Skip to main content

Αρνητικά επιτόκια: Υπάρχει προηγούμενο  

Του Βασίλη Κωστούλα
[email protected]

Παρόλα τα απτά οφέλη της για την οικονομία της Ευρωζώνης, η πολιτική της ποσοτικής χαλάρωσης όπως αυτή χαράσσεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα εξακολουθεί να αποτελεί πεδίο αντιπαράθεσης στο εσωτερικό της νομισματικής ένωσης. Ο λόγος είναι οι επιπτώσεις για τους καταθέτες στις γερμανικές τράπεζες. Η Τράπεζα της Ελλάδος παρεμβαίνει στον διάλογο εξηγώντας γιατί τα αρνητικά επιτόκια δεν είναι κάτι καινούριο και δεν καθορίζουν κατ’ αποκλειστικότητα τη θέση των Ευρωπαίων καταθετών.

Το σκεπτικό ανέπτυξε πρόσφατα ο επικεφαλής οικονομολόγος και διευθυντής οικονομικής ανάλυσης και έρευνας της ΤτΕ, Δημήτρης Μαλλιαρόπουλος. Μιλώντας στο Ευρωπαϊκό Συνέδριο των Διμερών Γερμανικών Επιμελητηρίων (AHK Europa Konferenz) στην Αθήνα, ανέδειξε το γεγονός ότι, αν και τα αρνητικά ονομαστικά επιτόκια είναι ένα νέο φαινόμενο, τα αρνητικά πραγματικά (δηλαδή τα προσαρμοσμένα σε πληθωρισμό) επιτόκια στις τραπεζικές καταθέσεις δεν είναι καινούρια. Στην πραγματικότητα, η πραγματική απόδοση των νοικοκυριών στις καταθέσεις τους ήταν αρνητική κατά τη μεγαλύτερη περίοδο τα τελευταία 50 χρόνια σε πολλές χώρες της ζώνης του ευρώ.

Στο πλαίσιο αυτό, παρουσίασε διάγραμμα -όπως μάλιστα το συνέταξε η Γερμανική Ομοσπονδιακή Τράπεζα (Deutsche Bundesbank)- το οποίο παρουσιάζει το πραγματικό επιτόκιο των καταθέσεων ταμιευτηρίου διάρκειας 3 μηνών των νοικοκυριών στις γερμανικές τράπεζες.

Το διάγραμμα δείχνει ότι τα πραγματικά επιτόκια των καταθέσεων είναι αρνητικά για περισσότερο από δέκα χρόνια στη δεκαετία του 1970, όπως και στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 1990 και στα πρώτα χρόνια αυτής της χιλιετίας. Ας σημειωθεί ότι τα πραγματικά επιτόκια των καταθέσεων είναι κατά μέσο όρο -0,77% από την εισαγωγή της πολιτικής των αρνητικών επιτοκίων τον Ιούνιο του 2014. Όμως τα πραγματικά επιτόκια καταθέσεων ήταν κατά μέσο όρο ακόμη χαμηλότερα (στο -1%) κατά τη διάρκεια των δώδεκα ετών από τα μέσα του 1971 έως τα μέσα του 1982.

«Οι παρατηρήσεις αυτές δείχνουν ότι τα αρνητικά πραγματικά επιτόκια καταθέσεων μπορεί να ισχύουν για τους καταθέτες τόσο σε περιόδους υψηλού πληθωρισμού όσο και σε περιόδους πολύ χαμηλού πληθωρισμού», συμπέρανε ο κ. Μαλλιαρόπουλος, τονίζοντας ότι η διαφορά είναι πως, λόγω της ψευδαίσθησης των χρημάτων, οι καταθέτες ενδιαφέρονται περισσότερο για την ονομαστική παρά για την πραγματική απόδοση των αποταμιεύσεών τους.

«Όμως το να εστιάζει κανείς τη συζήτηση στο θέμα των αρνητικών επιτοκίων είναι μια πολύ στενή προσέγγιση. Για να εκτιμηθεί το καθαρό αποτέλεσμα του περιβάλλοντος των χαμηλών επιτοκίων των καταθετών, χρειάζεται μια πλήρης ανάλυση κόστους-οφέλους. Ο ίδιος καταθέτης ο οποίος αντιμετωπίζει χαμηλά ή αρνητικά επιτόκια στις καταθέσεις του, μπορεί την ίδια ώρα να κερδίζει από τις χαμηλές πληρωμές τόκων στο στεγαστικό ή καταναλωτικό του δάνειο», συμπλήρωσε ο επικεφαλής οικονομολόγος της ΤτΕ, τονίζοντας ότι το καθαρό αποτέλεσμα του περιβάλλοντος των χαμηλών επιτοκίων στα οικονομικά των νοικοκυριών εξαρτάται από την καθαρή οικονομική τους θέση.

Σημειωτέον, έρευνα στην ΕΚΤ δείχνει ότι κατά μέσο όρο τα επιτόκια έγιναν αρνητικά για περίπου το 5% των συνολικών καταθέσεων και περίπου το 20% των εταιρικών καταθέσεων στο σύνολο της ζώνης του ευρώ. Στη Γερμανία ωστόσο εκτιμάται ότι περίπου το 15% των συνολικών καταθέσεων και περίπου το 50% των εταιρικών καταθέσεων φέρουν αρνητικά επιτόκια, επίπεδο πολύ υψηλότερο από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης.

Μια πιθανή εξήγηση, σύμφωνα με την ΤτΕ, είναι ότι οι γερμανικές τράπεζες έχουν υψηλά επίπεδα πλεονάζουσας ρευστότητας. Ως εκ τούτου, εξαρτώνται λιγότερο από τις καταθέσεις των πελατών τους και συνεπώς μπορεί να είναι σε θέση να μεταβιβάσουν τα αρνητικά επιτόκια στους πελάτες τους. Η ίδια μελέτη έδειξε ότι οι τράπεζες που προσφέρουν αρνητικά επιτόκια στις καταθέσεις είναι κυρίως τράπεζες με χαμηλές αναλογίες μη εξυπηρετούμενων δανείων («υγιείς» τράπεζες) και με υψηλά επίπεδα πλεονάζουσας ρευστότητας που έχει βάση στον πυρήνα των χωρών της Ευρωζώνης.

Η ΤτΕ εκτιμά ότι παρά τις όποιες αρνητικές παρενέργειες συνοδεύουν το QE, χωρίς αυτό, η ανεργία θα ήταν υψηλότερη, οι τραπεζικές πιστώσεις θα ήταν πιο περιορισμένες και ακριβές, η οικονομική ανάπτυξη θα ήταν χαμηλότερη και ο πληθωρισμός θα είχε πέσει σε περαιτέρω αρνητική περιοχή για πιο μακρά περίοδο. Η θέση της κινείται στο μήκος κύματος της πολιτικής του Μάριο Ντράγκι, την οποία σύμφωνα με τις πρώτες ενδείξεις θα συνεχίσει και η Κριστίν Λαγκάρντ.