Το βιβλίο «“Ηράκλειον” SOS βυθιζόμεθα» του Παναγιώτη Μπελώνη και της κόρης του, Πηγής, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος. Βασίζεται στην καταγραφή των πραγματικών γεγονότων του ναυαγίου του επιβατικού πλοίου «Ηράκλειον», που έγινε στη Φαλκονέρα στις 8 Δεκεμβρίου του 1966. Στηρίζεται σε προσωπικές σημειώσεις και αφηγήσεις του τελευταίου διασωθέντος, Παναγιώτη Μπελώνη, στις μαρτυρίες των ναυαγών συντρόφων του, σε συνεντεύξεις με ανθρώπους που ενεπλάκησαν στην προσπάθεια διάσωσης, σε ειδικούς επιστήμονες και, κυρίως, σε πολύχρονη αρχειακή έρευνα.
Η συγγραφέας Πηγή Μπελώνη μάς μίλησε για το πόνημα, το οποίο αφιερώνει στον άντρα της ζωής της, τον πατέρας της –που έφυγε από τη ζωή, λίγο πριν την ολοκλήρωσή του.
Να ξεκινήσουμε με δικές σας, παιδικές αναμνήσεις από το τραγικό ναυάγιο;
«Μεγάλωσα ακούγοντας αυτήν την ιστορία. Ήταν κομμάτι της καθημερινότητάς μας μέσα στην οικογένεια, αφού ο μπαμπάς μου συχνά ανέφερε κάποια αποσπάσματα, σκόρπιες θύμησες. Πάντα έβρισκε μια αφορμή για να λέει “όπως στο ναυάγιο” ή “από το ναυάγιο” . Επίσης, αφηγούνταν στο φιλικό του περιβάλλον την περιπέτειά του και πολλές φορές ήμουν παρούσα. Βέβαια, δεν ήταν κάθε στιγμή κατάλληλη για να ξεκινήσει να μιλάει για το μαρτύριο που έζησε, επειδή κάθε φορά βίωνε από την αρχή την τραγωδία και φορτιζόταν πολύ συναισθηματικά.
Όταν σήμαινε η ώρα, έσμιγε τα φρύδια του, χάιδευε απαλά τα γένια του, κοίταζε μακριά και πολύ δειλά ξεκινούσε. Ακούγοντάς τον, ένιωθες σαν να αγωνιούσε κι εκείνος για την εξέλιξη των γεγονότων. Και όσο προχωρούσε, γινόταν πιο ευαίσθητος. Οι διακοπές ήταν συχνές και, πολλές φορές, έπαιρναν τόσο χρόνο, που φοβόμουν ότι θα διέκοπτε τη μαρτυρία. Σε λίγο, στο πρόσωπό του άρχιζαν να κυλούν τα πρώτα δάκρυα, που ποτέ δεν προσπάθησε να κρύψει.
Για να είμαι ειλικρινής, όταν ήμουν μικρό παιδί, δεν μπορούσα να εκτιμήσω την βαρύτητα της εμπειρίας του.
Βρισκόμουν στη ηλικία των οκτώ με εννέα ετών όταν, επίσης, ναυάγησε σε υπερατλαντικό ταξίδι και ο αδερφός της μητέρας μου -και διεσώθη κι εκείνος μετά από πολλές ώρες. Έτσι, το παιδικό μου μυαλό, που σε αυτήν την ηλικία δεν είχε την δυνατότητα ανάλυσης των δεδομένων, έκανε τον εξής συνειρμό: όλοι οι δυνατοί και γενναίοι άντρες, κάποια στιγμή θα βρεθούν σε ένα καράβι που θα βουλιάξει και σίγουρα θα σωθούν!»
Από πού πήγασε η ανάγκη του πατέρα σας για τη συγγραφή του βιβλίου;
«Η συγγραφή του βιβλίου ήταν επιθυμία του πατέρα μου για να αναδείξουμε τα πραγματικά αίτια αυτής της τραγωδίας, όπως και το μελανότερο σημείο εκείνης της αποφράδας ημέρας, που ήταν η επιχείρηση διάσωσης των επιζώντων ναυαγών. Ο πατέρας μου ένιωθε ότι το όφειλε στους συγγενείς των θυμάτων αλλά και στη μνήμη όσων χάθηκαν τόσο άδικα.
