Από την έντυπη έκδοση
Του Σταμάτη Ζησίμου
[email protected]
Ανεκμετάλλευτο σε πολύ μεγάλο βαθμό παραμένει το εγχώριο παραγωγικό δυναμικό του πρωτογενούς και του δευτερογενούς τομέα, όπως προς την κάλυψη με προϊόντα του ξενοδοχειακού κλάδου. Αν και σύμφωνα με το ΚΕΠΕ κάθε ένα ευρώ που δημιουργείται από την τουριστική δραστηριότητα προκαλεί έμμεση και πρόσθετη οικονομική δραστηριότητα ενάμισι ευρώ, δηλαδή συνολικά δημιουργεί δυόμισι ευρώ ΑΕΠ, εντούτοις η εγχώρια αγορά δεν φαίνεται να συντονίζεται ώστε το όφελος αυτό να διευρυνθεί.
Σύμφωνα με έρευνα και μελέτη της PwC, που εκπονήθηκε για λογαριασμό της Γενικής Γραμματείας Βιομηχανίας του υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης και παρουσιάστηκε την περασμένη Τρίτη σε εκδήλωση του φόρουμ «Αγροδιατροφή – Βιομηχανία – Τουρισμός», τα σοβαρότερα εμπόδια στη διασύνδεση του πρωτογενούς και του δευτερογενούς τομέα με τον τουρισμό, όπως δηλώνεται από τους ξενοδόχους, είναι η αδυναμία κάλυψης της προϊοντικής γκάμας, το υψηλότερο κόστος, η αναποτελεσματική συνεργασία με παραγωγούς και προμηθευτές, καθώς και οι μεταφορές.
Δεδομένου ότι το πώς και πού ξοδεύουν οι τουρίστες τα χρήματά τους επηρεάζεται σημαντικά από τα ξενοδοχεία και τους τουριστικούς πράκτορες, το υπουργείο Οικονομίας και Ανάπτυξης -σε συνεργασία με τους φορείς- θέτει στο προσκήνιο την αναγκαιότητα να αυξηθούν οι δαπάνες των τουριστών και η συμμετοχή των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στην αγορά τουρισμού με καλύτερη διασύνδεση του τουρισμού με την τοπική οικονομία και με εταιρείες οι οποίες επενδύουν σε αυτή την κατεύθυνση.
Ο κλάδος της αγροδιατροφής
Σε ό,τι αφορά τα προϊόντα αγροδιατροφής, δηλαδή τρόφιμα και ποτά, αυτά αποτελούν το 73,3% των προμηθειών των ξενοδοχείων, καταδεικνύοντας τις μεγάλες δυνατότητες διεύρυνσης της εγχώριας παραγωγής στον τουριστικό τομέα.
Αξίζει δε να σημειωθεί ότι στα νωπά εγχώρια προϊόντα μόλις το 30,4% διακινείται απευθείας από τους παραγωγούς προς τα ξενοδοχεία, ενώ οι υπόλοιπες προμήθειες σε τρόφιμα γίνονται σε ποσοστό άνω του 85% με ενδιάμεσους.
Στο ίδιο «πεδίο», η κατανάλωση νωπών προϊόντων φαίνεται να είναι ανάλογη της κατηγορίας/ποιότητας του ξενοδοχείου και γενικά καταγράφεται μία προτίμηση των ξενοδόχων για προμήθειες σε εγχώρια νωπά προϊόντα.
Παρά ταύτα, στα νωπά προϊόντα το ζήτημα της ποιότητας αξιολογείται ως ήσσονος σημασίας, με πρωτεύοντα να αναδεικνύονται τα ζητήματα της τυποποίησης και της αναποτελεσματικής συνεργασίας με τους προμηθευτές.
Σύμφωνα με την έρευνα, τα τρόφιμα, ποτά και νωπά προϊόντα καταλαμβάνουν σε όλες τις κατηγορίες ξενοδοχείων μέρος μεγαλύτερο των 2/3 της συνολικής αξίας των προμηθειών. Η μέση δαπάνη σε προμήθειες ανά ξενοδοχείο είναι 209.400 ευρώ (αγγίζει το 1 εκατ. ευρώ στα 5* και υποχωρεί στις 17.200 ευρώ στα 1*).
Από την έρευνα προκύπτουν και τα εξής:
- Το 59% του δείγματος απάντησε πως οι προμήθειές τους σε αλκοολούχα ποτά, πλην οίνου, προέρχονται από την εγχώρια αγορά σε ποσοστό μόλις 0%-10%.
- Το 44,5% ανέφερε πως οι προμήθειές σε τυποποιημένα τρόφιμα προέρχεται από την εγχώρια αγορά σε ποσοστό 75%-100%.
- Για μία στις τέσσερις ξενοδοχειακές μονάδες οι αγορές ειδών κοσμητικής προέρχεται από την εγχώρια αγορά σε ποσοστό μόλις 0%-10%.
