Skip to main content

Στη μάχη των πρωτογενών πλεονασμάτων

Από την έντυπη έκδοση

Του Θάνου Τσίρου
[email protected]

Δημοσιονομικό «χώρο» ο οποίος αντιστοιχεί σε τουλάχιστον έναν… ΕΝΦΙΑ σε ετήσια βάση θα επιχειρήσει να εξασφαλίσει η κυβέρνηση για την περίοδο μετά το 2018, χαμηλώνοντας τον πήχη των πρωτογενών πλεονασμάτων από το 3,5% σε 2%-2,5%.

Μπορεί η προσοχή της νέας κυβέρνησης να επικεντρώνεται αυτή τη στιγμή στην άμεση ολοκλήρωση της β’ αξιολόγησης -ιδανικά η ελληνική πλευρά θα ήθελε να εξασφαλίσει την έκθεση συμμόρφωσης των θεσμών μέσα στον μήνα ώστε να ανοίξει ο δρόμος για οριστική συμφωνία μέχρι το Eurogroup της 5ης Δεκεμβρίου-, ωστόσο η πραγματική μάχη αφορά τους δημοσιονομικούς στόχους που θα συμφωνηθούν για την περίοδο μετά το 2018.

Η μάχη προμηνύεται εξαιρετικά δύσκολη -ενδεχομένως δυσκολότερη ακόμη και από αυτήν για την ολοκλήρωση της β’ αξιολόγησης-, καθώς οι ευρωπαϊκοί θεσμοί φέρονται διατεθειμένοι να επιμείνουν στο αίτημα για διατήρηση του πρωτογενούς πλεονάσματος στα επίπεδα του 3,5% μέχρι και το… 2029.

Διατήρηση αυτού του στόχου, πρακτικά, θα ισοδυναμεί με ένα μνημόνιο «μακράς διαρκείας», καθώς το πρωτογενές πλεόνασμα του 3,5%, ακόμη και σε περιόδους σημαντικής ανάπτυξης άνω του 2%, δεν αφήνει περιθώρια για τη χρηματοδότηση αναπτυξιακών πολιτικών. Μόνο για το 2019 -δηλαδή τον πρώτο χρόνο μετά τη λήξη του 3ου μνημονίου- η διατήρηση του πρωτογενούς πλεονάσματος στα επίπεδα του 3,5% θα υποχρεώσει την ελληνική πλευρά να εμφανίσει στον προϋπολογισμό έσοδα 6,9 δισ. ευρώ περισσότερα από τις δαπάνες του τακτικού προϋπολογισμού.

Αντίθετα, μείωση του πήχη στο 2% περιορίζει αυτή τη διαφορά στα 4 δισ. ευρώ, δηλαδή 2,9 δισ. ευρώ λιγότερα – όση είναι και η ετήσια απόδοση του ΕΝΦΙΑ.

Το πώς μεταφράζεται σε αριθμούς η μάχη των πρωτογενών πλεονασμάτων που αναμένεται να κορυφωθεί το επόμενο διάστημα -από την έκβαση των σχετικών διαπραγματεύσεων άλλωστε εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό και το αν θα συμμετέχει ή όχι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στη χρηματοδότηση του 3ου ελληνικού προγράμματος- προκύπτει από τα ακόλουθα στοιχεία:  

1. Για το 2019, η ελληνική κυβέρνηση εκτιμά ότι το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν θα διαμορφωθεί στα 199 δισ. ευρώ. Για να φτάσουμε σε αυτά τα επίπεδα θα χρειαστεί να κλείσει το φετινό ΑΕΠ περίπου στα ίδια επίπεδα με το 2015 (δηλαδή περίπου στα 176 δισ. ευρώ) αλλά και να επιβεβαιωθούν οι στόχοι που έχουν τεθεί για την ανάπτυξη κατά το 2017 και κατά το 2018: 2,7% το 2017 και 3,1% το 2018. Με το ΑΕΠ στα 199 δισ. ευρώ, για να επιτευχθεί ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος, να παραχθεί δηλαδή πρωτογενές πλεόνασμα της τάξεως του 3,5% του ΑΕΠ, τα έσοδα του τακτικού προϋπολογισμού θα πρέπει να ξεπεράσουν τις δαπάνες κατά 6,9 δισ. ευρώ. Στον αντίποδα, η ελληνική πρόταση για πρωτογενές πλεόνασμα 2% του ΑΕΠ κατεβάζει τον πήχη στα 4 δισ. ευρώ. Αυτή η διαφορά των 2,8 δισ. ευρώ ισοδυναμεί ουσιαστικά με… έναν ακόμη ΕΝΦΙΑ.

