Skip to main content

Ο δεκάλογος της ΤτΕ για την ελληνική οικονομία

Από την έντυπη έκδοση

Του Θάνου Τσίρου
[email protected]

Τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων (απαραίτητη για την επιστροφή της Ελλάδας στις αγορές), αλλά και τη διατήρηση ρυθμού ανάπτυξης άνω του 2% τουλάχιστον για την επόμενη διετία θέτει ως βασικές προϋποθέσεις η Τράπεζα της Ελλάδας στην πρώτη μεταμνημονιακή έκθεση για τη νομισματική πολιτική, η οποία υποβλήθηκε χθες στον Πρόεδρο της Βουλής. 

«Η ασφαλέστερη ένδειξη ότι η οικονομία έχει ξεπεράσει την κρίση θα είναι η διατηρήσιμη επιστροφή του ελληνικού Δημοσίου στις διεθνείς αγορές» αναφέρει ο διοικητής της ΤτΕ Γιάννης Στουρνάρας, προσθέτοντας ότι το υψηλό κόστος δανεισμού, όχι μόνο για το Δημόσιο, αλλά και για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, αποτελεί σαφή ένδειξη ότι η οικονομία δεν έχει επιστρέψει στην κανονικότητα. 

Ο διοικητής της ΤτΕ καταθέτει 10 προτάσεις για την οικονομία και ζητεί, μεταξύ άλλων, αλλαγή του δημοσιονομικού μίγματος με μείωση φόρων, αλλά και λελογισμένη αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού βάσει της παραγωγικότητας της εργασίας. Ζητεί επίσης να μην ανατραπούν συμφωνημένες πολιτικές και «να αντιμετωπιστούν δικαστικές αποφάσεις που ανατρέπουν ψηφισμένα μέτρα και θέτουν σε κίνδυνο τους δημοσιονομικούς στόχους». 

Ο διοικητής της ΤτΕ υποστηρίζει ότι η «μη εφαρμογή των θεσμοθετημένων περικοπών στις συντάξεις σε συνδυασμό με τις αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας δρουν επιβαρυντικά στην ανάλυση βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους, οδηγώντας σε αύξηση της συνταξιοδοτικής δαπάνης». Χαρακτηρίζει ικανοποιητική την κεφαλαιακή επάρκεια του τραπεζικού συστήματος, ενώ ζητεί «πιο φιλόδοξες λύσεις για την ταχύτερη αποκλιμάκωση του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων», όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά.  

Οι 10 προτάσεις που καταθέτει ο διοικητής της ΤτΕ μέσω της ενδιάμεσης έκθεσης νομισματικής πολιτικής είναι οι εξής: 

1 Μείωση του υψηλού αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων, το οποίο «ασκεί αρνητική επίδραση στην προσφορά πιστώσεων, δεσμεύοντας τραπεζικά κεφάλαια και χρηματοδοτικούς πόρους σε μη παραγωγικές τοποθετήσεις». Ο κ. Στουρνάρας επαναφέρει την πρότασή του για τη δημιουργία εταιρείας ειδικού σκοπού, εκτιμώντας ότι «θα πρέπει να εξεταστούν και πρόσθετες, πέραν των προσπαθειών των ίδιων των τραπεζών, συστημικές λύσεις». 

2 Αλλαγή στο μίγμα της δημοσιονομικής πολιτικής. Η υπερβολική εξάρτηση της δημοσιονομικής προσαρμογής από τους φόρους συνιστά αντικίνητρο τόσο για την εργασία όσο και για τις επενδύσεις, διογκώνοντας παράλληλα και την παραοικονομία. Επίσης, η υποεκτέλεση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων τα δύο τελευταία χρόνια επηρεάζει το ύψος των επενδύσεων σε υποδομές και τη μεσοπρόθεσμη αναπτυξιακή δυναμική. Αντίθετα, θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη βαρύτητα στην υλοποίηση εκείνων των μεταρρυθμίσεων που θα επιτρέψουν την αναδιάταξη του δημοσιονομικού μίγματος προς την κατεύθυνση της μείωσης των φορολογικών συντελεστών και της ανακατανομής της δημόσιας δαπάνης προς εκείνες τις κατηγορίες που επιφέρουν μόνιμο αναπτυξιακό αποτέλεσμα. 

3 Υλοποίηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, προκειμένου να διαφυλαχθούν τα έως τώρα δημοσιονομικά επιτεύγματα και να ενισχυθεί η αξιοπιστία της ασκούμενης πολιτικής η οποία αντανακλάται στη διεθνή πιστοληπτική ικανότητα της χώρας. Ο κ. Στουρνάρας στέκεται στην αναγκαιότητα για έγκαιρη ολοκλήρωση των δεσμεύσεων που έχουν αναληφθεί, προκειμένου να καταστεί δυνατή η επιστροφή των κερδών από τα ελληνικά κρατικά ομόλογα που έχει στην κατοχή του το Ευρωσύστημα (SMP και ANFA). «Κάτι τέτοιο θα έχει θετική επίδραση στην προσπάθεια για την έξοδο της χώρας στις αγορές. Η τυχόν ανατροπή συμφωνημένων πολιτικών λειτουργεί προς την αντίθετη ακριβώς κατεύθυνση» αναφέρεται χαρακτηριστικά. 

