Skip to main content

Αλέκος Συσσοβίτης: «…Είναι τόσο αντιφατικό η χώρα που μας γεμίζει ήλιο να μας στραβώνει…»

Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]

Ήρωας μιας παράστασης, της οποίας ο κόσμος δεν επιθυμεί να είναι λογικός, αλλά υπερ – λογικός, να έρχεται από την προϊστορία και τα παραμύθια και να καταλήγει σε αινιγματικές πράξεις βίας και θανάτου, που έχουν χαρακτήρα τελετουργικό, ο ηθοποιός Αλέκος Συσσοβίτης μάς μιλά για το έργο «Αμάραντα».

Με υλικά όλα εκείνα τα θεμελιώδη συστατικά που συνθέτουν τα θεατρικά σύμπαντα του Παύλου Μάτεσι και της Γλυκερίας Μπασδέκη, η bijoux de kant επιχειρεί τη δημιουργία του εθνικού μας πορτρέτου: φαιδροί, βαρυπενθούντες, από χρόνια πεθαμένοι και πεινασμένοι φτωχοδιάβολοι, που προσπαθούν να αναπαραστήσουν τα συντρίμμια του εαυτού τους, μέσα από αυτήν την υπερ – λογική κωμωδία, που παρουσιάζεται σε σκηνοθεσία του Γιάννη Σκουρλέτη, στο θέατρο Faust.

Εκεί, που τα όρια ανάμεσα στην πραγματικότητα και την Τέχνη απουσιάζουν, ακριβώς όπως και τα όρια μεταξύ ζωής και θανάτου, ο Αλέκος Συσσοβίτης, ως μέλος ενός θιάσου ζώντων και νεκρών στην έσχατη παράστασή τους, μιλά για το έργο και για τη σημερινή Ελλάδα.

Τι επιχειρεί να δημιουργήσει η bijoux de kant μέσα από τα θεατρικά σύμπαντα του Παύλου Μάτεσι και της Γλυκερίας Μπασδέκη;

Έναν γόνιμο θόρυβο αγανάκτησης για τους ανθρώπους που τόσο αγαπά. Οι Bijoux, όπως οι τυραννισμένοι αυθεντικοί των Μάτεσι – Μπασδέκη, βιώνουν στο πετσί τους την αδικία, που προκαλεί το “δίκαιον του ισχυρού”, και συμπονούν τον μικροαστό, που, μέσα στην άγνοιά του, την αμάθειά του και την ανημπόρια του, παλεύει να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων, από παλιά. Ένα γένος γενναίων δολοπλόκων με χρυσή καρδιά γράφει ιστορία, πνιγμένο στο μικρό Εγώ του. Αντίπαλός του η ανάγκη για επιβίωση με όποιον τρόπο. Ο άνθρωπος που στερείται αγαθών δεν θα διστάσει να κλέψει, να πατήσει πάνω στον φίλο του, κι ας  τρέφει έρωτα μεγάλο για αυτόν. Οι ζωντανοί, που τρώγονται από τη ζωντάνια τους, τραβούν την προσοχή τους. Είμαστε λαός προικισμένος με πολλά, αλλά, στη φύση μας, είναι να βγάζουμε τα μάτια μας τα ίδια. Αν το θέατρο καλείται να βγάλει την ποίηση από το ασυνείδητο του θεατή, ώστε να μάθει τα καλά και τα κακά του, τότε οι Bijoux βουτούν με τόλμη στα άδυτά του.

Για τι μιλάει η παράξενη αυτή κωμωδία;

Μια φορά κι έναν καιρό, ο έρωτας φύσηξε λεβέντικα στα ρουμάνια της Ρούμελης. Τόπος σκληρός για πολυτέλειες. Άντρες, γυναίκες πέφτουν στο δίχτυ του, και Αμάραντοι ρουφούν κάθε σταγόνα της ζωής. Πονούν, γελούν, παίζουν και θρηνούν οι άσωτοι κι αμαρτωλοί, λες κι ήταν αρματολοί. Τον χάρτη θα διαβούν από άκρη σε άκρη της Ελλάδας, της σάλτσας της μακαρονάδας. Θα τη ρουφήξουν, θα την καταπιούν. Αν δεν τη φάνε, δεν ηρεμούν. Σκυλιά του ελέους, που έγιναν πνεύματα στο διάβα του χρόνου, στη σκηνή μας θα βρεθούν. Ζωντανοί, νεκροί, όλοι μαζί, σαν μια εικόνα ταιριαστή μιας χώρας που το μέλλον άβουλα κοιτά. Χωρίς σύνορα και γλώσσα παρελθόν, ατενίζουμε το παρόν. Κι όμως, όρθιοι ξανά, θα παραστήσουμε, κι ας έχουμε τον Χάρο συντροφιά.

Σκιαγραφείστε μας τους ήρωές της.

