Skip to main content

Οι συνέπειες της ακρίβειας από το χωράφι έως το ράφι

Από την έντυπη έκδοση

Της Δανάης Αλεξάκη
[email protected]

Στον ρυθμό των ανατιμήσεων των πρώτων υλών, των αγροεφοδίων και στα αυξημένα κόστη ενέργειας και μεταφοράς «ακροβατούν» οι παραγωγοί και η βιομηχανία τροφίμων, με τις στρατηγικές διαχείρισης κρίσεων να αναπροσαρμόζονται σε καθημερινή βάση. Οι δείκτες ρευστότητας βρίσκονται στο επίκεντρο και καθορίζουν τις δυνατότητες προσαρμογής από το χωράφι στο ράφι στα νέα δεδομένα, με τον κλάδο να βιώνει ένα βίαιο και ακαθόριστο χρονικά stress test, το οποίο, όπως αναφέρουν μιλώντας στη «Ν» εκπρόσωποι του αγροτικού και μεταποιητικού κόσμου, ήδη έχει σημαντικές επιπτώσεις στους ισολογισμούς του 2021.

«Πληγωμένοι» οι παραγωγοί

Ζημιογόνα χρήση αποτελεί ήδη για μεγάλη μερίδα παραγωγών η φετινή, καθώς το 2021 ο πρωτογενής τομέας βιώνει τις «Δέκα πληγές του Φαραώ». Από τους παγετούς του Μαρτίου – Απριλίου και τις χαλαζοπτώσεις που ακολούθησαν, στους καύσωνες και τις πυρκαγιές του Ιουλίου-Αυγούστου, οι εγχώριες καλλιέργειες δεν είχαν φέτος σύμμαχο τον καιρό. Οι καταστροφές σε φυτικό και ζωικό κεφάλαιο αγγίζουν υψηλό δεκαετιών, ενώ στο κάδρο από το Πάσχα και μετά εισέρχονται και οι ανατιμήσεις σε λιπάσματα, φυτοφάρμακα, ζωοτροφές, τιμές πετρελαίου, ενέργεια και μεταφορές.

«Το κόστος παραγωγής στην Ελλάδα είναι ούτως ή άλλως επιβαρυμένο σε σχέση με άλλες αγορές. Ενδεικτικά το κόστος καυσίμων σε άλλες ευρωπαϊκές αγορές ανέρχεται στο 3,5% όταν στη χώρα μας αγγίζει το 10% επηρεαζόμενο από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης πετρελαίου. Ειδικά σε αυτή την περίοδο η κατάσταση έχει ξεφύγει και δεν κουβεντιάζουμε για δυνατότητα σταθεροποίησης απωλειών στην κερδοφορία, αλλά μιλάμε για τη δυνατότητα διατήρησης της ίδιας της δραστηριότητας», αναφέρουν μιλώντας στη «Ν» εκπρόσωποι των παραγωγών, προσθέτοντας ότι «το κομμάτι της ρευστότητας είναι αυτό που θα κρίνει το μέλλον πολλών αγροτικών επιχειρήσεων και τα μηνύματα σε αυτό το πεδίο είναι δυσοίωνα».

Και οι περιπτώσεις που εφαρμόζονται πρακτικές συμβολαιακής γεωργίας δεν μένουν ανεπηρέαστες από τις εξελίξεις. Σίγουρα το μέγεθος της επίπτωσης εξαρτάται από τους όρους των συμβολαίων, εάν π.χ. τα κλεισμένα συμβόλαια αφορούν τιμή ή ποσότητες, με τη συνήθη, ωστόσο, πρακτική να αφορά το δεύτερο σκέλος.

