Skip to main content

«Το μωρό» του Πάνου Σταθόγιαννη: Ένας πατέρας, ένα χαμένο μωρό, μια εξωφρενική αναζήτηση…

Μια δυστοπική ιστορία σε κάποιο ζοφερό μέλλον, όπου ο κόσμος αντιμετωπίζεται χωρίς καλλωπιστικές ψευδαισθήσεις

Το τελευταίο μυθιστόρημα του Πάνου Σταθόγιαννη “ΤΟ ΜΩΡΟ” είναι μια δυστοπική ιστορία που διαδραματίζεται σε κάποιο ζοφερό μέλλον, όπου ο κόσμος αντιμετωπίζεται ως “αντίπερα όχθη”, χωρίς καλλωπιστικές ψευδαισθήσεις. Η ελπίδα και η ομορφιά απεκδύονται την ψυχολογική τους αιτιολόγηση και φανερώνονται με την ωμότητα τού κυνισμού και της βίας. Ο ορθός λόγου διαπλέκεται με το παράλογο, το σάστισμα και τη μωρία. Η γλώσσα κινείται στους λαβυρίνθους της κυριολεξίας και τις στενωπούς της πολυαναφορικότητας.

Μια ιστορία από λάσπη και σύννεφο.

Ένας πατέρας, ένα χαμένο μωρό, μια εξωφρενική αναζήτηση…

ΤΡΙΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ

[…] Δεν φαινόταν τίποτα εκεί, όμως αυτός ήταν σίγουρος ότι το μωρό του κοιμόταν σ’ εκείνη ακριβώς την κούνια. Έβγαινε ένα φως από μέσα της, έτσι όπως σε κάτι παμπάλαιες δοξασίες πεθαμένων θρησκειών έβγαινε φως από το παχνί κάτι αλόγων, εντός του οποίου είχε τοποθετηθεί φασκιωμένο ένα άλλο βρέφος, που ήταν θεός, αλλά δεν πρόκοψε και πολύ στη ζωή του. Το έβλεπαν και οι υπόλοιποι αυτό το φως – ίσως με λιγότερη ένταση, αλλά το έβλεπαν. Δεν πίστευαν όμως στα μάτια τους, τα οποία δεν χόρταιναν να το βλέπουν, χωρίς να το παραδέχονται. Γνώριζαν εκ πείρας ότι, συχνά, τα φαινόμενα απατούν […]

[…] Το είχε τόσο πολύ μέσα του, που το έβλεπε σαν να είναι εκεί μπροστά του. Να μπουσουλάει. Να κοντοστέκεται. Να τον κοιτάζει με στιγμιαία απορία. Να τον αναγνωρίζει. Να του χαμογελάει. Να κατευθύνεται προς το μέρος του, μπουσουλώντας με σταδιακή επιτάχυνση. Να έρχεται προς το μέρος του, πλησιάζοντας την ταχύτητα φλεγόμενης βολίδας καταπέλτη. Τι ωραίο που ήταν. Τι γυμνούλι. Τι στρουμπουλό. Τι λαχταριστές οι δίπλες της ρόδινης σάρκας του. Κι αυτά τα δύο “φσσσουτ” που φαίνονταν να εκτείνονται λοξά στην πλατούλα του, άμα δεν είναι από την ταχύτητα που αποτυπώθηκε στο ένδον φιλμ του, θα πρέπει να είναι φτεράκια. Ναι, φτεράκια είναι. Μπουσουλούσε προς την αγκαλιά του πετώντας. Ανατρίχιασε από την ανυπόφορη ομορφιά […]

[…] Αν και δεν σήκωσε το κεφάλι του, ένιωσε πάνω του ψηλά το μωρό του να στέκει ακίνητο και να τον εποπτεύει, έτσι όπως πολλούς αιώνες πριν, ίσως και χιλιετίες, από τους τρούλους των ναών κάποιος λησμονημένης θρησκείας επόπτευε τα γήινα ο Παντοκράτορας. Ναι, ναι, έτσι το ένιωθε το μωρό του. Όχι σαν μωρό του, αλλά σαν Πατέρα Παντοκράτορα. Κάπου εκεί ψηλά. Πίσω από στρώσεις ενισχυμένου σκυροδέματος. Και όχι μόνο εκεί ψηλά, αλλά και παντού γύρω του. Να τον περιβάλλει και να τον ενέχει. Πώς είναι κάτι υπέρογκα αγάλματα του Σακιαμούνι, τα οποία δεν είναι μόνο αγάλματα, αλλά ναοί που σε δέχονται στην κοιλιά τους; Ε, ένα τέτοιο άγαλμα-ναός ήταν για τον Άραμι το μωρό του. Ένα μωρό-Βούδας σε τεράστιο μέγεθος. Κι εκείνος μέσα του. Προσκυνητής. Ικέτης. Μωρό του μωρού του […]

ΓΙΑ “ΤΟ ΓΥΑΛΙ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΝΟΡΟ”

Το “ΓΥΑΛΙ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΝΟΡΟ” είναι μια συλλογή πενήντα ενός σύντομων κειμένων, που κινούνται σε εκείνον το χώρο όπου ο ποιητικός λόγος συναντά τον ποιητικό και συνδαλέγεται δημιουργικά μαζί του. Θεματική τους, τα ανεξάντλητα ζητήματα που διερευνά από τις απαρχές της η έντεχνη γραφή – ο έρωτας, η απώλεια και το νόημα. Στοχασμός και συγκίνηση, αναζήτηση και έκσταση, ανακάλυψη και αποκάλυψη.

