Skip to main content

Ειρήνη Δράκου: «…Να μάθουμε να λειτουργούμε ως ομάδα…»

Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]

Πρωτοστατώντας σε μία εξαιρετικά επίκαιρη παράσταση, στην οποία οι θεατές γίνονται «μάρτυρες» μιας Ευρώπης κι ενός κόσμου που μας παρασέρνει στη δίνη της αλλαγής του, με αφορμή τις τρομοκρατικές επιθέσεις στο Λονδίνο του 2005, η ηθοποιός Ειρήνη Δράκου μάς μιλά για την «Πορνογραφία».

Βασισμένη στο ομώνυμο έργο του βραβευμένου συγγραφέα Simon Stephens, για το τώρα και το πάντα που ταράσσει την ανθρωπότητα, την εξάπλωση της βίας, σε περιοχές, όμως, που, μέχρι χθες, μας ήταν αδιανόητο να φανταστούμε, η παράσταση «Πορνογραφία» παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα.

Το ανέβασμά της πραγματοποιείται στο θέατρο Θησείον, κάθε Κυριακή, Δευτέρα και Τρίτη, στις 9.30 το βράδυ, έως τις 21 Μαΐου, από την ομάδα ΑΣΙΠΚΑ του Δημήτρη Μπίτου και της Ειρήνης Δράκου, η οποία μας μιλά για την παράσταση και για τη σημερινή Ελλάδα.

Πότε και υπό ποιες συνθήκες έγραψε ο Simon Stephens αυτό το έργο;

«Το “Pornography” γράφτηκε το 2007, με αφορμή το τρομοκρατικό χτύπημα που έγινε στο Λονδίνο, στις 7 Ιουλίου 2005, συμπίπτοντας με την ανακοίνωση της λήψης των Ολυμπιακών Αγώνων από το Λονδίνο και τους εορτασμούς των συναυλιών (Live 8) που διοργανώθηκαν σε παγκόσμιο επίπεδο, με αφορμή τη σύνοδο του G8 για την αντιμετώπιση της παγκόσμιας φτώχιας».

Ποια θέματα θίγει;

«Στο έργο, αποτυπώνεται μια διαδρομή, με αφετηρία την έξαψη που βιώνει το Λονδίνο, τον Ιούλιο του 2005, λόγω του τεράστιου “μιντιακού” γεγονότος του εορτασμού της ανάληψης των Ολυμπιακών Αγώνων του 2012. Ταυτόχρονα, ο Bob Geldof, διοργανωτής του Live 8 και των συναυλιών κατά της φτώχιας στον πλανήτη, διαδηλώνει παθιασμένα στο stage της συναυλίας στο Εδιμβούργο: “Απόψε είναι η γιορτή της ζωής, απόψε γιορτάζουμε την άρνηση του καρναβαλιού του θανάτου που βλέπουμε να παρελαύνει στις τηλεοράσεις μας ζωντανά, απόψε γιορτάζουμε την άρνηση της πορνογραφίας της φτώχιας που παίζεται κάθε βράδυ στο σαλόνι μας”. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, το Λονδίνο πέφτει σε κατάσταση σοκ από την είδηση ότι οι πρώτοι βομβιστές αυτοκτονίας είχαν χτυπήσει στη Βρετανία. Το γεγονός ακολουθούν μαραθώνιοι κάλυψης και ανάλυσης τηλεοπτικού χρόνου.

Ο συγγραφέας μοιάζει να εμπνέεται από τα λόγια του Geldof, κι ας σχολιάζει, μέσω του έργου, την υποκρισία τέτοιων μεγάλων φιλανθρωπικών εκδηλώσεων σήμερα. Αυτό υπήρξε για μας ένα από τα κομβικά σημεία συνάντησης μαζί του. Το πώς μπορείς να απολαμβάνεις το βραδινό σου με φόντο τον λιμό στην Αφρική ή σκηνές βίας και εξαθλίωσης, και όλα να έχουν το ίδιο μέγεθος μέσα σου, νομίζω ότι είναι ένα από τα κύρια θέματα που διαπραγματεύεται το έργο. Ο ίδιος ο συγγραφέας δηλώνει κάπου: “Νομίζω ότι ζούμε σε πορνογραφικούς καιρούς” και ότι του έκανε εντύπωση πως, στο επίκεντρο της δράσης των τρομοκρατών, ήταν η αποξένωση από τους ανθρώπους που πήγαιναν να σκοτώσουν και από τον εαυτό τους. Αυτό φάνηκε να είναι σύμπτωμα μιας καταναλωτικής κουλτούρας, η οποία αντικειμενοποιεί τους πάντες και τα πάντα.

Σχολιάζει, επίσης, την αίσθηση του μεγάλου παγκόσμιου δράματος στις τηλεοράσεις μας, το οποίο μας προσφέρει μια ψευδαίσθηση επικοινωνίας, ατροφώντας, όμως, και δηλητηριάζοντας όλα τα ένστικτα για αληθινή επικοινωνία, και, ταυτόχρονα, μας κάνει να νιώθουμε ότι είμαστε πολύ μικροί και πολύ λίγοι, για να προκαλέσουμε μεγάλες αλλαγές. Καλλιεργεί, επίσης, την ψευδαίσθηση του να ανήκεις κάπου, στο “παγκόσμιο χωριό”, όπως λέγεται κομψά με ρομαντικές αναφορές σήμερα.