Χαρακτηριστικά συνήθιζε να λέει : “πρέπει να μάθει ο κόσμος πώς έπνιξαν τους ανθρώπους εκείνο το βράδυ”.
Με δυο λόγια, το βιβλίο αυτό, ο μπαμπάς μου ήθελε να είναι ένα εμπεριστατωμένο κείμενο, που θα αναδείκνυε με απλό, και κατά το δυνατόν πλήρη, τρόπο τις πραγματικές ευθύνες γι’ αυτό το μεγάλο έγκλημα. Ήταν βαθιά συναισθηματικό άτομο, κι αυτός ο τρομερός απολογισμός του ναυαγίου ήταν εις μνήμην όσων έφυγαν, οι οποίοι ένιωθε ότι τον ακολουθούσαν».
Μοιραστείτε μαζί μας κάτι από το κλίμα κατά τη διάρκεια καταγραφής των αφηγήσεών του.
«Η αφήγηση του, κατά την διάρκεια της συγγραφής, δεν έμοιαζε με εκείνες που συνήθιζε να κάνει σε οποιονδήποτε ακροατή. Εδώ, χρειαζόταν να αναλύσουμε εξονυχιστικά όλες τις λεπτομέρειες των γεγονότων που βίωσε και να θυμηθεί διεξοδικά, όχι μόνο όσα έζησε και είδε, αλλά και όσα υποψιάστηκε ή σκέφτηκε, εκείνο το τραγικό βράδυ. Για τον πατέρα μου αυτό δεν ήταν δύσκολο, γιατί είχε την ικανότητα να χειρίζεται καλά τον λόγο. Μας έπαιρνε χρόνο, ένιωθε να κουράζεται, του ξυπνούσε ο θυμός και η αγανάκτηση, ναι, το ζούσε ξανά, αλλά η επιθυμία του να είναι ακριβής και αληθινός του έδινε δύναμη και κουράγιο.
Άλλωστε, έπρεπε να μιλήσει για τα συναισθήματά του, λεπτό προς λεπτό. Τους φόβους, τις αγωνίες, την απογοήτευση τον πόνο και την απελπισία που έζησε εκείνος αλλά και οι σύντροφοί του. Αυτό τον λύγιζε και μας ανάγκαζε να κάνουμε μεγάλες διακοπές, που μπορούσαν να διαρκέσουν βδομάδες. Εκεί έβλεπα καθαρά τα σπασμένα κομμάτια της ψυχικής του ισορροπίας».
Δώστε μας ένα στίγμα των σημαντικότερων αιτιών βύθισης του «Ηράκλειον».
«Απαντώντας στην ερώτηση “γιατί βυθίστηκε το Ηράκλειον”, παρότι μετά την διερεύνηση του γεγονότος έχω εκτίμηση που μπορεί να εκφραστεί σε μία πρόταση, θεωρώ ακριβές να απαντήσω ότι για να συμβεί ένα τόσο τραγικό γεγονός, πρέπει να υπάρχουν πολλές αιτίες συγχρόνως.
Το πλοίο “Ηράκλειον” ήταν θέμα χρόνου πότε θα βυθιστεί.
Είναι βέβαιον ότι για αυτή τη θαλάσσια τραγωδία δεν φταίει η κακοκαιρία ούτε το φορτηγό που έσπασε την μπουκαπόρτα, εκείνο το μοιραίο βράδυ.
Η προβληματική μετασκευή του πλοίου, που δεν πληρούσε τους όρους ασφαλείας -γιατί το “Ηράκλειον”, όταν αγοράστηκε, δεν ήταν κακό πλοίο, αλλά η μετασκευή του το έκανε τέτοιο-, τα πλαστά πιστοποιητικά της Επιθεώρησης Εμπορικών Πλοίων, που εκδίδοταν και δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματική του κατάσταση, οι σχέσεις διαπλοκής των Τυπάλδων με την κυβέρνηση των αποστατών, οι επίσημοι κανονισμοί της ναυσιπλοΐας που ήταν ελάχιστοι –και ούτε αυτοί εφαρμόζονταν–, το ανεκπαίδευτο πλήρωμα με ανεπαρκείς γνώσεις, αλλά και η αδιαφορία από πλευράς κρατικού μηχανισμού για την αξία της ανθρώπινης ζωής, έστειλαν το “Ηράκλειον”, φορτωμένο με πολλές ανθρώπινες ψυχές στους βυθούς».