Τέσσερις, επί σκηνής. Οι δυο ζωντανοί κι άλλοι δύο ζωντανά νεκροί. Το ντουέτο που γίνεται σόλο. Αυτός, ο Μέμος, κι ο άλλος, ο Στάμος. Φίλοι από παλιά, ηθοποιοί του μπουλουκιού. Στη μεγάλη τους παράσταση, ο ένας φεύγει από τη ζωή. Στο παρασκήνιο όμως, η οπτασία του ζωντανή. Εκεί, και η πρώην του, Μερόπη, να τσουρνέψει τον βίο του. Γυναίκα που μεγάλωσε με τον πόνο αγκαλιά, κι έτσι, σκληρή κατάντησε. Όταν μεγαλώσεις τρώγοντας αγκάθια, σόλα η γλώσσα σου θα γίνει. Και η Αντώνα, εφτάψυχη σαν την απέθαντο Ελλάδα, φάντασμα από τον Παράδεισο, τα κολασμένα της θα πει. Χρόνος και τόπος αέναος μιας χώρας έτοιμης να φαγωθεί από τα σκυλιά εκεί έξω.

Τι βιώνουν και τι αναζητούν στον υπερ – λογικό κόσμο της παράστασης;

Ύψιστη στιγμή στο μεγαλύτερο σόου της ζωής του, ο Μέμος έχει μπροστά του τον Θάνατο σαν μαγνήτη να τον μαδά. Οι μνήμες τού τρώνε τα σωθικά. Χαρά και λύπη πλημυρίζουν την καρδιά. Στα πόδια του, για άλλη μια φορά, θα μπορέσει να σταθεί; Κανείς πρέπει να καεί κι, από τις στάχτες του, να γεννηθεί. Η σιωπή του φρέσκου νεκρού Στάμου, πιο ισχυρή, στα λόγια του θα αντισταθεί. Κι αυτή τον νικητή θα φέρει. Η Μερόπη, πιο πρακτική, για το στομάχι της θα νοιαστεί. “Παίξε στο τσίρκο Μέμο, φέρε τα ποσοστά του, τη διατροφή μου και τα ρούχα τα δικά του”. Η Αντώνα, εξ ουρανού, μια τέτοια νύχτα στη γη πατεί να εξαγνιστεί και, για άλλη μια φορά, να λυτρωθεί. Η ιστορία μιας Ελλάδας μάνας που τρώει τα παιδιά της.

Πώς αισθάνεστε για τη σημερινή Ελλάδα;

Πικρία για την κατάντια μας και την αμάθειά μας. Αγάπη για μια από τις ομορφότερες χώρες του κόσμου (κι έχω δει αρκετές), αλλά και αγανάκτηση συνάμα. Πάλι, έτοιμοι να φαγωθούμε είμαστε, αν στερέψει κι άλλο η βρύση, που το χαντάκι της βαθύ το σκάβουμε. “Αναμπουμπούλα, Εμφύλιος, σάμπως καταλαβαίναμε;” θα γράψει η Μπασδέκη. Είναι τόσο αντιφατικό η χώρα που μας γεμίζει ήλιο να μας στραβώνει. Σαν να είναι η φύση μας τόσο διττή!

Τι χρειαζόμαστε πραγματικά σε αυτήν τη δύσκολη φάση;

Αν είμαστε έρμαια μιας επερχόμενης παγκοσμιοποίησης, όπου τα αφεντικά δεν θα είναι τα δικά μας, τότε χρειαζόμαστε τόλμη και συνοχή, και ας έρθει το πεπρωμένο να μας βρει. Κανείς δεν σταμάτησε τον χρόνο. Τουλάχιστον, να μην πέσουμε αμαχητί.

Τι σας τονώνει το ηθικό;

Η κάθε στιγμή είναι μοναδική. Είμαι ευγνώμων που ζω και τη χαίρομαι. Αυτός ο τόπος είναι ευλογημένος και τρέφω την ελπίδα πως η Ιστορία δεν θα μας ξεχάσει.

Ταυτότητα παράστασης

Κείμενο: Παύλος Μάτεσις – Γλυκερία Μπασδέκη, σκηνοθεσία: Γιάννης Σκουρλέτης, βοηθός σκηνοθέτης: Ηλέκτρα Ελληνικιώτη, σκηνογραφία: Κωνσταντίνος Σκουρλέτης, φωτισμοί: Χριστίνα Θανάσουλα, βοηθός σκηνογράφου: Νίκος Παπαδόπουλος. Παίζουν: Αλέκος Συσσοβίτης, Μαρία Πανουργιά, Μπέττυ Βακαλίδου, Αλέξανδρος Παπαϊωάννου.

Πληροφορίες

Θέατρο Faust: Καλαμιώτου 11 – Μοναστηράκι, τηλ.: 210 3234095. Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Πέμπτη έως Σάββατο: 21.00, Κυριακή: 19.00. Διάρκεια παράστασης: 90 λεπτά. Τιμές εισιτηρίων: κανονικό: 12 ευρώ, φοιτητικό – ανέργων: 10 ευρώ. Προπώληση εισιτηρίων: καταστήματα Public, τηλεφωνικά: 11876, ηλεκτρονικά: viva.gr.