4 Επιτάχυνση της υλοποίησης των ιδιωτικοποιήσεων, ειδικά αυτών με υψηλή συμβολική σημασία και αναπτυξιακό αποτέλεσμα (όπως της αξιοποίησης του πρώην αεροδρομίου του Ελληνικού). Κάτι τέτοιο θα έχει θετική επίδραση στη συνολική επενδυτική δαπάνη.

5 Προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων, καθώς οι εγχώριες αποταμιεύσεις δεν επαρκούν για την κάλυψη των επενδυτικών αναγκών της ελληνικής οικονομίας. Ως εκ τούτου, πρέπει να δοθεί έμφαση στις πολιτικές που θα καταστήσουν περισσότερο ελκυστική την πραγματοποίηση επενδύσεων στη χώρα. Συγκεκριμένα, αυτές είναι η μείωση των φορολογικών επιβαρύνσεων, η αύξηση της αποτελεσματικότητας της δημόσιας διοίκησης και η μείωση της γραφειοκρατίας.

6 Επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης,  ασφάλεια δικαίου, σαφήνεια και σταθερότητα του νομικού πλαισίου αποτελούν θεμελιώδεις προϋποθέσεις για την ενίσχυση του περί δικαίου αισθήματος των πολιτών, τη βελτίωση του επενδυτικού κλίματος και την επιτάχυνση της οικονομικής ανάπτυξης. 

7 Ενδυνάμωση του τριγώνου της γνώσης (εκπαίδευση, έρευνα, καινοτομία) και ενθάρρυνση της στενής συνεργασίας επιχειρήσεων και ερευνητικών κέντρων. Η συστηματική χρήση καινοτόμων τεχνολογιών και η αξιοποίηση του ανθρώπινου κεφαλαίου σε εμπορεύσιμους κλάδους δραστηριότητας μπορούν να συμβάλουν στον μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας προς ένα νέο παραγωγικό πρότυπο βασισμένο στη γνώση και στις εξαγωγές. 

8 Ενίσχυση της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας. Κάτι τέτοιο απαιτεί τη συνέχιση της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας, ιδιαίτερα στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών. Υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι η ενίσχυση της εξωστρέφειας τομέων της οικονομίας την τελευταία τριετία συνδέεται άμεσα με άνοδο της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών και με τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που έλαβαν χώρα τα προηγούμενα χρόνια.

9 Διατήρηση της ευελιξίας της αγοράς εργασίας. Η οικονομία βρίσκεται σε μία περίοδο που η ανάκαμψη, αν και έχει ξεκινήσει, δεν έχει ακόμη αποκτήσει ισχυρά θεμέλια μέσα από εύρωστους ρυθμούς ανάπτυξης και αύξησης της απασχόλησης. Κατά συνέπεια, κάθε ρυθμιστική παρέμβαση για την προστασία των εργαζομένων πρέπει να διαφυλάσσει την ευελιξία της αγοράς εργασίας, καθώς και τα οφέλη της επίπονης ευρύτερης μεταρρυθμιστικής προσπάθειας της περιόδου 2010-2017. 

10 Η υπό διαβούλευση πρόταση για αύξηση των κατώτατων μισθών πρέπει να συμβαδίζει με την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, έτσι ώστε να διασφαλίσει τη διατήρηση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων και της ελληνικής οικονομίας εν γένει. Επίσης, μια αύξηση των κατώτατων μισθών πρέπει να συνοδευθεί από στοχευμένες παρεμβάσεις υπέρ εργαζομένων, επιχειρήσεων και κλάδων που αναμένεται να πληγούν περισσότερο, όπως στοχευμένες ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης ή μείωση του μη μισθολογικού κόστους της εργασίας, καθώς και από πιο αποτελεσματική εποπτεία της αγοράς εργασίας, ώστε να περιοριστούν τα περιθώρια κατάχρησης της ευελιξίας που παρέχει το παρόν ρυθμιστικό πλαίσιο και να αποτραπεί η αύξηση της παραοικονομίας.

