Από την έντυπη έκδοση
Η μεσαία τάξη ξανά στο προσκήνιο. Μετά την αντιπαράθεση κυβέρνησης – αντιπολίτευσης σχετικά με το αν το νέο φορολογικό νομοσχέδιο ευνοεί ή όχι και σε ποιον βαθμό τη μεσαία τάξη, χθες δόθηκε συνέχεια στη συζήτηση του κρατικού προϋπολογισμού. Ο υπουργός Οικονομικών επικαλέστηκε τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων και της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής για να οριοθετήσει τη μεσαία τάξη.
Από τα στοιχεία των δύο φορέων προκύπτει πως έχει υποχωρήσει σημαντικά την τελευταία δεκαετία το επίπεδο του εισοδήματος, το οποίο, ανάλογα με την οικογενειακή κατάσταση, αποτελεί το «διαβατήριο» για την ένταξη στην αποκαλούμενη μεσαία τάξη.
Προσέγγιση ΟΟΣΑ
«Αν θέλουμε να προσδιορίσουμε ποσοτικά, στον βαθμό που αυτό είναι δυνατόν, το περιεχόμενο του όρου μεσαία τάξη, μπορούμε να λάβουμε υπόψη μας την προσέγγιση του ΟΟΣΑ», ανέφερε ο κ. Σταϊκούρας και παρουσίασε τα ακόλουθα στοιχεία: «Ως μεσαία τάξη χαρακτηρίζονται τα νοικοκυριά με ένα άτομο που εισοδηματικά κινούνται μεταξύ 6.294 και 16.783 ευρώ, με δύο άτομα μεταξύ 8.901 και 23.735 ευρώ, και με τρία άτομα μεταξύ 10.901 και 29.069 ευρώ».
Αναφέρθηκε επίσης στα στοιχεία για το μέσο εισόδημα όπως αυτά συγκεντρώνονται από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων: «Με βάση τις φορολογικές δηλώσεις του 2018 για τα εισοδήματα του 2017, το 52% των φορολογικών δηλώσεων είχε δηλωθέν οικογενειακό εισόδημα κάτω των 8.000 ευρώ. Το 83% κάτω των 20.000 ευρώ. Στα νοικοκυριά με δύο τέκνα, λίγο περισσότερες από τις μισές φορολογικές δηλώσεις που υποβλήθηκαν είχαν δηλωθέν οικογενειακό εισόδημα κάτω από 15.000 ευρώ».
Επίσημα δεδομένα
Τέλος, με βάση την έρευνα εισοδήματος και συνθηκών διαβίωσης των νοικοκυριών το μέσο εισόδημα εκτιμήθηκε στα 15.556 ευρώ και το ατομικό εισόδημα στα 7.863 ευρώ, ανέφερε χαρακτηριστικά ο υπουργός Οικονομικών, προσθέτοντας ότι «η πολιτική και ο δημόσιος πολιτικός λόγος στη χώρα μας να στηρίζεται σε επίσημα δεδομένα και όχι σε αυθαίρετες προσεγγίσεις πλειοδοσίας, οι οποίες μόνο σύγχυση προκαλούν».
Κατά την ομιλία του στη Βουλή ο υπουργός Οικονομικών περιέγραψε και τους 5 στόχους της πολιτικής της κυβέρνησης:
* 1ος στόχος: Η επίτευξη ρυθμού οικονομικής μεγέθυνσης 2% για το 2019 και 2,8% για το 2020. «Για τα έτη 2019-2020 προβλέπεται ότι θα ανακοπεί η έντονα καθοδική πορεία του δυνητικού ΑΕΠ, κυρίως λόγω της θετικής συνεισφοράς της ολικής παραγωγικότητας των συντελεστών παραγωγής», σημείωσε ο κ. Σταϊκούρας.
* 2ος στόχος: Η επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ για το 2019 και το 2020.
* 3ος στόχος: Η ενίσχυση της σταθερότητας του τραπεζικού συστήματος. Το σχέδιο «Ηρακλής» έχει ήδη αποσταλεί στις αρμόδιες ευρωπαϊκές υπηρεσίες για επίσημη γνωμοδότηση.
* 4ος στόχος: Η ενίσχυση της ρευστότητας στην πραγματική οικονομία. Αυτή μπορεί να επιτευχθεί μέσω της εμπροσθοβαρούς αξιοποίησης των διαθέσιμων ευρωπαϊκών χρηματοδοτικών εργαλείων, που επί μακρόν «λιμνάζουν», της εκτέλεσης του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, που συστηματικά, τα τελευταία χρόνια, υπο-εκτελείται, αλλά και της μείωσης των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου, που παραμένουν σταθερά υψηλές, όπως επίσης και της σταδιακής τόνωσης της πιστωτικής επέκτασης, μετά τη συρρίκνωση των προηγούμενων ετών.
* 5ος στόχος: Η βελτίωση της δυνατότητας αποπληρωμής του δημοσίου χρέους.
Δεδομένων των υψηλών ταμειακών διαθεσίμων του Ελληνικού Δημοσίου, τα οποία θα διατηρηθούν σε σχετικά υψηλά επίπεδα έως την επίτευξη επενδυτικής βαθμίδας, καθώς και των σχετικά περιορισμένων χρηματοδοτικών αναγκών για το 2020, η δανειακή στρατηγική -για το επόμενο έτος- αναμένεται να είναι συγκρατημένη, συνεκτική και στοχευμένη στην περαιτέρω βελτίωση της εμπιστοσύνης της επενδυτικής κοινότητας.
Συγκεκριμένα, η στόχευση της δανειακής στρατηγικής θα είναι η διασφάλιση της συνεχούς εκδοτικής παρουσίας του Δημοσίου στις διεθνείς αγορές κεφαλαίων, η παροχή εκδόσεων υψηλής ρευστότητας για τη διατήρηση μιας αξιόπιστης καμπύλης αποδόσεων, η περαιτέρω μείωση των περιθωρίων δανεισμού, καθώς και η περαιτέρω ενίσχυση της εμπιστοσύνης των διεθνών οίκων αξιολόγησης και της διεθνούς επενδυτικής κοινότητας.