεση απώλεια πωλήσεων.

Η «Αφοί Κορδέλου» σημειώνει πως οι εξελίξεις είναι πολύ πρόσφατες για αξιόπιστες εκτιμήσεις αναφορικά με την επίδραση τους στις οικονομικές επιδόσεις της εταιρείας. H διοίκηση βρίσκεται σε επικοινωνία με τους προμηθευτές της ώστε να μπορεί εγκαίρως να αξιολογεί τις διακυμάνσεις των τιμών και την επίπτωση στη διαθεσιμότητα των προϊόντων, ώστε να προσαρμόζει τη στρατηγική της εξισορροπώντας τους οικονομικούς δυνητικούς κινδύνους και εξασφαλίζοντας την ομαλή εξυπηρέτηση των πελατών της. Στην περίπτωση που η κρίση έχει μεγάλη διάρκεια, οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της θα επανεκτιμηθούν. Από τον κλάδο των μαρμάρων η Ικτίνος σημειώνει πως το ύψος των εμπορικών συναλλαγών με την Ρωσία αντιστοιχεί σε 0,73% του συνολικού τζίρου για το 2021, ενώ με την Ουκρανία δεν υπήρξαν εμπορικές συναλλαγές.  Για το 2022 οι  προϋπολογισθέντες εμπορικές συναλλαγές με Ρωσία – Ουκρανία, είναι τέτοιες που δεν αναμένεται να έχουν ουσιαστική επίπτωση επί του κύκλου εργασιών, των αποτελεσμάτων και της οικονομικής θέσης της εταιρίας.   

Οικονομικές Εξαρτήσεις

Πρόκειται για ένα ντόμινο που αφορά πλήθος κλάδων και όχι μόνο τον εξορυκτικό. Οι αναλυτές τονίζουν πως η παρούσα κρίση μπορεί να μετατρέψει την κρίση φυσικού αερίου σε μια μονιμότερη πληθωριστική πίεση στις πρώτες ύλες και τα βασικά αγαθά. Η ένταση από το νέο σοκ στην ευρωπαϊκή οικονομία επηρεάζεται από τη διάρκεια των πολεμικών επιχειρήσεων, την ευστάθεια του νέου status quo που θα προκύψει, την κλιμάκωση των κυρώσεων έναντι της ρωσικής οικονομίας, και την επίπτωση των κρατικών δαπανών των ευρωπαϊκών χωρών -για τη χρηματοδότηση της ενεργειακής κρίσης- επί της δημοσιονομικής τους ισορροπίας, η οποία έχει ήδη διαταρχθεί λόγω της πανδημίας.  

Η Ρωσία είναι ένας από τους μεγαλύτερους προμηθευτές στον κόσμο πολλών βασικών μετάλλων, που χρησιμοποιούνται στην κατασκευή αυτοκινήτων σε όλο τον κόσμο. Φιλοξενεί επίσης μεγάλη παραγωγική βάση, η οποία περιλαμβάνει σειρά από εργοστάσια που ανήκουν σε ξένους κατασκευαστές. Πολλά από αυτά τα εργοστάσια συναρμολόγησης θα μπορούσαν να έχουν πρόβλημα να συνεχίσουν να λειτουργούν όσο επιβάλλονται κυρώσεις, σύμφωνα με αναλυτές του κλάδου. Υπό τις παρούσες συνθήκες προδιαγράφεται ραγδαία αύξηση ενεργειακού κόστους, παράλληλα με αύξηση τιμών των τελικών προϊόντων αλλά και αύξηση ελλείψεων προϊόντων λόγω ανατροπών στην εφοδιαστική αλυσίδα αλλά και αύξηση των πληθωριστικών πιέσεων.

Καθώς η ζήτηση αυξάνεται, τυχόν περαιτέρω διαταραχές της προσφοράς θα ήταν μεγάλο πλήγμα για τους κατασκευαστές που ήδη πληρώνουν υψηλές τιμές για να αποκτήσουν μέταλλα χρήσιμα για την κατασκευή πλήθους προϊόντων που χρησιμοποιούνται για καθημερινή χρήση, από κουτιά μπύρας μέχρι iPhone και αυτοκίνητα, επομένως ο αντίκτυπος θα είναι ευρέως αισθητός.

Εκτός από το αλουμίνιο, χρυσός, κοβάλτιο, χαλκός, νικέλιο μπαίνουν στη λίστα των μετάλλων για τα οποία θεωρείται ως βέβαιη η εκτόξευση των τιμών τους. To αλουμίνιο καταγράφει ράλι τιμών στα 3.330 δολ./τόνος και το νικέλιο κοστολογείται στο υψηλότερο σημείο που είχε να βρεθεί από το 2011. Τα πολύτιμα μέταλλα, όπως ο χρυσός, καθώς και αυτά που χρησιμοποιούνται σε βιομηχανίες αναμένεται να πληγούν σκληρά από τη σύγκρουση Ρωσίας-Ουκρανίας. Το παλλάδιο, το οποίο χρησιμοποιείται εκτενώς σε συστήματα εξάτμισης αυτοκινήτων και σε άλλες τεχνολογίες, όπως τα smartphones, γίνεται όλο και πιο δαπανηρό μέρα με τη μέρα.

