Από την έντυπη έκδοση
Του Στέλιου Παπαπέτρου
[email protected]
Ολική είναι η ανατροπή που επήλθε στο πεδίο των συλλογικών συμβάσεων την περίοδο μετά το 2012, καθώς μέσα σε έξι έτη, συμπεριλαμβανομένου και του πρώτου διμήνου του 2017, έχουν υπογραφεί αθροιστικά 2.464 επιχειρησιακές συμβάσεις εργασίας έναντι μόνο 113 κλαδικών και 38 τοπικών ομοιοεπαγγελματικών. Επισημαίνεται ότι την περίοδο 2011-2012 υπάρχει έντονη νομοπαραγωγική δραστηριότητα που αφορά σε μεγάλο βαθμό τη θεσμοθέτηση νέων κανόνων και διαρθρωτικών παρεμβάσεων στην αγορά εργασίας και το δίκαιο των συλλογικών διαπραγματεύσεων.
Ένα ιδιαίτερα σημαντικό μέρος αυτών των «διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων» αφορούσε τους όρους λειτουργίας της αγοράς εργασίας του ιδιωτικού τομέα και ειδικότερα το πεδίο των ατομικών και συλλογικών εργασιακών σχέσεων, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί μέσω της εργατικής νομοθεσίας, της νομολογίας και των συλλογικών συμβάσεων εργασίας όλα τα προηγούμενα έτη.
Αυτή η ταχύτατη αλλαγή στο πεδίο των συλλογικών διαπραγματεύσεων αποτυπώνεται με έμφαση στα στοιχεία του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (ΣΕΠΕ), στο οποίο κατατίθενται οι συλλογικές συμβάσεις κάθε είδους που έχουν συναφθεί μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων. Ουσιαστικά είναι η περίοδος κατά την οποία θεσμοθετείται, μεταξύ άλλων, και η υπερίσχυση των επιχειρησιακών συμβάσεων έναντι των κλαδικών συμβάσεων εργασίας.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ κατά το έτος 2011 έχουμε τη σύναψη 38 κλαδικών συμβάσεων και 131 επιχειρησιακών, μόλις έναν χρόνο αργότερα, το 2012, όταν ολοκληρώνονται οι νομοθετικές παρεμβάσεις του δευτέρου μνημονίου, κατατίθενται στο ΣΕΠΕ μόνο 23 κλαδικές συμβάσεις, ενώ αντίστοιχα ο αριθμός των επιχειρησιακών συμβάσεων εργασίας εκτινάσσεται στις 976 συμβάσεις.
Υπερίσχυση της κλαδικής
Υπενθυμίζεται ότι το φθινόπωρο του 2011 με το άρθρο 37, παρ. 5 του ν. 4024/11, ορίζεται ότι «Όσο διαρκεί η εφαρμογή του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής η επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας υπερισχύει σε περίπτωση Συρροής με κλαδική συλλογική σύμβαση εργασίας».
Έτσι, μετά το 2012 έχοντας διαμορφωθεί ένα εντελώς διαφορετικό πλαίσιο συλλογικών διαπραγματεύσεων, οι επιχειρησιακές συμβάσεις αποκτούν πλέον την πρωτοκαθεδρία έναντι των κλαδικών και είναι η κυρίαρχη μορφή συλλογικής σύμβασης εργασίας μέχρι σήμερα.
Παράλληλα κατά τη διάρκεια των ετών μετά το 2012, σύμφωνα πάντα με τα στοιχεία του ΣΕΠΕ, οι τοπικές ομοιοεπαγγελματικές συμβάσεις εργασίας αποτελούν πλέον είδος «υπό εξαφάνιση» καθώς φέτος υπεγράφη μόνο μία, ενώ και πέρυσι σε όλη τη διάρκεια του έτους είχε συναφθεί μόνο μία τοπική ομοιοεπαγγελματική συλλογική σύμβαση εργασίας. Συνεπώς η ιδιαίτερη έμφαση που δόθηκε με τις προηγούμενες ρυθμίσεις ήταν η αλλαγή του ελληνικού προτύπου διαμόρφωσης των όρων αμοιβής και συνθηκών εργασίας, με αποκέντρωση από το επίπεδο του κλάδου, στο επίπεδο της επιχείρησης.
