Skip to main content

Πολλαπλοί κίνδυνοι για την οικονομία από την καθυστέρηση στην αξιολόγηση

Από την έντυπη έκδοση 

Του Θάνου Τσίρου 
[email protected]

Η σημαντική καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της β’ αξιολόγησης θα είναι η πρώτη σοβαρή συνέπεια από την απόφαση της κυβέρνησης να διανείμει μονομερώς μέρος του πρωτογενούς πλεονάσματος του 2016. Ενώ μέχρι και τις αρχές Δεκεμβρίου Ευρωπαίοι αξιωματούχοι μιλούσαν για δυνατότητα επίτευξης συμφωνίας σε τεχνικό επίπεδο πριν από τις εορτές των Χριστουγέννων, τώρα αναφέρονται σε προοπτική ακόμη και μηνών. Η καθυστέρηση μηνών θα έχει πολλαπλές ορατές συνέπειες για την ελληνική οικονομία:

Θα καθυστερήσει η ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Eυρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, καθώς η ΕΚΤ έχει θέσει ως απαραίτητη προϋπόθεση για την ένταξη της Ελλάδας στο QE την ολοκλήρωση της β’ αξιολόγησης. Η ενσωμάτωση της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης έχει συνδεθεί με την προοπτική εξόδου της χώρας στις αγορές. Δεν είναι τυχαίο ότι με το που αποκαλύφθηκε η εμπλοκή στις διαπραγματεύσεις -και λόγω της 13ης σύνταξης αλλά και εξαιτίας της απαίτησης του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για λήψη νέων μέτρων- η απόδοση των ελληνικών 10ετών ομολόγων αυξήθηκε και πάλι κατά τουλάχιστον μία ποσοστιαία μονάδα, ξεπερνώντας ξανά το όριο του 7,5%.

2 Θα στερήσει από την αγορά τουλάχιστον 1,8 δισ. ευρώ σε μετρητά, ποσό που προοριζόταν για την αποπληρωμή ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου. Αυτό το ποσό, που αντιστοιχεί σε 1% του ΑΕΠ, αποτελεί τμήμα της δόσης που συνδέεται με την ολοκλήρωση της β’ αξιολόγησης συνολικού ύψους 6,2 δισ. ευρώ. Το υπουργείο Οικονομικών ρίχνει αυτή τη στιγμή στην αγορά το περίπου 1,7 δισ. ευρώ που εξασφαλίστηκε με το κλείσιμο της α’ αξιολόγησης. Τα χρήματα αυτά θα τελειώσουν μέσα στις επόμενες εβδομάδες οπότε η διαδικασία αποπληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών θα «παγώσει» έως ότου ολοκληρωθεί η β’ αξιολόγηση. Μνημονιακός στόχος ήταν οι οφειλές του Δημοσίου να μηδενιστούν έως το τέλος του πρώτου εξαμήνου του 2017. Φαίνεται όμως ότι ο στόχος έχει ήδη χαθεί καθώς προϋποθέτει την ολοκλήρωση όχι μόνο της 2ης, αλλά και αρκετών ακόμη αξιολογήσεων, για τις οποίες δεν έχει καν οριστικοποιηθεί η λίστα με τα προαπαιτούμενα. Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών, οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του Δημοσίου ανέρχονταν στο τέλος Οκτωβρίου στα 4,711 δισ. ευρώ ή στα 6,323 δισ. ευρώ αν προστεθούν και οι επιστροφές φόρου σε εκκρεμότητα που ακολουθούν ανοδική πορεία από τον περασμένο Φεβρουάριο.

3 Θα παρατείνει την αβεβαιότητα σε μια περίοδο μάλιστα που η κυβέρνηση θέλει κλίμα ηρεμίας ώστε να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για την επίτευξη του στόχου ανάπτυξης (2,7% κατά τη διάρκεια του 2017).

Με την τροπή που πήραν οι διαπραγματεύσεις και τη «φυγή» από την Αθήνα του κουαρτέτου χωρίς να υπάρξει καμία πρόοδος, το ζητούμενο σε πρώτη φάση είναι να κλείσει το «μέτωπο» που άνοιξε με τη διανομή του επιδόματος των 616 εκατ. ευρώ στους συνταξιούχους. Το οικονομικό επιτελείο θα περιμένει να πάρει στα χέρια του τα στοιχεία για την οριστική εκτέλεση του προϋπολογισμού μέσα στις πρώτες ημέρες του 2017 και ελπίζει ότι η πορεία των εσόδων του Δεκεμβρίου θα είναι τέτοια ώστε να διευρυνθεί ακόμη περισσότερο το πρωτογενές πλεόνασμα του 2016.