 

«Αδειάζουν» οι αποθηκευτικοί χώροι φυσικού αερίου

Η ζήτηση για το φυσικό αέριο αναμένεται να είναι υψηλή αλλά πλέον στην Ευρώπη οι τιμές του φυσικού αερίου έχουν ανέλθει σε ιστορικά υψηλά επίπεδα. Από το 2011 το ποσοστό κάλυψης των αποθηκευτικών χώρων φυσικού αερίου προσέγγιζε το μέγιστο επίπεδο (84%-98%), το διάστημα περί τα τέλη Οκτωβρίου με αρχές Νοεμβρίου κάθε έτους. Το 2021 το μέγιστο ποσοστό έφτασε μόλις στο 77%, δημιουργώντας ανησυχίες σχετικά με την επάρκεια κάλυψης των αναγκών σε φυσικό αέριο. Το Φεβρουάριο 2022 το ποσοστό κάλυψης των αποθηκευτικών χώρων φυσικού αερίου στην Ευρώπη είχε υποχωρήσει περίπου στο 30%.

Από το σύνολο των αποθεμάτων, το 23% βρίσκεται στην Ιταλία, το 22% στην Γερμανία, ενώ ακολουθούν η Ολλανδία και η Γαλλία με 9% και οι δύο. Αναφορικά με ο βαθμό εξάρτησης των ευρωπαϊκών κρατών από τις ρωσικές εισαγωγές φυσικού αερίου οι αναλυτές τονίζουν ότι, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, το 2020 οι συνολικές εισαγωγές φυσικού αερίου στην Ευρωπαϊκή Ένωση (συμπεριλαμβανομένων των ενδοκοινοτικών εισαγωγών) διαμορφώθηκαν σε περίπου 401 δισ. κυβικά μέτρα, με το 38% εξ αυτών να προέρχονται από την Ρωσία. Η Τσεχία και η Λετονία εισήγαγαν από την Ρωσία το σύνολο των αναγκών τους σε φυσικό αέριο, ακολουθούμενες από την Ουγγαρία (95%), την Σλοβακία (85%) και την Βουλγαρία (75%). Αντίθετα, η Δανία, η Κροατία, η Μάλτα, η Αυστρία και η Ιρλανδία είχαν μηδενικές εισαγωγές φυσικού αερίου από την Ρωσία. Αξίζει να σημειωθούν τα μεγέθη για τις δύο μεγαλύτερες οικονομίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Γερμανία εισήγαγε, το 2020, περίπου 80,4 δισ. κυβικά μέτρα φυσικού αερίου – η οποία είναι η μεγαλύτερη εισαγόμενη ποσότητα μεταξύ των κρατών-μελών, αντιπροσωπεύοντας το 20% των συνολικών εισαγωγών της Ευρωπαϊκής Ένωσης – με το 65% να προέρχεται από την Ρωσία. Αντίθετα, η Γαλλία, η οποία βασίζεται σε σημαντικό βαθμό στην πυρηνική ενέργεια για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, εισήγαγε μόλις 46,3 δισ. κυβικά μέτρα, με το 17% να προέρχεται από την Ρωσία.

Και τίθεται το ερώτημα σε ποιο βαθμό οι ρωσικές εισαγωγές μπορούν να υποκατασταθούν από εισαγωγές φυσικού αερίου σε υγροποιημένη μορφή (LNG) και σε ποιο κόστος αυτό θα γίνει είναι ερωτήματα τα οποία δεν μπορούν να απαντηθούν με βεβαιότητα.

Το 2020 οι μεγαλύτεροι εισαγωγείς LNG στην Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν το Κατάρ, οι ΗΠΑ, η Ρωσία, η Νιγηρία και η Αλγερία. είναι σαφές ότι σε ενδεχόμενη κλιμάκωση των εν εξελίξει στρατιωτικών συγκρούσεων μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, ακόμα και εάν η τροφοδοσία φυσικού αερίου μέσω των αγωγών συνεχιστεί απρόσκοπτα, οι τιμές του φυσικού αερίου και του πετρελαίου (η Ρωσία μαζί με τις ΗΠΑ και την Σαουδική Αραβία είναι οι μεγαλύτεροι εξαγωγείς πετρελαίου παγκοσμίως) αναμένεται να καταγράψουν, βραχυπρόθεσμα, μεγάλη άνοδο. Η εξέλιξη αυτή θα ήταν ιδιαίτερα αρνητική για τα κράτημέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επιπλέον, θα προκαλούνταν περαιτέρω αύξηση του ενεργειακού κόστους, αφενός συμπιέζοντας το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και αφετέρου αυξάνοντας το κόστος παραγωγής για τις επιχειρήσεις. Αποτέλεσμα αυτών θα ήταν να ενταθούν οι πληθωριστικές πιέσεις σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, υποχρεώνοντας, ενδεχομένως, τις εθνικές κυβερνήσεις να λάβουν μέτρα στήριξης των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, με τις οικονομικές πληγές και κατά συνέπεια τις κοινωνικές πληγές να γίνονται βαθύτερες.