Πού απέδωσε, τελικά, ο πατέρας σας τη σωτήρια του;
«Θεωρούσε ότι πολλοί ήταν οι παράγοντες που τον βοήθησαν να σωθεί, αλλά πάντα αναφερόταν και στην τύχη· ότι βρέθηκε ξύπνιος την ώρα που βούλιαξε το πλοίο, ότι κατάφερε να εγκαταλείψει έγκαιρα το πλοίο, ότι βρέθηκε το κασόνι μέσα στη θάλασσα -όταν δεν είχε πια δυνάμεις. Όλα πίστευε ότι βοήθησαν αλλά περισσότερο ότι εκτίμησε από νωρίς σωστά την κατάσταση, ότι ήταν σκληραγωγημένος και άντεξε και ότι τον βοήθησε και η τύχη.
Προσωπικά, δεν πιστεύω ότι μπορούμε επιστημονικά να αποδείξουμε την ύπαρξη της τύχης -ούτε εκείνος, νομίζω ότι την πίστευε-, αλλά συχνά η σύμπτωση μαζί με το μέγεθος του ρίσκου που αναλαμβάνει κάποιος, μπορούν να δημιουργήσουν έναν αποτελεσματικό τρόπο για να διαχειριστεί καταστάσεις που μοιάζουν ασύλληπτες και να εκμεταλλευτεί ευκαιρίες μοναδικές. Βέβαια, πιστεύοντας στην τύχη εύκολα κάποιος αποκτά ελπίδα και αντιμετωπίζει κρίσιμες συνθήκες με αισιοδοξία και αυτό δίνει προβάδισμα στην επιτυχία».
Κράτησε επαφές με συνταξιδιώτες του στο μοιραίο δρομολόγιο;
«Ναι, κράτησε με αρκετούς διασωθέντες αλλά περισσότερο με τους συντρόφους του που βρέθηκαν εκείνες τις ώρες στο ίδιο ξύλινο κασόνι. Τον Σταύρο, τον Ηλία και τον Παναγιώτη εκείνη η μοιραία νύχτα τους ένωσε για πάντα. Όταν ο πατέρας μου έλεγε τα ονόματά τους, τα πρόφερε πιο γλυκά ακόμα κι από το όνομα του αδερφού του.
Προσπαθούσε, επίσης, να συναντιέται και με άλλους επιζώντες που ζούσαν στην πόλη μας».
Πόσο επηρέασε τη ζωή του αυτή η εμπειρία;
«Του σημάδεψε τον συναισθηματικό του κόσμο. Ιδιαίτερα εκείνες, οι τελευταίες του σκέψεις που αναφέρονταν στην αγάπη. Τολμώ να πω ότι ήταν καλό το “χώμα” και βλάστησε ο σπόρος μέσα του. Έτσι, ο πατέρας μου έλεγε καθημερινά το “σ’ αγαπώ” και άφηνε τον εαυτό του να το νιώθει -μετά το ναυάγιο, το είχε θρέψει μέσα του, το είχε χτίσει και δεν το άφησε ποτέ να ξεθωριάσει. Είχε το θάρρος να επενδύει στην αγάπη και να την εμπιστεύεται, ακόμα και πριν από το τραγικό γεγονός, γι’ αυτό και μετέπειτα το αξιοποίησε περισσότερο. Έμαθε και σε μας, στα παιδιά του, να διαχειριζόμαστε με τον ίδιο τρόπο τα συναισθήματά μας.
Δεν στοίχειωνε όμως τους εφιάλτες του, γιατί δεν ήταν η ιστορία της ζωής του, αφού είχε ζήσει νωρίτερα χειρότερες μέρες φυλακισμένος στα κελιά της Γκεστάπο κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου».
