Από την έντυπη έκδοση
Της Ειρήνης Σακελλάρη
[email protected]
Μια σειρά εκκρεμοτήτων περί των τραπεζικών θεμάτων θα επιχειρηθεί να κλείσει έως το τέλος του έτους, καθώς η καινούργια χρονιά θα πρέπει να βρει τις τράπεζες σε κατάσταση σχετικής οικονομικής υγείας τέτοιας που να τους επιτρέψει να χρηματοδοτήσουν επιτέλους την αγορά.
Το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας αναμένεται μέχρι το τέλος του έτους να προχωρήσει στην κατάθεση ενός πλάνου στους θεσμούς για τον τρόπο αλλά και τον χρόνο κατά τον οποίον θα προχωρήσει σε αποεπένδυση από τα πιστωτικά ιδρύματα.
Το σχέδιο είναι να εισέλθουν ιδιώτες επενδυτές στο μετοχικό κεφάλαιο των τραπεζών, ωστόσο αυτό στην παρούσα φάση δεν είναι και κάτι ιδιαίτερα εύκολο. Συγχρόνως το Ταμείο θα πρέπει να καταφέρει να αποεπενδύσει σε μια τιμή στην οποία δεν θα καταγράψει συντριπτικές απώλειες.
Τραπεζικοί παράγοντες με γνώση του θέματος χαρακτηρίζουν όλα τα παραπάνω απλές θεωρίες στην παρούσα φάση και με αυτές τις τιμές. Ό,τι και να προωθήσει το Ταμείο, υπό τις τρέχουσες συνθήκες δύσκολα θα είναι κάτι δεσμευτικό, πολλώ δε μάλλον κάτι υλοποιήσιμο, σημειώνουν.
Το Ταμείο θα πρέπει λοιπόν -πάντα θεωρητικά- μέσα στην επόμενη πενταετία να πωλήσει τις μετοχές που κατέχει στις τράπεζες, χωρίς να τίθεται ως ελάχιστο όριο τιμής πώλησης η αξία κτήσης. Το σχέδιο είναι πιθανόν να προβλέπει τη δυνατότητα παρατάσεων υπό προϋποθέσεις, καθώς η κατάσταση των τραπεζών παραμένει ρευστή.
Οι τράπεζες θα αποκτήσουν συμφωνίες με το ΤΧΣ, ακόμη και αν το τελευταίο δεν κατέχει πλέον μετοχές, αν τα προγράμματα των τραπεζών παραμένουν σε φάση αναδιάρθρωσης.
Τα περιουσιακά στοιχεία του ΤΧΣ που έχουν μείνει αδιάθετα πριν από τη λήξη της διάρκειάς του ή την έναρξη εκκαθάρισής του μεταβιβάζονται σε ανεξάρτητο φορέα από το Ελληνικό Δημόσιο, εφόσον δεν έχουν εξοφληθεί τα δάνεια προς τον ESM.
Σημειώνεται ότι οι μετοχές που κατέχει ήδη το ΤΧΣ αποτελούν ενέχυρο για τα 49 δισ. ευρώ που έλαβε από τον EFSF (και πλέον SSM) με τη δεύτερη δανειακή σύμβαση.
Αυτή όμως δεν είναι η μόνη εκκρεμότητα που σχετίζεται με τις τράπεζες, αφού τα πιστωτικά ιδρύματα επεξεργαζόμενα μια σειρά από σχέδια προετοιμάζουν ένα δίπτυχο κινήσεων: πωλήσεις και αναδιαρθρώσεις «κόκκινων» δανείων, αλλά και αποκατάσταση της κεφαλαιακής τους επάρκειας όπου ακριβώς χρειάζεται.
Σε ό,τι αφορά το πρώτο σκέλος, οι τράπεζες πρέπει να γνωρίζουν πώς θα διαμορφωθεί το θεσμικό πλαίσιο το σχετιζόμενο με τη διαχείριση των εγγυήσεων από εδώ και στο εξής. Δηλαδή πρέπει να ξέρουν τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τα προσωπικά δάνεια (στεγαστικά-καταναλωτικά) τι θα ισχύσει σε σχέση με τον νόμο Κατσέλη.
Η αναμόρφωση του νόμου Κατσέλη που θεωρητικά λήγει στο τέλος του έτους (δεν αποκλείεται κάποια μικρή παράταση) θα προβλέπει πολύ χαμηλότερα όρια για την προστασία της πρώτης κατοικίας, στοιχείο που θα επαυξήσει τους πλειστηριασμούς, αλλά θα ανοίξει τον δρόμο και στην πώληση στεγαστικών δανείων.
Σε ό,τι αφορά το δεύτερο σκέλος, είναι φανερό πως κάποιες τράπεζες θα προχωρήσουν σε κινήσεις που θα καλύψουν την κεφαλαιακή τους επάρκεια, κινήσεις οι οποίες αναμένεται να έχουν ολοκληρωθεί μέσα στο α’ τρίμηνο του έτους, αλλά θα έχουν προγραμματιστεί ασφαλώς νωρίτερα.
Τέλος, οι τράπεζες προχωρούν τα πλάνα αναδιάρθρωσης ώστε να μην υπολείπονται από όσα αυτά τα πλάνα προβλέπουν μέχρι το τέλος του έτους, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά βασικά λειτουργικά κόστη.