- Αντιθέτως, το 55% του δείγματος απάντησε πως οι προμήθειες σε είδη επίπλωσης προέρχεται από την εγχώρια αγορά σε ποσοστό 75%-100%.
- Για μία στις δύο ξενοδοχειακές μονάδες (53,6%) οι προμήθειές τους σε αναψυκτικά, χυμούς, οίνους κ.λπ. προέρχονται σε ποσοστό 75%-100% από την εγχώρια αγορά.
- Σε ποσοστό 63,6% οι επιχειρήσεις απάντησαν ότι οι προμήθειές τους σε φρέσκα και νωπά προϊόντα προέρχονται από την εγχώρια αγορά σε ποσοστό 75%-100%.
- Το 56,7% αγγίζει το ποσοστό του δείγματος που προμηθεύεται αναλώσιμα από την εγχώρια αγορά σε ποσοστό 75%-100%.
Τα βιομηχανικά προϊόντα
Σχετικά με τις δαπάνες των ξενοδοχείων σε είδη βιομηχανίας, αυτές διαμορφώνονται στο 26,7% επί του συνόλου. Εξ αυτού του ποσοστού, το 7,9% είναι η δαπάνη σε αναλώσιμα, έπονται επίπλωση, ιματισμός και είδη κοσμητικής. Επισημαίνεται ότι η δαπάνη σε είδη κοσμητικής είναι ανάλογη της ποιότητας του ξενοδοχείου.
Και σε αυτή την κατηγορία οι ενδιάμεσοι έχουν το «πάνω χέρι», καθώς το ποσοστό προμηθειών μέσω τρίτων σε αναλώσιμα ανέρχεται στο 94%, σε είδη κοσμητικής στο 91% και σε είδη ιματισμού και επίπλωσης στο 85%.
Τα συμπεράσματα της μελέτης θα αξιοποιηθούν από τις ομάδες του φόρουμ για την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη διασύνδεση του αγροτικού τομέα, της μεταποίησης και του τουρισμού.
Ωστόσο, η διασύνδεση των κλάδων παρουσιάζει εικόνα ισχυρής εξάρτησης από τα δίκτυα διανομής, κυρίως λόγω διάρθρωσης των κλάδων, χωρικής ανισοκατανομής της παραγωγής και της κατανάλωσης, αλλά και της ιδιαίτερης γεωγραφικής μορφολογίας.
Σε κάθε περίπτωση, όπως αναφέρεται στη μελέτη, η γενική εικόνα του κλάδου των logistics στη χώρα δεν είναι ανάλογη της στρατηγικής γεωγραφικής της θέσης, αλλά και των αναγκών της.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειωθεί ότι:
- Ο κύριος όγκος των καταλυμάτων βρίσκεται στη νότια και νοτιοανατολική Ελλάδα.
- Η κύρια παραγωγή της χώρας σε προϊόντα που καταναλώνει ο τουρισμός παράγεται στην Κεντρική Μακεδονία, στη Θεσσαλία, στη Στερεά Ελλάδα, στην Πελοπόννησο και στην Αττική.
- Οι μεταφορικές υποδομές της χώρας βρίσκονται κυρίως στον άξονα του ΠΑΘΕ, όπως το ίδιο συμβαίνει και με τη συγκέντρωση της βιομηχανίας στη χώρα.
- Η διασύνδεση των κλάδων παρουσιάζει εικόνα ισχυρής εξάρτησης από τα δίκτυα διανομής λόγω ανισοκατανομής της παραγωγής/κατανάλωσης και της ιδιαίτερης γεωγραφικής μορφολογίας.
Περιθώρια βελτίωσης
Συνοψίζοντας, οι συντάκτες της μελέτης της PwC διακρίνουν ότι:
– Ο αγροτικός τομέας έχει σημαντική δυναμική, κυρίως ως προς τα νωπά λαχανικά και τα φρούτα, με την ποιότητά τους να είναι αναγνωρισμένη, παρ’ όλα αυτά δεν μπορεί να καλύψει τις ανάγκες του κλάδου σε γκάμα, ποσότητα και τυποποίηση.
– Ο τομέας της βιομηχανίας τροφίμων αφενός χρησιμοποιεί εγχώριες πρώτες ύλες και αφετέρου έχει διείσδυση στον κλάδο του τουρισμού. Ωστόσο, υπάρχουν σημαντικά περιθώρια βελτίωσης, κυρίως ως προς την κάλυψη των αναγκών του κλάδου σε γκάμα, ποσότητα και πιστοποίηση.
– Τα προϊόντα βιομηχανίας που αφορούν τον τουρισμό έχουν τη χαμηλότερη ανταπόκριση στον κλάδο, με πολύ μεγάλα περιθώρια βελτίωσης κυρίως σε θέματα ποιότητας και τυποποίησης.