Με γλώσσα συγκεφαλαιωτική και πολύσημη, ο Πάνος Σταθόγιαννης, (ύστερα από τα υφολογικά ομοειδή “Ο ΓΡΑΦΙΑΣ” και “ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ ΤΟΝ ΚΟΙΤΑΞΑ”), διεκδικεί και πάλι την προσοχή μας, στο μεταίχμιο μεταξύ “λογισμού και ονείρου”.

ΕΝΑ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΠΑΕΙ ΚΑΙ ΣΚΟΤΩΝΕΙ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ

Πάω να σκοτώσω ανθρώπους, λέει ο άνθρωπος.

Κι αυτούς που σπέρνουν το σιτάρι;

Ναι, κι αυτούς που σπέρνουν το σιτάρι.

Κι αυτούς που παίζουν μουσική;

Ναι, κι αυτούς που παίζουν μουσική.

Και τις γυναίκες με τα μαλακά υπογάστρια;

Ναι, και τις γυναίκες με τα μαλακά υπογάστρια.

Και τα παιδιά με τα τόσο, τόσο, τόσο μεγάλα μάτια;

Ναι, και τα παιδιά με τα τόσο, τόσο, τόσο μεγάλα μάτια.

Πάει και σκοτώνει ανθρώπους ο άνθρωπος.

Ποιος είναι ο Πάνος Σταθογιάννης

Ο Πάνος Σταθόγιαννης γεννήθηκε στα Λευκάκια Ναυπλίου, στις 29 Αυγούστου του 1959. Σπούδασε Δημοσιογραφία και είναι κάτοχος διδακτορικού τίτλου στην Κοινωνιολογία της Μαζικής Επικοινωνίας. Έχει γράψει ποίηση, πεζό, σενάρια σε ντοκιμαντέρ και ταινίες μεγάλου μήκους. Στίχοι του έχουν μελοποιηθεί από σημαντικούς συνθέτες και ερμηνευτεί από σύγχρονους Έλληνες τραγουδιστές. Έχει μεταφράσει πάνω από 40 βιβλία Σλάβων (κυρίως) συγγραφέων. Βιβλία πεζά και ποιητικά κείμενά του έχουν  μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ισπανικά, σουηδικά, ρωσικά, βουλγαρικά, λιθουανικά και αραβικά.

Ζει και εργάζεται στην Αθήνα.

Έργα του:

«Η εποχή της αλεπούς», εκδόσεις Κέδρος, 1984.

«Το μοβ γοητεύει τα σαλιγκάρια», νουβέλα, εκδόσεις Α. Α. Λιβάνη-Νέα Σύνορα, 1994.

«Η κιβωτός με τις πρόθυμες γυναίκες», μυθιστόρημα, εκδόσεις Α. Α. Λιβάνη-Νέα Σύνορα, 1996.

«Ο ωραίος Έλληνας και άλλα θηρία της στάχτης», μυθιστόρημα, εκδόσεις Α. Α. Λιβάνη-Νέα Σύνορα, 1998.

«Νότια θηρία», ποίηση, τρίγλωσση έκδοση (ελληνικά, αγγλικά και λιθουανικά, μεταφράσεις – Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ και Ντάλια Σταπονκούτε), εκδόσεις Διεθνούς Κέντρου Συγγραφέων και Μεταφραστών Ρόδου, 2001.

«Όμαιμον» (σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων με λιθογραφίες της Μαργαρίτας Ράντεβα), έκδοση της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών, 2003.

Αφήστε λίγο γλυκό και για μας, κύριε Κάφκα!…», 2004, μυθιστόρημα, εκδόσεις Κέδρος. Τον Μάιο του 2012 το βιβλίο του αυτό κυκλοφόρησε στα βουλγαρικά (“Оставете малко сладко и за нас, господин Кафка!…”, μετάφραση Ντραγκομίρα Βάλτσεβα) από τις εκδόσεις  “Фондация литература”).

«Ιδανικός καιρός γι’ αγάπες και ψέματα», μυθιστόρημα, εκδόσεις Κέδρος, 2008.

«Ο Γραφιάς», κείμενα. εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2013.

«Τον έρωτα τον κοίταξα», κείμενα, εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2015.

«Ηρακλής – Οι 12 άθλοι, μυθοτράγουδα», παιδικά τραγούδια (βιβλίο και cd) σε συνεργασία με την Παυλίνα Παμπούδη και μελοποίηση του Τάσσου Ιωαννίδη),εκδόσεις Heaven και Selina Productions, 2018.

«Το Μωρό», μυθιστόρημα, εκδόσεις Bibliotheque, 2022.

«Το γυαλί και το σύνορο – 51 κείμενα», κείμενα, εκδόσεις Bibliotheque, 2023.