Ταυτόχρονα, μιλάει για την τάση να προμοτάρεται το μεγάλο και το θορυβώδες. Όπως όλες αυτές οι μεγάλες γιορτές, διοργανώσεις, φιλανθρωπικά event, ποδοσφαιρικοί αγώνες και συναυλίες. Σαν να επισκέπτεται κανείς έναν μεγάλο ναό, όπως θα συμμετείχε στο παρελθόν σε μια τελετουργία, αλλά πλέον μηχανικά, χωρίς να υπάρχει κανένα αληθινό νόημα αυτής της “τελετής”, με τη ζωή του την ίδια, με τον αληθινό εαυτό του.

Ο σύγχρονος άνθρωπος δείχνει εξόριστος σε αυτό το μιντιακό σύμπαν και δείχνει να ζει και να τρέφεται με θέαμα περισσότερο από ποτέ. Το “τη ζωή μας και τη μισή ζωή μας”, όπως λέει ο Έλιοτ, ή “ζούμε και ψευτοζούμε”, όπως μεταφράζει ιδανικά ο Σεφέρης, μοιάζει να μας ταιριάζει περισσότερο από ποτέ. Μοιάζει να έχει απονευρωθεί εντελώς εκείνο το κομμάτι της συνείδησης, που αποτιμά μικρά καθημερινά πράγματα, που, στα αλήθεια, μπορεί να έχουν τη δύναμη να προκαλέσουν τεράστιες αλλαγές. Και στο έργο, ο συγγραφέας χρησιμοποιεί ελάχιστες πράξεις, με τεράστιους συμβολισμούς, για να θίξει ακριβώς αυτό το θέμα.

Παράλληλα, επαληθεύεται ότι το “Pornography” είναι “ένα έργο για την αστική ζωή και για τη σύγχρονη μητρόπολη που καταβροχθίζει τις ζωές μας”. Ο συνωστισμός στις πόλεις, η αγοραφοβία, ο φόβος της εγγύτητας και, την ίδια στιγμή, το αίσθημα της αγέλης, μοιάζει σαν το τέρας του σύγχρονου κόσμου να έχει αρχίσει να τρώει την ίδια του την ουρά. Το αποτυπώνει πάλι ο Έλιοτ στο  “Φονικό στην εκκλησιά”:

“Μα τώρα ένας μεγάλος φόβος έπεσε πάνω μας,

φόβος όχι του ενός… μα του πλήθους,

ένας φόβος σαν τη γέννηση και τον θάνατο,

όταν βλέπουμε τη γέννηση και τον θάνατο μόνους

μέσα σε ένα κενό, κατάμονους,

Φοβούμαστε έναν φόβο

που δεν μπορούμε να γνωρίσουμε

που δεν μπορούμε ν’ αντικρίσουμε,

που κανείς δεν καταλαβαίνει,

κι οι καρδιές μας ξεριζώνονται,

το μυαλό μας ξεφλουδίζεται

σαν τις φλούδες κρεμμυδιού,

και ο εαυτός μας χαμένος

σ’ έναν Τελικό φόβο

που κανείς δεν καταλαβαίνει”.

Τι ώθησε την ομάδα ΑΣΙΠΚΑ να παρουσιάσει αυτό το έργο;

«Η κατάσταση transit, στην οποία είναι εγκλωβισμένοι όχι μόνο οι πρόσφυγες στην Ελλάδα σήμερα, ακολουθώντας και οι ίδιοι τα χνάρια “μιντιακών” μύθων, κινούμενοι προς μεγάλες μητροπόλεις ή πλούσια κράτη. Η κατάσταση transit μεταξύ θεάματος και αληθινής ζωής που βρίσκεται ο άνθρωπος σήμερα, η απομάκρυνση από τη φύση κι ό,τι μπορεί αυτό να σημαίνει, οι σύγχρονοι virtual τόποι εξορίας από τους ίδιους μας του εαυτούς και από τους άλλους, καθώς και τα θέματα, στα οποία αναφέρθηκα εκτενώς παραπάνω, αποτέλεσαν τους βασικούς λόγους».

Πώς εξελίσσεται η ιστορία του έργου και ποια είναι τα χαρακτηριστικά του δικού σας ρόλου;

«Στο έργο, οι ήρωες έχουν αριθμούς, όχι ονόματα. Μιλούν επτά πρόσωπα, κάτοικοι του Λονδίνου. Τους συναντάμε σε στιγμές της καθημερινότητάς τους, μέσα στο κλίμα του εορτασμού της λήψης της Ολυμπιάδας και των συναυλιών του LIVE 8. Είναι σαν να ακολουθούν επτά διαδρομές, σκιαγραφώντας μια αντίστροφη μέτρηση μέχρι την έκρηξη. Σαν το “τράνταγμα” αυτό να τους ξυπνάει για λίγα δευτερόλεπτα, όσο επιτρέπουν στους εαυτούς τους, και τους επαναφέρει στην αληθινή ζωή. Ανάμεσά τους, κι ένας νεαρός άνδρας, κατά πάσα πιθανότητα ένας εκ των τρομοκρατών.

