Skip to main content

Σε ιστορικό υψηλό οι δαπάνες για Έρευνα και Ανάπτυξη στην Ελλάδα

Σε ιστορικό υψηλό (0,96% του ΑΕΠ) ανέρχεται το ποσοστό δαπανών για Έρευνα και Ανάπτυξη το 2015, παρουσιάζοντας σημαντική αύξηση σε σχέση με τα προηγούμενα έτη, σύμφωνα με τα προκαταρκτικά στοιχεία του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης, τα οποία έχουν αποσταλεί στη Eurostat.

Η δημοσίευση των δεικτών εντάσσεται στο πλαίσιο της τακτικής παραγωγής και έκδοσης των επίσημων στατιστικών για την Έρευνα, Ανάπτυξη και Καινοτομία στην Ελλάδα, που πραγματοποιεί το Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης σε συνεργασία με την Ελληνική Στατιστική Αρχή.

Βάσει των στοιχείων, οι δαπάνες για Έρευνα και Ανάπτυξη (Ε&Α) στη χώρα παρουσιάζουν αυξητική τάση τα τελευταία έτη. Το 2015 ανήλθαν σε 1,68 δισ. ευρώ, από 1,49 εκατ. ευρώ το 2014 και 1,39 δισ. ευρώ το 2011. Ο δείκτης «Ένταση Ε&Α», που εκφράζει τις δαπάνες για Έρευνα και Ανάπτυξη ως ποσοστό του ΑΕΠ, διαμορφώνεται το 2015 στο 0,96%, από 0,84% το 2014 και 0,67% το 2011, προσεγγίζοντας το 1% για πρώτη φορά στην Ελλάδα.

Σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, τη μεγαλύτερη συνεισφορά στον δείκτη έχει ο τομέας τριτοβάθμιας και μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, στον οποίο πραγματοποιήθηκαν δαπάνες Έρευνας και Ανάπτυξης ύψους 643,8 εκατ. ευρώ (0,37% του ΑΕΠ). Στον τομέα των επιχειρήσεων πραγματοποιήθηκαν δαπάνες 561,4 εκατ. ευρώ (0,32% του ΑΕΠ), ενώ στον κρατικό τομέα 465,5 εκατ. ευρώ (0,26%, του ΑΕΠ).  Ο τομέας των ιδιωτικών μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων έχει μικρότερη συνεισφορά (13,2 εκατ. ευρώ, 0,01 του ΑΕΠ).

Εξάλλου, κατά τα ίδια στοιχεία, η κρατική χρηματοδότηση παραμένει η διαχρονικά σημαντικότερη πηγή χρηματοδότησης Έρευνας και Ανάπτυξης. Το 2015 η κρατική χρηματοδότηση ανέρχεται σε 887,3 εκατ. ευρώ, μερίδιο 52,7% του συνόλου. Η κρατική χρηματοδότηση (κυριότερες επιμέρους πηγές: τακτικός προϋπολογισμός και ΕΣΠΑ) υποστηρίζει τις δραστηριότητες Έρευνας και Ανάπτυξης σε όλους τους τομείς εκτέλεσης και αποτελεί την κυριότερη πηγή χρηματοδότησης για τον τομέα της τριτοβάθμιας και μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και τον κρατικό τομέα.

Κρίσιμη αναδεικνύεται η συνεισφορά του ΕΣΠΑ, του οποίου η συμβολή στο σύνολο της κρατικής χρηματοδότησης είναι συνεχώς αυξανόμενη, από 124,7 εκατ. ευρώ το 2011, σε 308,1 εκατ. ευρώ το 2014 και σε 385,8 εκατ. ευρώ το 2015, γεγονός που αντιστάθμισε τη μείωση που επήλθε στον τακτικό προϋπολογισμό, λόγω της δημοσιονομικής προσαρμογής από το 2011. Το 2015 το ΕΣΠΑ αποτελεί το 43,5% της κρατικής χρηματοδότησης, από 18,2% το 2011.

Η δεύτερη μεγάλη πηγή χρηματοδότησης είναι ο επιχειρηματικός τομέας, ο οποίος χρηματοδοτεί με 534,8 εκατ. ευρώ (ποσοστό 31,8%) τις δραστηριότητες Έρευνας και Ανάπτυξης στη χώρα. Το μεγαλύτερο μέρος, 462,1 εκατ. ευρώ, επενδύεται στις επιχειρήσεις, ενώ τα υπόλοιπα χρηματοδοτούν δραστηριότητες Έρευνας και Ανάπτυξης στον τομέα της τριτοβάθμιας και μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (21,6 εκατ. ευρώ), στον κρατικό τομέα (48,8 εκατ. ευρώ) και σε ιδιωτικά μη κερδοσκοπικά ιδρύματα (2,4 εκατ. ευρώ). Η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί την τρίτη πηγή χρηματοδότησης, με 169,5 εκατ. ευρώ (ποσοστό 10,1%).

Η σημαντική αύξηση της δαπάνης Έρευνας και Ανάπτυξης στην Ελλάδα μεταφράζεται και σε βελτίωση της σχετικής θέσης της χώρας μεταξύ των κρατών μελών της Ε.Ε. Η Ελλάδα βρίσκεται πλέον στην 16η θέση ως προς τις δαπάνες Έρευνας και Ανάπτυξης και στην 20η θέση σε ό,τι αφορά την Ένταση Έρευνας και Ανάπτυξης.

Η αύξηση των δαπανών έχει ως αποτέλεσμα την επίσης σημαντική αύξηση στην απασχόληση σε δραστηριότητες Έρευνας και Ανάπτυξης. Το 2015, ο αριθμός των Ισοδυνάμων Πλήρους Απασχόλησης (ΙΠΑ), που αποδίδουν «θέσεις» πλήρους απασχόλησης, καθώς ένα ΙΠΑ είναι ισοδύναμο με έναν εργαζόμενο πλήρους απασχόλησης, αυξάνεται κατά περίπου 17% σε σχέση με το 2014, τόσο για το συνολικό προσωπικό σε Έρευνα και Ανάπτυξη όσο και για τους ερευνητές.

Τα προαναφερόμενα προκαταρκτικά στοιχεία των βασικών δεικτών δαπανών και προσωπικού Έρευνας και Ανάπτυξης για το 2015 στην Ελλάδα, τα οποία περιλαμβάνονται στην έκδοση «Βασικοί Δείκτες Έρευνας και Ανάπτυξης για δαπάνες και προσωπικό το 2015 στην Ελλάδα – Προκαταρκτικά Στοιχεία» αναμένεται να οριστικοποιηθούν έως τον Ιούνιο 2017 (Ευρωπαϊκός Κανονισμός 995/2012).