Αναφερόμενος ειδικότερα στο κύμα ανατιμήσεων που επηρεάζει και την αγροτική παραγωγή, μιλώντας σε ραδιοφωνικό σταθμό της Κρήτης, ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης Σπήλιος Λιβανός ανέφερε ότι «για την ώρα, στόχος του υπουργείου είναι να υπάρξουν οικονομικές ελαφρύνσεις στο αγροτικό πετρέλαιο», κάτι το οποίο ο ίδιος διεκδικεί σε συνεργασία με το υπουργείο Οικονομικών. «Το μεγαλύτερο κύμα αυξήσεων παρατηρήθηκε στις ζωοτροφές και γι’ αυτό ανακοινώθηκε ήδη από τον πρωθυπουργό στη ΔΕΘ η μείωση του ΦΠΑ στο 6%. Οι ανατιμήσεις είναι κάτι που θα παρακολουθείται στενά και εφόσον παρατηρηθεί πρόβλημα και σε άλλες δραστηριότητες, όπως στα αγροτικά εφόδια, θα γίνουν οι απαραίτητες κινήσεις για να διευκολυνθούν οι αγρότες», τόνισε ο υπουργός.

Για τον κτηνοτροφικό κόσμο η επικείμενη μείωση του συντελεστή ΦΠΑ στις ζωοτροφές στο 6% από 13%, από την 1η Οκτωβρίου, είναι μια θετική εξέλιξη, περιορίζοντας σε κάποιο βαθμό τις πιέσεις στο κόστος παραγωγής.

Για τους αιγοπροβατοτρόφους το κλίμα σε επίπεδο τιμών παραγωγού είναι βελτιωμένο, με τα πρώτα συμβόλαια με τις επιχειρήσεις, εν όψει και της νέας γαλακτοκομικής περιόδου, να εμφανίζουν μέσες τιμές μεταξύ 1,10-1,20 ευρώ/κιλό για το πρόβειο.

Σχολιάζοντας την εξαγγελία για τη μείωση του ΦΠΑ στις ζωοτροφές, ο Παύλος Σατολιάς, πρόεδρος της Νέας ΠΑΣΕΓΕΣ και πρόεδρος του Αγροτικού Γαλακτοκομικού Συνεταιρισμού Καλαβρύτων, επεσήμανε ότι «ευπρόσδεκτη είναι μία μείωση του ΦΠΑ για να περιορίσει λίγο αυτές τις τιμές που έχουν ξεφύγει και να τις κρατήσει λίγο χαμηλά. Από κει και πέρα είναι τόσο μεγάλη η διαφοροποίηση των τιμών που δεν φτάνει μόνο αυτό. Χρειάζονται και άλλα μέτρα, χρειάζεται μια ρευστότητα, ίσως μία άμεση ενίσχυση τους χειμερινούς μήνες. Δεν αρκεί μόνο αυτή η μείωση του ΦΠΑ για να συντηρηθεί η κτηνοτροφία φέτος τον χειμώνα».

«Κλειδί» η διάρκεια των φαινομένων για τη μεταποίηση

Οι ανατιμήσεις στις πρώτες ύλες και τα αυξημένα κόστη ενέργειας και μεταφορών έχουν ως αποτέλεσμα μια ανώμαλη προσγείωση για τον κλάδο της βιομηχανίας τροφίμων.

Από την παρατεταμένη περίοδο των Χριστουγέννων της κατανάλωσης στη λιανική το 2020, η εικόνα έχει ανατραπεί άρδην από τον φετινό Μάιο. «Όλες οι μεταποιητικές επιχειρήσεις έχουν πληγεί από την κατάσταση που επικρατεί με τις ανατιμήσεις σε παγκόσμιο επίπεδο. Πλέον όλοι κοιτάζουν πώς θα επιβιώσουν. Η φετινή χρήση δεν θα έχει καμία σχέση με τους περσινούς ισολογισμούς, με την προσπάθεια όλων να επικεντρώνεται στο να διατηρηθούν σε λελογισμένο πλαίσιο οι ζημιές. Το “λίπος” της κερδοφορίας και οι δείκτες ρευστότητας ορίζουν τις αντοχές της κάθε επιχείρησης. Δεν αποτελεί ακραίο σενάριο το να μην επιβιώσουν και αυτή τη δύσκολη συγκυρία κάποιες εταιρείες που ευελπιστούσαν να ανακάμψουν μετά τη δεκαετία της ύφεσης.