Στον προϋπολογισμό του 2017 έχει εγγραφεί ότι το πρωτογενές πλεόνασμα θα διαμορφωθεί στο 1%, περίπου 1,03 δισ. ευρώ πάνω από τον στόχο του 0,5% (αντιστοιχεί σε περίπου 900 εκατ. ευρώ). Από αυτό το ένα δισ. ευρώ, η κυβέρνηση δαπάνησε περί 616 εκατ. ευρώ για τη «13η σύνταξη», ενώ η επίπτωση από τη διατήρηση του ευνοϊκού καθεστώτος ΦΠΑ στα νησιά του Αιγαίου θα επιβαρύνει τον προϋπολογισμό του 2017. Έτσι, το «μαξιλάρι» έχει περιοριστεί στα 300-400 εκατ. ευρώ με τα μέχρι τώρα δεδομένα και ενώ εκκρεμεί να φανεί η πορεία των εσόδων κατά τον Δεκέμβριο. Όσο μεγαλύτερο είναι το επιπλέον πλεόνασμα, τόσο πιο ασφαλής μπορεί να αισθάνεται η κυβέρνηση εν όψει της δημοσίευσης των τελικών στοιχείων για το 2016 από την ΕΛΣΤΑΤ.

Η πρώτη σαφής εικόνα για το ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος του 2016 θα σχηματιστεί στις 21 Απριλίου του 2017 καθώς τη συγκεκριμένη ημερομηνία η Ελληνική Στατιστική Αρχή θα ανακοινώσει τα δημοσιονομικά στοιχεία για την περίοδο από το 2013 έως το 2016. Το να υπάρξει μεγάλη «διόρθωση» (είτε προς τη μία είτε προς την άλλη κατεύθυνση) σε σχέση με τα νούμερα που έχει στη διάθεσή της αυτή τη στιγμή η κυβέρνηση, δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο.

Τον περασμένο Οκτώβριο η ΕΛΣΤΑΤ -ανακοινώνοντας τη 2η και οριστική εκτίμηση για τα δημοσιονομικά στοιχεία της περιόδου 2012-2015- μείωσε το πρωτογενές πλεόνασμα του 2015 κατά 900 εκατ. ευρώ. Δημοσιονομικά, δεν υπήρξε καμία επίπτωση καθώς η χρονιά έκλεισε με πλεόνασμα 0,2% έναντι στόχου για πρωτογενές έλλειμμα 0,25%. Αν όμως επαναληφθεί αντίστοιχη διόρθωση και το 2017, τότε το πρωτογενές πλεόνασμα του 2016 είναι πιθανό να βρεθεί και κάτω από το όριο του 0,5% που είναι και ο μνημονιακός στόχος.

Με αυτά τα δεδομένα, μένει να φανεί το πώς θα εξελιχθούν οι διαπραγματεύσεις με τους θεσμούς τις επόμενες εβδομάδες για το επίμαχο θέμα. Το ζητούμενο είναι αν τα τεχνικά κλιμάκια θα αρκεστούν στα στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών ή αν θα περιμένουν τις επίσημες ανακοινώσεις της ΕΛΣΤΑΤ.

Ακόμη και αν ξεπεραστεί ο «σκόπελος» της «13ης σύνταξης», θα μένει σε εκκρεμότητα το εξαιρετικά κρίσιμο θέμα των πρωτογενών πλεονασμάτων για το 2019 και για το 2020. Πρόκειται για εκκρεμότητα η οποία δεν θα λυθεί παρά μόνο σε πολιτικό επίπεδο και αυτό διότι σε αυτή τη φάση η διαπραγμάτευση φαίνεται να βρίσκεται σε αδιέξοδο:

1 Οι ευρωπαϊκοί θεσμοί επιμένουν ότι το πρωτογενές πλεόνασμα πρέπει να διατηρηθεί στο 3,5% και μετά το 2018, με ανοικτό προς διαπραγμάτευση μόνο τη χρονική περίοδο διατήρησης του στόχου (3ετία στην πιο ελαστική για την Ελλάδα εκδοχή και 10ετία στη χειρότερη). Παρά τη διατήρηση του στόχου όμως στο 3,5%, επιθυμούν και την παραμονή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα.

