Από την έντυπη έκδοση
Της Δανάης Αλεξάκη
[email protected]
Στην ανάπτυξη του μοντέλου της «διαχειριστικής γεωργίας» στον εγχώριο πρωτογενή τομέα στοχεύει το νεοσύστατο ιδιωτικό επενδυτικό κεφάλαιο (private equity fund) Agrowth, το οποίο επικεντρώνεται σε ένα αμιγώς αγροτικό χαρτοφυλάκιο με καθαρά εξωστρεφή προσανατολισμό.
Αναλυτικότερα, τον περασμένο Οκτώβριο εγκρίθηκε επίσημα η χρηματοδότηση του fund Agrowth από το Ταμείο Ανάπτυξης Νέας Οικονομίας Α.Ε. (ΤΑΝΕΟ), ύψους 21 εκατ. ευρώ, ποσό που αποτελεί το 70% της συνολικής χρηματοδότησης η οποία εντάσσεται στο πρόγραμμα Επάνοδος που προβλέπει την συμμετοχή του Ταμείου σε επενδυτικά σχήματα με στόχο τη στήριξη επιχειρήσεων που χρήζουν αναδιάρθρωσης/αναδιοργάνωσης και δραστηριοποιούνται στην παραγωγή και τη μεταποίηση.
Το εναπομείναν 30% της χρηματοδότησης αφορά την άντληση ιδιωτικών κεφαλαίων, ήτοι περί τα 9 εκατ. ευρώ, και περιλαμβάνει την ίδια συμμετοχή των μελών της διοίκησης του fund, ήτοι οι κ.κ. Κωνσταντίνος Αντωνόπουλος, Γιώργος Κονδύλης, Νίκος Αντωνίου και Γιώργος Σαλλιάρης-Φασσέας, η οποία ανέρχεται σε 1,5 εκατ. ευρώ, ενώ στην παρούσα φάση πραγματοποιούνται οι διαδικασίες αναζήτησης ιδιωτικών συμμετοχών.
Επενδυτική στρατηγική
Ο στόχος είναι στις αρχές της νέας χρονιάς να ενεργοποιηθεί ο μηχανισμός του Agrowth, η επενδυτική στρατηγική του οποίου αφορά την ενδυνάμωση μικρομεσαίων επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον πρωτογενή τομέα -που καταγράφουν αδύναμες επιδόσεις αλλά εμφανίζουν ισχυρές αναπτυξιακές προοπτικές- ώστε μέσα από διαδικασίες συγχωνεύσεων να δημιουργηθεί ένα portofolio 10-15 επιχειρήσεων οι οποίες: θα εμφανίζουν επαρκή δυναμική μεγεθών ώστε να εξασφαλιστεί εξαγωγική δραστηριότητα υψηλής αξίας και ανταγωνιστικής τιμής, θα εφαρμόζουν ανεπτυγμένες τεχνολογίες συμπεριλαμβανομένης της αυτοματοποίησης και θα αξιοποιούν πλήρως την υπεραξίας τους. Σε πρώτη φάση στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος βρίσκονται οι κατηγορίες ελαιόλαδου, φρούτων και κρασιού.
Αναλύοντας τη στρατηγική της κλαδικής προσέγγισης του fund, ο κ. Αντωνόπουλος μιλώντας στη «Ν» επισημαίνει ότι «οι δομικές αδυναμίες που εμφανίζει ο εγχώριος αγροτικός κλάδος αποτελούν ευκαιρίες για επενδυτικά κεφάλαια. Οι αδυναμίες αποτυπώνονται σε ορισμένα βασικά μεγέθη όπως ο μικρός μέσος κλήρος στη χώρα, που διαμορφώνεται σε 10 στρέμματα, που αποτελεί αποτρεπτικό μέγεθος για τον παραγωγό ώστε να μπορέσει να έχει ανταγωνιστικό κόστος παραγωγής.
Αντίστοιχα, η ανυπαρξία-υπολειτουργία του συνεταιριστικού θεσμού αλλά και η επιδοτούμενη πολιτική των clusters που δεν έχει αποδώσει καρπούς, υποδεικνύουν ότι η όποια επιτυχία στον αγροτικό τομέα οφείλεται στα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας: τον ήλιο, το νερό και την πολύ καλή θερμοκρασία. Εμείς πιστεύουμε ότι είναι λάθος το δόγμα ότι «η ελληνική ποιότητα πρέπει να πληρώνεται πιο ακριβά διεθνώς».
Εκείνο που πιστεύουμε είναι ότι εάν δημιουργηθούν τα ικανά μεγέθη, μπορεί να μειωθεί το κόστος, προκειμένου τα ελληνικά προϊόντα να μπουν με ανταγωνιστική τιμή στα διεθνή ράφια. Το να έχουμε καλύτερη ποιότητα είναι ο λόγος να μας επιλέξουν, αφού έχουμε εξασφαλίσει την καλύτερη τιμή. Στις εξαγωγές το νούμερο ένα είναι η τιμή και οι όγκοι και αυτό επιδιώκουμε».
Παράλληλα, όπως εξηγεί ο ίδιος, «στο λάδι διεθνώς δεν υπάρχει καμία εταιρεία εμπορική που να έχει σχέση με το δέντρο. Το δέντρο το εξουσιάζουν αποκλειστικά οι συνεταιρισμοί παραγωγών. Φανταστείτε τη δυναμική που υπάρχει σε αυτό. Εμείς δεν θέλουμε να αγοράσουμε τις περιουσίες των παραγωγών. Το επιχειρηματικό μας σχέδιο επικεντρώνεται στο αναλάβουμε το management των καλλιεργειών. Για τους παραγωγούς υπάρχει εγγυημένο κεφάλαιο.
Είτε η παραγωγική χρονιά είναι καλή, είτε κακή. Επίσης, ειδικά στην περίπτωση της ελιάς, την ιδιοκτησία των ελαιώνων την έχουν κατά το πλείστον μη επαγγελματίες αγρότες. Αυτό είναι ένα αναξιοποίητο και κακοδιαχειριζόμενο κεφάλαιο σε επίπεδο εθνικής οικονομίας».
Ενδεικτικά αναφέρεται ότι οι σχεδιασμοί του fund προβλέπουν διάθεση κεφαλαίων στην κατεύθυνση της φύτευσης νέων ελαιώνων γραμμικής παραγωγής, καλλιέργεια εντάσεων παραγωγικότητας εξειδικευμένων φρούτων, στήριξη ελληνικών ποικιλιών κρασιού, ενώ μείζον θέμα άμεσης παρέμβασης αποτελούν οι σπόροι και η δυνατότητα περιορισμού της εισαγωγής τους.