Το σημαντικότερο ζήτημα σε ό,τι αφορά τις ανατιμήσεις στα κόστη παραμένει η χρονική διάρκεια των φαινομένων. Για παράδειγμα, στα σιτηρά, το σκληρό σιτάρι από 250 ευρώ/τόνο κινείται σήμερα πάνω από 500 ευρώ/τόνο. Αυτή η αύξηση είναι πραγματικά ασύλληπτη. Όλοι αναμένουν τη νέα σοδειά στο νότιο ημισφαίριο από τον Απρίλιο. Μέχρι τότε δεν αναμένεται κάποια ουσιαστική διόρθωση στις τιμές. Το μόνο που ίσως κάπως μετριάσει την κατάσταση είναι να διατηρηθεί η σταθερότητα της τιμής που καταγράφεται τις τελευταίες 15 μέρες. Για μια επιχείρηση λοιπόν που το σιτάρι είναι το 70% του κόστους η επίπτωση είναι τεράστια. Το μεταφορικό κόστος επίσης είναι ένα σημαντικό ζήτημα, ενώ για το εκτοξευμένο κόστος ενέργειας η αγορά ευελπιστεί ότι θα μετριαστεί από τα προωθούμενα μέτρα που εξήγγειλε ο πρωθυπουργός. Η επίτευξη ισορροπίας στη διαχείριση αυτής της κρίσης είναι η καθημερινή πρόκληση στη βιομηχανία ειδικά από το καλοκαίρι και μετά», αναφέρουν στελέχη της αγοράς τροφίμων στη «Ν».

Στις περιπτώσεις των επιχειρήσεων που η δραστηριότητά τους ήταν συνυφασμένη με τα commodities το ρίσκο των διακυμάνσεων των τιμών -όχι στον υφιστάμενο βαθμό που είναι σήμερα- είναι μέρος των στρατηγικών διαχείρισης. Για τις εταιρείες που δεν είναι τόσο εξοικειωμένες με ανάλογες διακυμάνσεις τα πράγματα είναι πιο πιεστικά στο πεδίο της διαχείρισης.

Σε ό,τι αφορά τις διαπραγματεύσεις τόσο με τους παραγωγούς όσο και με το λιανεμπόριο, τα ίδια στελέχη σημειώνουν ότι «ο μεταποιητής βρίσκεται στη μέση της αλυσίδας. Σε γενικές γραμμές όλοι οι εμπλεκόμενοι κινούνται κάτω από την ίδια βάση, καθώς όλοι εξαρτώνται από την πορεία της κατανάλωσης. Σαφώς μια επιβάρυνση του κόστους κατά 40%-50% δεν γίνεται να απορροφηθεί, ενώ την ίδια ώρα δεν γίνεται να περάσει στο ράφι. Αυτή τη στιγμή οι διαπραγματεύσεις με το λιανεμπόριο δεν κινούνται στον άξονα του τι παροχή θα μου δώσεις ή τι θα σου κόψω εγώ, αλλά στην εύρεση του βέλτιστου τρόπου ώστε η μετακύλιση των αυξήσεων στην τελική τιμή καταναλωτή να γίνει όσο το δυνατόν πιο σταδιακά».

Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί ότι πέρα από τα νωπά και ευαλλοίωτα προϊόντα οι παραγγελίες στα σούπερ μάρκετ -ανάλογα και με το προϊόν- διανέμονται σε εβδομαδιαία βάση, με το απόθεμα των αλυσίδων σε βασικά καταναλωτικά είδη να κυμαίνεται στο δίμηνο. Σε αυτό το πλαίσιο σχετικά με τη φημολογία περί ελλείψεων βασικών ειδών διατροφής στο ράφι τα στελέχη των εταιρειών σημειώνουν ότι το ενδεχόμενο αυτό είναι ακραίο και δεν φαίνεται να υπάρχει τέτοια απειλή.