2. Για το 2020, το ΑΕΠ σε απόλυτους αριθμούς προβλέπεται να αυξηθεί ακόμη περισσότερο, στα 205 δισ. ευρώ, ύστερα από ανάπτυξη 2,6% το συγκεκριμένο έτος. Έτσι, ο «ελληνικός στόχος» κατεβάζει τον πήχη του πρωτογενούς πλεονάσματος στα 4,1 δισ. ευρώ, με την ευρωπαϊκή απαίτηση να ανεβάζει το ποσό στα 7,2 δισ. ευρώ. Και πάλι, δηλαδή, ενδεχόμενη επιτυχία της διαπραγμάτευσης και μείωση του στόχου από το 3,5% στο 2% δημιουργεί δημοσιονομικό χώρο της τάξεως των 3,1 δισ. ευρώ.

Η διαπραγμάτευση για τα πρωτογενή πλεονάσματα αποτελεί τμήμα της συνολικότερης συζήτησης για τη διευθέτηση του ελληνικού χρέους, η οποία αναμένεται να κορυφωθεί αμέσως μετά την ολοκλήρωση της β’ αξιολόγησης.

Η ελληνική πλευρά επιδιώκει να εξασφαλίσει την άμεση ενεργοποίηση των βραχυπρόθεσμων μέτρων που περιγράφηκαν στο Eurogroup του περασμένου Μαΐου και τουλάχιστον μια «υποσχετική» για υλοποίηση των μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων μέτρων με την ολοκλήρωση του 3ου μνημονίου, τον Αύγουστο του 2018.

Το ελληνικό αίτημα «σκοντάφτει» στις έντονες αντιρρήσεις των ευρωπαϊκών θεσμών και ειδικά της Γερμανίας, η οποία δεν θέλει να εμπλακεί σε οποιαδήποτε συζήτηση για το πρωτογενές πλεόνασμα της μετά 3ου μνημονίου περιόδου από τώρα (και επουδενί πριν από τις γερμανικές εκλογές του 2017, κάτι που φάνηκε και κατά τη χθεσινή συνεδρίαση του Eurogroup).

«Σύμμαχος» της Ελλάδας στο θέμα του πρωτογενούς πλεονάσματος και του χρέους θα είναι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, το οποίο μέσα στον Δεκέμβριο θα πρέπει να δημοσιεύσει την αναθεωρημένη έκθεσή του για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, επαναφέροντας το αίτημά του για μέτρα διευθέτησης του ελληνικού χρέους αλλά και μείωση των δημοσιονομικών στόχων για την περίοδο μετά το 2018.

Και πάλι, όμως, θα πρέπει να φανεί αν αυτή η απαίτηση του ΔΝΤ από τους θεσμούς θα συνοδευτεί και από απαίτηση για πρόσθετα μέτρα από την ελληνική πλευρά, ειδικά στο φορολογικό και στο ασφαλιστικό.

Κομβικό σημείο

Για την ελληνική κυβέρνηση αποτελεί κομβικό σημείο η μείωση του πρωτογενούς πλεονάσματος κατά τουλάχιστον μία ποσοστιαία μονάδα μετά το 2018. Χαρακτηριστική είναι η πρόσφατη τοποθέτηση του αναπληρωτή υπουργού Οικονομικών Γιώργου Χουλιαράκη στην υποεπιτροπή για το χρέος: «Είναι πολύ λίγες οι χώρες που κατάφεραν να διατηρήσουν πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 3,5% ή υψηλότερα για περισσότερα από τρία χρόνια και ελάχιστες οι χώρες που κατάφεραν να τα διατηρήσουν στο επίπεδο αυτό για πέντε χρόνια ή περισσότερα. Και όταν έγινε, έγινε κάτω από πολύ ιδιαίτερες πολιτικές και οικονομικές συνθήκες, οπωσδήποτε όχι όταν μια οικονομία βγαίνει από μία μεγάλη ύφεση με ανεργία στα επίπεδα που γνώρισε η ελληνική οικονομία τα τελευταία χρόνια».