Εδώ ακριβώς εντοπίζεται και το μείζον θέμα των διαπραγματεύσεων για τα εργασιακά μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και των εκπροσώπων των θεσμών στο πλαίσιο της δεύτερης αξιολόγησης, καθώς η αλλαγή αυτού του μοντέλου που θεσμοθετήθηκε μετά το 2010 χαρακτηρίζεται από τους εκπροσώπους των πιστωτών και κυρίως από το ΔΝΤ ως «δομικό στοιχείο των μεταρρυθμίσεων» της αγοράς εργασίας στην Ελλάδα.
Ο ρόλος του ΟΜΕΔ
Η αλλαγή του μοντέλου των συλλογικών διαπραγματεύσεων μετά την περίοδο 2010-2012 επηρέασε και τη λειτουργία του Οργανισμού Μεσολάβησης Διαιτησίας (ΟΜΕΔ), καθώς με το άρθρο 3 της ΠΥΣ 6/2012 είχε ορισθεί ότι «η προσφυγή στη διαιτησία προϋποθέτει σε κάθε περίπτωση συμφωνία και των δύο μερών», δηλαδή των εκπροσώπων εργοδοτών – εργαζομένων. Το γεγονός αυτό, μαζί με τις προαναφερόμενες μεταρρυθμίσεις του δικαίου των συλλογικών διαπραγματεύσεων είχε ως αποτέλεσμα την αλλαγή της όλης φιλοσοφίας πάνω στην οποία οικοδομήθηκε τα τελευταία τουλάχιστον 20 χρόνια το σύστημα των συλλογικών διαπραγματεύσεων στη χώρα μας. Μιας συμφωνίας η οποία είχε αποτυπωθεί με τη διακομματική και κατόπιν κοινωνικής συμφωνίας εργοδοτών και εργαζομένων ψήφιση του Ν. 1876/90 περί «ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων».
Από τα στοιχεία του ΣΕΠΕ και του υπουργείου Εργασίας προκύπτει ότι μετά τη νομοθετική παρέμβαση του Φεβρουαρίου του 2012 για τη λειτουργία και τις προϋποθέσεις προσφυγής στον ΟΜΕΔ η εικόνα είναι η εξής: το 2013 δεν έγινε καμία απολύτως προσφυγή στη διαιτησία, το 2014 υπήρξαν δύο προσφυγές, ενώ μετά το 2015 η εικόνα που παρουσιάζεται είναι διαφορετική καθώς τη χρονιά εκείνη με απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας είχε κριθεί, μεταξύ και άλλων μνημονιακών παρεμβάσεων, ως αντισυνταγματική η κατάργηση της μονομερούς προσφυγής στον ΟΜΕΔ. Έτσι, από τον Ιούνιο του 2015 και εφεξής διαπιστώνεται μία αύξηση των προσφυγών στον ΟΜΕΔ.
Επίσης, αξίζει να επισημάνουμε πως σύμφωνα με την έκθεση του απολογισμού του έργου του ΟΜΕΔ για την περίοδο 1992-2010 τα δεδομένα είναι τα εξής: με τη διαδικασία της μεσολάβησης έχουν υπογραφεί 1.120 ΣΣΕ (που αντιστοιχούν στο 20%) επί του συνόλου των 5.553 ΣΣΕ και έχουν εκδοθεί μόνο 997 Διαιτητικές Αποφάσεις, δηλαδή ποσοστό μόλις 14,7% στο σύνολο των 6.971 συλλογικών ρυθμίσεων (ΣΣΕ και ΔΑ) της περιόδου αναφοράς.