Ταυτόχρονα, τα υπόλοιπα πρόσωπα, άνθρωποι της διπλανής πόρτας, μοιάζουν να μην έχουν διαφορετική ψυχοσύνθεση από αυτήν του φανταστικού βομβιστή του Stephens. Η πραγματικότητα που τους περιβάλει, με κάποιον απροσδιόριστο τρόπο, σαν να τους ακρωτηριάζει από τα ένστικτά τους, από οποιονδήποτε χρόνο αληθινής συνάντησης με τον εαυτό τους και τους άλλους, δείχνει τόσο βίαια, όσο και η βία που διαπερνά τον λόγο και τις σκέψεις τους. Εισπράττουν κι επιστρέφουν μια βουβή βία, που διατρέχει την καθημερινότητα και τις σχέσεις τους, μοιάζει με βόμβο, αλλά εκκωφαντικό.

Αυτός ο βόμβος, προσωπικά, μου θυμίζει τον ήχο, που αφήνουν πίσω τους, ως ίχνος στον χώρο και ως αποτύπωμα στις αισθήσεις μας, οι αναμμένες οθόνες μετά από ώρες χρήσης στις ζωές μας, ένας μόνιμος θόρυβος, μια έξη σε μια ανεξάντλητη πηγή πληροφορίας που μοιάζει με ναρκωτικό.

Στο έργο, κάνω τρεις ρόλους: του τρομοκράτη, μιας ηλικιωμένης χήρας που ζει μόνη της και μιας εκπαιδευτικού που συναντιέται με έναν πρώην καθηγητή της, για να του ζητήσει να τη βοηθήσει να βρει δουλειά. Η ηλικιωμένη χήρα δείχνει βυθισμένη στην προσωπική της δίνη κι αποξενωμένη από τα γεγονότα που την περιβάλουν, αναδεικνύοντας την ειρωνεία τού να πηγαίνεις σε συναυλίες κατά της παγκόσμιας φτώχιας και της ειρήνης στον πλανήτη και, την ίδια στιγμή, το πολιτικό σύστημα που συντηρείς, ψηφίζεις και ευημερείς μέσα σε αυτό, να βασίζεται στη βιομηχανία όπλων ή να μεθοδεύει πολέμους λίγο παραπέρα στον πλανήτη. Και οι τρεις ήρωες που υποδύομαι δείχνουν να πάσχουν από φοβερή μοναξιά, σύγχυση και απόγνωση».

Πώς αισθάνεστε για τη σημερινή Ελλάδα;

«Απλά, ελπίζω πως η στοιχειώδης επίγνωση ότι αυτή η μεγάλη “κρίση” δεν έσκασε ξαφνικά ένα πρωινό σαν βόμβα να έχει γράψει μέσα μας με έναν τρόπο που μας πάει παραπέρα. Το πρώτο πράγμα, στο οποίο νιώθω ότι χρειάζεται  να εστιάσουμε, είναι η αλληλεγγύη που αναδύεται».

Τι χρειαζόμαστε πραγματικά σε αυτήν τη δύσκολη φάση;

«Να ξαναπιστέψουμε στους εαυτούς μας χωρίς μεγαλομανία. Να μάθουμε να λειτουργούμε ως ομάδα. Και να ασχοληθούμε σοβαρά με τον πολιτισμό μας, τη μεγαλύτερη προίκα μας».

Τι σας τονώνει το ηθικό;

«Εμπνέομαι πάντα από τους ποιητές, από τους τίμιους και τους δημιουργικούς ανθρώπους, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. Το ότι ακόμα γνωρίζω τέτοιους ανθρώπους. Το ότι αυτή η χώρα έχει ακόμη απίστευτες ομορφιές».

Ταυτότητα παράστασης

Σκηνοθεσία: Δημήτρης Μπίτος, μετάφραση: Χρήστος Νικολόπουλος, δραματουργική επεξεργασία: Ειρήνη Δράκου – Δημήτρης Μπίτος, σκηνικά – κοστούμια: Νόρα Δεληδήμου. Παίζουν: Ειρήνη Δράκου, Δανάη Παπουτσή, Βασιλική Σουρρή, Αντώνης Τσίλλερ, συμμετέχει: Θοδωρής Τσάτσος.

Πληροφορίες

Θέατρο Θησείον: Τουρναβίτου 7 – Ψυρρή, τηλ. κρατήσεων: 210 3255444. Διάρκεια παράστασης: 100 λεπτά. Τιμές εισιτηρίων: γενική είσοδος: 12 ευρώ, μειωμένο: 8 ευρώ. Προπώληση εισιτηρίων: ταμείο θεάτρου, εκδοτήριο Ticketservices: Πανεπιστημίου 39 – στοά Πεσμαζόγλου, τηλεφωνικά: 210 7234567, ηλεκτρονικά: ticketservices.gr.