Τον Σεπτέμβριο του 2000, η χώρα συγκλονίστηκε από τη ναυτική τραγωδία του «Εξπρές Σάμινα». Θυμάστε πώς τη βίωσε ο πατέρας σας;
«Ασφαλώς και θυμάμαι. Τα πρώτα λεπτά που το είδε στις ειδήσεις αιφνιδιάστηκε, πάγωσε. Συνέχισε να παρακολουθεί με τεράστια αγωνία για να δει αν καταφέρουν να σώσουν όλους τους επιβάτες. Αυτό ήταν το μόνο που τον ενδιέφερε. Όσο περνούσε η ώρα και άκουγε ότι χάνονται ανθρώπινες ζωές, παρασύρθηκε από ακραία συναισθήματα και έγινε έξαλλος. Δεν μπορούσε να δεχτεί ότι συμβαίνει, μετά από 34 χρόνια, μια παρόμοια τραγωδία με κοινά χαρακτηριστικά. Το πλοίο “Σάμινα” ταξίδευε με οκτώ μποφόρ, βυθίστηκε πολύ γρήγορα, δεν έγινε σήμανση συναγερμού, τα σωστικά μέσα ήταν ανεπαρκή, οι υδατοστεγείς πόρτες ανοιχτές και δεν λειτούργησε έγκαιρα ο κρατικός μηχανισμός, ώστε να βοηθήσει τους επιβάτες, με αποτέλεσμα να πνίγονται λίγα μίλια μακριά από το λιμάνι. Πολλά κοινά με το “Ηράκλειον”, κι εκείνος τα ζούσε ξανά σαν θεατής. Δεν σκούπιζε τα μάτια του, δεν προλάβαινε, ο θυμός τον είχε κυριεύσει … έβριζε.
Μέρες μιλούσε μόνο γι’ αυτό και μαζί για το “Ηράκλειον”, τονίζοντας τις εγκληματικές αμέλειες ενός διαπλεκόμενου κρατικού μηχανισμού, που σε διαρκή συνεργασία με το κεφάλαιο δεν νοιάζεται, δεν βελτιώνεται, δεν αλλάζει, δεν σέβεται την ανθρώπινη ζωή.
Τις επόμενες ημέρες, πικραμένος και απόλυτα απογοητευμένος, αρνήθηκε πρόσκληση για να συμμετάσχει σε τηλεοπτική συζήτηση σε μεγάλο εθνικό κανάλι, ώστε να αφηγηθεί τη δική του περιπέτεια και να κάνει σχόλια για το νέο γεγονός. Το θεώρησε περιττό και ανώφελο. Περισσότερο, δεν είχε την ψυχραιμία».
Θα διαλέξετε να μας πείτε ένα μικρό απόσπασμα –μια δυο προτάσεις από το βιβλίο;
«“Μεμιάς και πολύ σβέλτα ο βατραχάνθρωπος που ήταν εκεί χαμηλά, ο ίδιος που πριν ζητούσε την άδεια να πέσει για να με βοηθήσει, κατεβαίνει ένα δυο σκαλιά, με πλησιάζει σαν αίλουρος και με αρπάζει σφιχτά στην αγκαλιά του. Εκείνη η αγκαλιά που τυλίγει το σώμα μου πώς καταφέρνει να με κάνει να νιώσω έτσι. Είναι πιο ζεστή απ’ όσο λαχταρούσα. Χριστέ μου, σαν την αγκαλιά της μάνας μου μοιάζει” -είναι ένα απόσπασμα από την διάσωση του πατέρα μου μετά από 13 ώρες που ήταν στη θάλασσα, με ανέμους 8 και 9 μποφόρ».
Το βιβλίο είναι προϊόν, κυρίως, αφήγησης του πατέρα σας, αλλά και έρευνας και συνεντεύξεων με ανθρώπους που συμμετείχαν στην επιχείρηση διάσωσης. Ποια ήταν η μεγαλύτερη δυσκολία σε όλη αυτή την πολυδιάσταση προσπάθειά σας;
«Το αρχειακό υλικό, όπως πορίσματα, ανακρίσεις, πρακτικά βουλής και δίκης, ημερολόγια πλοίων ήταν, σχετικά, εύκολο να τα αποκτήσω. Είχα το δικαίωμα πρόσβασης ως παιδί επιζώντα.