Σε αριθμούς

2019

Το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στα 199 δισ. ευρώ. Για να παραχθεί πρωτογενές πλεόνασμα της τάξεως του 3,5% του ΑΕΠ, τα έσοδα του τακτικού προϋπολογισμού θα πρέπει να ξεπεράσουν τις δαπάνες κατά 6,9 δισ. ευρώ. Η ελληνική πρόταση για πρωτογενές πλεόνασμα 2% του ΑΕΠ κατεβάζει τον πήχη στα 4 δισ. ευρώ. Ενδεχόμενη μείωση του στόχου από το 3,5% στο 2% δημιουργεί δημοσιονομικό χώρο της τάξεως των 2,9 δισ. ευρώ.

2020

Το ΑΕΠ σε απόλυτους αριθμούς προβλέπεται να αυξηθεί στα 205 δισ. ευρώ. Η ευρωπαϊκή απαίτηση για πρωτογενές πλεόνασμα της τάξεως του 3,5% ανεβάζει το ποσό στα 7,2 δισ. ευρώ. Ο «ελληνικός στόχος» κατεβάζει τον πήχη του πρωτογενούς πλεονάσματος στα 4,1 δισ. ευρώ. Ενδεχόμενη επιτυχία της διαπραγμάτευσης δημιουργεί δημοσιονομικό χώρο της τάξεως των 3,1 δισ. ευρώ.

Οι ελληνικές διεκδικήσεις για το χρέος

Μιλώντας στην υποεπιτροπή της Βουλής για τη διευθέτηση του ελληνικού χρέους, ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Γιώργος Χουλιαράκης αναφέρθηκε -χωρίς να ποσοτικοποιήσει- σε δύο συγκεκριμένα μέτρα που μπορούν να καταστήσουν το χρέος βιώσιμο και να ανοίξει έτσι ο δρόμος και για τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα, αλλά και για την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ. Τα δύο μέτρα είναι:

1. Η μείωση του κινδύνου των επιτοκίων μετά την ολοκλήρωση του 3ου μνημονίου. Αυτό το μέτρο οδηγεί σε σημαντική βελτίωση της πορείας του χρέους, αλλά από μόνο του δεν καθιστά το χρέος βιώσιμο, σύμφωνα με τα όσα είπε ο κ. Χουλιαράκης. «Το χρέος παραμένει μη βιώσιμο, ενώ μειώνεται το απόθεμα χρέους ως προς το ΑΕΠ σταδιακά σε χρονικό ορίζοντα 40 ετών. Παραμένει όμως πάνω από το 100% και αντίστοιχα οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες ξεπερνούν το 15% σχετικά νωρίς, γύρω στο 2030, και το 20% στα μέσα της δεκαετίας 2030».

2. Η χρονική επέκταση των δανείων του EFSF είναι που καθιστά, σύμφωνα με την ελληνική πλευρά, βιώσιμο το ελληνικό χρέος. Αν και δεν αναφέρθηκε σε συγκεκριμένες παραμέτρους, ο κ. Χουλιαράκης υποστήριξε ότι η ελληνική πλευρά έκανε μια μετριοπαθή ποσοτικοποίηση, βάσει της οποίας «το απόθεμα του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ μειώνεται σταθερά και σημαντικά κάτω από το 100% και σε ορίζοντα 40 χρόνων πλησιάζει το 80% του ΑΕΠ, όσο και οι ακαθάριστες ανάγκες εξυπηρέτησης παραμένουν κάτω από το 15% μέχρι τα μέσα του 2030 και κάτω από το 20% για το υπόλοιπο διάστημα».