Από την έντυπη έκδοση
Η αποζημίωση που παρέχεται οικειοθελώς από τον εργοδότη για την κατόπιν συμφωνίας με τον μισθωτό λύση και κατάργηση της σύμβασης εργασίας, εφόσον καταβάλλεται εφάπαξ και εξαιτίας της διακοπής της σχέσεως εργασίας, φορολογείται αυτοτελώς.
Όπως επισημαίνεται σε διευκρινιστική εγκύκλιο (υπ’ αριθμ. Ε.2212/ 17.11.2021) της ΑΑΔΕ, κάθε εφάπαξ αποζημίωση που παρέχεται από οποιονδήποτε φορέα και για οποιονδήποτε λόγο διακοπής της σχέσεως εργασίας ή άλλης σύμβασης, η οποία συνδέει τον φορέα με τον δικαιούχο της αποζημίωσης, φορολογείται αυτοτελώς. Ο φόρος, μάλιστα, επιβάλλεται για ποσό άνω των 60.000 ευρώ και υπολογίζεται ως εξής:
* για ποσό αποζημίωσης από60.000,01 έως 100.000 ευρώ με συντελεστή 10%,
* για ποσό αποζημίωσης από 100.000,01 έως 150.000 ευρώ με συντελεστή 20% και
* για ποσό αποζημίωσης άνω των 150.000 ευρώ με συντελεστή 30%.
Με βάση την ερμηνεία του νόμου, στο πεδίο εφαρμογής του ανωτέρω καθεστώτος περιλαμβάνεται κάθε αποζημίωση που καταβάλλεται εφάπαξ για οποιονδήποτε λόγο διακοπής της σχέσεως εργασίας ή άλλης σύμβασης, χωρίς να τίθεται ως προϋπόθεση η καταβολή της αποζημίωσης λόγω μονομερούς καταγγελίας της σχέσης εργασίας και χωρίς να απαιτείται να πληρούνται ειδικότερες προϋποθέσεις που τυχόν τίθενται από την εργατική νομοθεσία για τη θεμελίωση της υποχρέωσης καταβολής αποζημίωσης από τον εργοδότη. Αυτό ουσιαστικά σημαίνει ότι στην έννοια της αποζημίωσης που φορολογείται με το ισχύον ειδικό καθεστώς (διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 15 του ΚΦΕ) εντάσσεται και η αποζημίωση που παρέχεται οικειοθελώς από τον εργοδότη για την κατόπιν συμφωνίας με τον μισθωτό λύση και κατάργηση της σύμβασης εργασίας, εφόσον καταβάλλεται εφάπαξ και εξαιτίας της διακοπής της σχέσεως εργασίας.