Η επαφή με τους ναυαγούς και τους συγγενείς των θυμάτων με δυσκόλεψε. Οι περισσότεροι δεν ήθελαν να μιλήσουν για το γεγονός, διότι ένιωθαν ότι το ξαναζούν και δεν άντεχαν αυτή τη δοκιμασία. Η σωματική ταλαιπωρία και το σοκ που υπέστησαν οι περισσότεροι, τους δημιούργησαν τέτοια ψυχικά τραύματα που μετέπειτα δεν ήθελαν να μπουν στη διαδικασία να μιλήσουν για το ναυάγιο. Και, όσοι τελικά αποφάσισαν να μου μιλήσουν, μου έδειχναν καθαρά τα σπασμένα κομμάτια της ψυχικής τους ισορροπίας, με αποτέλεσμα να νιώθω μεγάλη συναισθηματική φόρτιση κι εγώ η ίδια.
Επίσης, και οι συγγενείς των θυμάτων δεν ήταν πάντα πρόθυμοι να μοιραστούν τις μνήμες τους, γιατί αυτό τους γέμιζε πόνο».
Πώς υποδέχτηκε την έκδοση η τοπική κοινωνία των Χανίων;
«Με τιμάει και με συγκινεί το γεγονός ότι η αποδοχή του βιβλίου μου είναι μεγάλη, από τις πρώτες μέρες της κυκλοφορίας, σε όλη την Κρήτη, μα και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Στα Χανιά, ήξεραν ότι γράφω αυτό το βιβλίο εδώ και χρόνια και με ρωτούσαν συχνά πότε θα εκδοθεί. Ήταν κάτι που είχε ήδη αργήσει».
Ποιο αποτύπωμα θα θέλατε να αφήσει το βιβλίο σας;
«Η διαπλοκή και η διαφθορά δεν είναι μόνο κοινωνικοπολιτικό πρόβλημα, αλλά είναι μια μορφή εγκληματικότητας, που μοιάζει με την κλασική ποινική εγκληματικότητα.
Με δέος και σεβασμό στα εκατοντάδες θύματα, το βιβλίο μου θα ήθελα, εκτός από φόρος τιμής να είναι κραυγή, ίδια με την τελευταία τους πριν χαθούν. Για τα λάθη και τις παραλήψεις του τότε κυρίαρχου κομματικού συστήματος, της εξαρτημένης κρατικής γραφειοκρατίας και της ασύδοτης δραστηριότητας της εφοπλιστικής ελίτ της δεκαετίας του ’60, τις σχέσεις διαπλοκής κράτους – μεγάλου κεφαλαίου, που, απαξιώνοντας την ανθρώπινη ζωή προκάλεσαν αυτό το εγκληματικό θαλάσσιο δυστύχημα και βύθισαν στη δυστυχία και τον πόνο μια ολόκληρη χώρα.
Τελικά, αντλώντας διδάγματα, πρέπει να επενδύσουμε σε απαιτήσεις και διεκδικήσεις για την ασφάλεια και την ποιότητα της ζωής μας. Η σιωπή των πολιτών δεν βοηθάει.
Το μήνυμα είναι “σήκω και διεκδίκησε” πριν σε πνίξουν… πριν σε κάψουν … πριν σε ξεσπιτώσουν».
Θα μας πείτε, ολοκληρώνοντας την κουβέντα μας, αν θα συνεχίσετε την ενασχόλησή σας με τη συγγραφή;
«Ναι, ασφαλώς. Συνεχίζω και γράφω ετοιμάζοντας ένα νέο βιβλίο, το οποίο αναφέρεται σε αληθινά γεγονότα. Έχει ιστορικό περιεχόμενο και βασίζεται σε μαρτυρίες από μια περίοδο που σημάδεψε τον τόπο μου.
Κλείνοντας, θέλω να ευχαριστήσω την καθηγήτριά μου, τη Μαρία Συρρή, για τη διόρθωση – επιμέλεια του βιβλίου μου αλλά και την συναισθηματική στήριξη που μου πρόσφερε στο δύσκολο αυτό εγχείρημα, τον Γιώργο Μπαλαδάκη για το εξώφυλλο, που απέδωσε συγκλονιστικά την βαθύτερη ουσία του ναυαγίου και, τέλος, τον εκδότη μου, τον Κέδρο, για την τιμή που μου έκανε».
Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]