Οι προβλέψεις για την οικονομία 

Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος, η οικονομική δραστηριότητα εκτιμάται ότι θα αυξηθεί κατά 2,1% το 2018, 2,3% το 2019 και 2,2% το 2020. Η εξέλιξη αυτή εκτιμάται ότι θα στηριχθεί στις επιχειρηματικές επενδύσεις, στις εξαγωγές, αλλά και στην άνοδο της ιδιωτικής κατανάλωσης. Ειδικότερα: 

  • Η ιδιωτική κατανάλωση εκτιμάται ότι θα έχει θετική συμβολή στην οικονομική δραστηριότητα, στηριζόμενη στην αύξηση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος, η οποία θα τροφοδοτηθεί από τη σταδιακή άνοδο των αμοιβών ανά απασχολούμενο, καθώς και από τη συνεχιζόμενη αύξηση της απασχόλησης. Η ιδιωτική κατανάλωση προβλέπεται να αυξηθεί κατά 1,3% το 2019 και κατά 1,1% το 2020, ενώ για το 2018 προβλέπεται κλείσιμο της χρονιάς στο 1,1%.
  •  Οι επενδύσεις αναμένεται να αυξηθούν, ιδιαίτερα από το 2019 και έπειτα, σε συνάρτηση με την ενίσχυση της εμπιστοσύνης και τη σταδιακή αποκατάσταση της χρηματοδότησης του ιδιωτικού τομέα. Για τις επενδύσεις παγίου κεφαλαίου, η ΤτΕ προβλέπει αύξηση 9,2% για το 2019 και 8,5% για το 2020 από άνοδο 3,8% το 2018. 
  •  Οι εξαγωγές αγαθών, υποβοηθούμενες από τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, εκτιμάται ότι θα συνεχίσουν να αυξάνονται με υψηλούς, αν και επιβραδυνόμενους, ρυθμούς τα επόμενα δύο χρόνια, εξαιτίας της επιβράδυνσης της παγκόσμιας ανάπτυξης λόγω του εντεινόμενου εμπορικού προστατευτισμού και της αύξησης των επιτοκίων στις διεθνείς αγορές. Συνολικά για τις εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών, προβλέπεται αύξηση 5,4% για το 2019 και 4,9% για το 2020 από άνοδο 8,1% το 2018. 
  •  Άνοδο αναμένεται ότι θα σημειώσουν και οι εισαγωγές. Για το 2019 αναμένεται αύξηση 4,9% και για το 2020 4,4%, ενώ ο ρυθμός του 2018 ήταν 5,3%. 
  •  Η απασχόληση αναμένεται να συνεχίσει να αυξάνεται, στηριζόμενη κυρίως στη θετική πορεία επιμέρους τομέων της οικονομικής δραστηριότητας όπως ο τουρισμός, το εμπόριο και η μεταποίηση, συμβάλλοντας στην περαιτέρω υποχώρηση του ποσοστού ανεργίας. Για το 2019 προβλέπεται αύξηση 2% στην απασχόληση, ποσοστό αντίστοιχο και για το 2020. Όσον αφορά την ανεργία, προβλέπεται μείωση στο 18,2% για το 2019 και στο 16,8% για το 2020. 
  •  Ο εναρμονισμένος δείκτης τιμών καταναλωτή εκτιμάται ότι θα σημειώσει διακυμάνσεις, επηρεαζόμενος από εξωγενείς παράγοντες, όπως οι διεθνείς τιμές του πετρελαίου. Ο πυρήνας του πληθωρισμού αναμένεται ότι θα ακολουθήσει ανοδική πορεία, κυρίως λόγω της ενίσχυσης της εγχώριας ζήτησης, αλλά και της ήπιας αύξησης του μοναδιαίου κόστους εργασίας. Η αύξηση του πληθωρισμού εκτιμάται στο 1,1% για το 2019 και στο 0,9% για το 2020. 

Οι προβλέψεις για τις αμοιβές 

Για το 2019, η Τράπεζα της Ελλάδας προβλέπει ότι οι αμοιβές εξαρτημένης εργασίας θα αυξηθούν σε ποσοστό 2,3% έναντι 3,6% που είναι ο αντίστοιχος εκτιμώμενος ρυθμός για το σύνολο της φετινής χρονιάς. Οι αμοιβές εξαρτημένης εργασίας ανά μισθωτό εκτιμάται ότι θα αυξηθούν σε ποσοστό 0,1% (από 1,2% το 2018), ενώ το κόστος εργασίας ανά μονάδα εργασίας για το σύνολο της οικονομίας εκτιμάται ότι θα μειωθεί κατά 0,2%, ενώ το 2018 είχε παρουσιάσει αύξηση της τάξεως του 1,1%. Η παραγωγικότητα της εργασίας εκτιμάται ότι θα είναι οριακά θετική για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά, με αποτέλεσμα να αυξηθεί κατά 0,3% έναντι 0,2% το 2018, που ήταν και το πρώτο έτος κατά τη διάρκεια της κρίσης κατά το οποίο παρατηρήθηκε αύξηση στην παραγωγικότητα της εργασίας.