2 Το ΔΝΤ δημοσίως έχει ξεκαθαρίσει ότι μπαίνει στο ελληνικό πρόγραμμα αν ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος διαμορφωθεί στο 1,5%, υπό την προϋπόθεση ότι θα υπάρξει διευθέτηση του ελληνικού χρέους (με μέτρα πέραν αυτών που προβλέπονται στο πακέτο με τις βραχυπρόθεσμες παρεμβάσεις). Αν πάλι Ελλάδα και Ευρώπη συμφωνήσουν σε πρωτογενή πλεονάσματα 3,5%, τότε το ΔΝΤ θα αξιώσει συγκεκριμένα μέτρα έως και 4,5% για την περίοδο μετά το 2019.

Η ελληνική κυβέρνηση δεν νομοθετεί επιπλέον μέτρα από τώρα για το 2019 και το μόνο που δέχεται είναι η παράταση του δημοσιονομικού κόφτη ο οποίος εκπνέει το 2018 μαζί με το 3ο μνημόνιο.

Όσο μεγαλύτερες είναι οι χρονικές καθυστερήσεις που θα υπάρξουν στη διαπραγμάτευση, τόσο πιο πιεστικό θα γίνεται το ερώτημα σχετικά με τις ταμειακές ανάγκες του Δημοσίου καθώς η β’ αξιολόγηση πρέπει να φέρει στα ταμεία του ελληνικού Δημοσίου πάνω από 4,2 δισ. ευρώ για την αποπληρωμή χρεολυσίων.

Οι ταμειακές ανάγκες του 2017

Ο Ιανουάριος και ο Φεβρουάριος του 2017 δεν έχουν σοβαρές οικονομικές υποχρεώσεις, ενώ στις 17 Μαρτίου λήγει μια ακόμη δόση ύψους 144,9 εκατ. ευρώ και πάλι προς το ΔΝΤ. Συνολικά, στο πρώτο τρίμηνο του 2017 οι πληρωμές για την εξυπηρέτηση του χρέους φτάνουν στα 300 εκατ. ευρώ. Ωστόσο, απαιτούνται τουλάχιστον 2,3 δισ. ευρώ για τους τόκους.

Η πρώτη σοβαρή υποχρέωση της επόμενης χρονιάς έχει να κάνει με τη λήξη των ελληνικών ομολόγων που βρίσκονται στην κατοχή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

Πρόκειται για υποχρέωση 1,185 δισ. ευρώ με ημερομηνία λήξης στις 20 Απριλίου. Στο ποσό αυτό θα πρέπει να προστεθούν και 168 εκατ. ευρώ. Πρόκειται για ομόλογα τα οποία επίσης βρίσκονται στην κατοχή εθνικών κεντρικών τραπεζών. Ο χειρότερος -από πλευράς όγκου υποχρεώσεων- μήνας του 2017 είναι ο Ιούλιος. Λήγουν κατά σειρά:

1. Ομόλογα τριετούς διάρκειας, ύψους 2,1 δισ. ευρώ που εξέδωσε το ελληνικό Δημόσιο το 2014 σε μια από τις πρώτες προσπάθειες εξόδου στις αγορές εν μέσω των μνημονίων. Η προθεσμία αποπληρωμής των ομολόγων είναι η 17η Ιουλίου.

2. Στις 18 Ιουλίου λήγει δόση ύψους 289,8 εκατ. ευρώ του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.

3. Στις 20 Ιουλίου εκπνέει η προθεσμία για την αποπληρωμή ομολόγων που βρίσκονται στην κατοχή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, συνολικού ύψους 3,8 δισ. ευρώ.

Βάσει του μνημονίου, για το 3ο τρίμηνο του επόμενου έτους -το οποίο θα είναι και το βαρύτερο λόγω των πληρωμών του Ιουλίου- απαιτούνται συνολικά 7,2 δισ. ευρώ για χρεολύσια και 1,7 δισ. ευρώ για τόκους. Δηλαδή, από τα 9,9 δισ. ευρώ των χρεολυσίων που είναι προγραμματισμένα για την επόμενη χρονιά, τα 7,2 δισ. ευρώ είναι συγκεντρωμένα στο 3ο τρίμηνο και ειδικά στον μήνα Ιούλιο.