Skip to main content

Ώρα μηδέν για το μέλλον της ΛΑΡΚΟ

Από την έντυπη έκδοση 

Της Λέττας Καλαμαρά
[email protected]

Ώρα μηδέν για τη ΛΑΡΚΟ, μια βαριά βιομηχανία η οποία από σημαία του κλάδου των μετάλλων κατέληξε παρίας, να επαιτεί για την πολιτική πλέον διαχείριση της οικονομικής της υπόστασης και προοπτικής, εάν και εφόσον μπορεί να υπάρξει, πληρώνοντας ακριβά το τίμημα συσσωρευμένων λανθασμένων αποφάσεων και αδιαφορίας του Δημοσίου τα τελευταία χρόνια. 

Η εταιρεία δέχτηκε νέο πλήγμα μετά την απόφαση του έκτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρώπης, το οποίο απορρίπτει την προσφυγή της για την ακύρωση προηγούμενης απόφασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το θέμα της επιστροφής των κρατικών ενισχύσεων, ύψους 135,8 εκατ. ευρώ, που θεωρήθηκε ότι έδωσε το ελληνικό Δημόσιο στη ΛΑΡΚΟ. 

Όπως τονίζεται από ανθρώπους του χώρου, εάν δεν γίνουν διαπραγματεύσεις μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικά με την καταβολή των ενισχύσεων, η ΛΑΡΚΟ δεν μπορεί να επιβιώσει. Σύμφωνα με πληροφορίες, έχει εκπονηθεί ένα στρατηγικό πλάνο δεκαετίας για την αναδιοργάνωση της εταιρείας από διεθνή οίκο (Οliver Wyman), που θα παρουσιαστεί τις επόμενες ημέρες και παράλληλα εξετάζονται όλοι οι δυνατοί τρόποι αντίδρασης στα νέα δεδομένα που δημιουργεί η χθεσινή απόφαση του Ευρωδικαστηρίου, η οποία επιβαρύνει ακόμη περισσότερο την ήδη δυσχερή οικονομική κατάσταση της εταιρείας το σύνολο των συσσωρευμένων χρεών της οποίας ανέρχεται στα 270 εκατ. ευρώ (το μεγαλύτερο μέρος τους είναι προς τη ΔΕΗ). Το 2016 η ΛΑΡΚΟ είχε τζίρο περίπου 165 εκατ. ευρώ και ζημιές 55 εκατ. ευρώ. Τα έξοδά της ανήλθαν στα 220 εκατ. ευρώ. Η εικόνα αυτή αντικατοπτρίζει τη μεγάλη αντίφαση που βιώνει η ΛΑΡΚΟ και η οποία δεν αντιμετωπίστηκε έγκαιρα και αποτελεσματικά, παρά τις αλλεπάλληλες εξαγγελίες περί σχεδίων εξυγίανσης, που ποτέ όμως δεν παρουσιάστηκαν και δεν υλοποιήθηκαν. Η τελευταία εξαγγελία περί αυτού έγινε το καλοκαίρι του 2017. 

Από τη μια πλευρά, λοιπόν, η ΛΑΡΚΟ είναι η μόνη παραγωγός εταιρεία σιδηρονικελίου στην Ε.Ε., καλύπτοντας το 5% των αναγκών της στο συγκεκριμένο μέταλλο (βασικό συστατικό για την παραγωγή ανοξείδωτου χάλυβα). Το 2016 η εταιρεία παρήγαγε 17.071 τόνους νικελίου (το 2017 υπολογίζονται σε 17.500). Από την άλλη πλευρά, όμως, τόσο η εξόρυξη όσο και ο τρόπος κατεργασίας της πρώτης ύλης είναι κοστοβόρος και το τελικό αποτέλεσμα που εξάγεται και πωλείται σε χαμηλές τιμές (λόγω πτώσης τιμών νικελίου) δεν μπορεί να καταστήσει κερδοφόρα την επιχείρηση. 

Όπως τονίζουν άνθρωποι του κλάδου, τα φτωχά κοιτάσματα σε σχέση με την παλαιότητα του εργοστασίου σε συνδυασμό και με άλλες κρίσιμες παραμέτρους καθιστούν τη ΛΑΡΚΟ επιχειρησιακά ασύμφορη. 

Η όποια προοπτική της εταιρείας σκοντάφτει σε πέντε βασικά θέματα: 

  • στον διαχωρισμό των εργοστασιακών μονάδων από τα μεταλλεία (για κάποιους αυτό είναι λάθος), 
  • στην ασύμφορη επεξεργασία της πρώτης ύλης λόγω παλαιότητας των εγκαταστάσεων και του εξοπλισμού που διαθέτει, 
  • στα χρέη που έχει συσσωρεύσει και τις υποχρεώσεις προς την Ε.Ε. μετά την τελευταία απόφαση, 
  • στην ακόμη χαμηλή τιμή του νικελίου (παρά τη σχετική βελτίωση στις αρχές του 2018), καθώς και 
  • στις αναγκαίες, αλλά συνεχώς σε αναβολή ρυθμίσεις που απαιτούνται για εργασιακά θέματα, θέματα λειτουργικού κόστους και επενδύσεων. 

Όλα αυτά σε συνδυασμό με την ελλιπή βιομηχανική πολιτική της Ελλάδας, το υψηλό κόστος ενέργειας και την απουσία προώθησης των βιομηχανικών εξαγωγών καθιστούν δυσεπίλυτη την υπόθεση της ΛΑΡΚΟ, στης οποίας το μετοχικό κεφάλαιο μετέχουν το ΤΑΙΠΕΔ, η Εθνική Τράπεζα και η ΔΕΗ. 

Η ιστορία της ενίσχυσης
Η ενίσχυση είχε δοθεί με τη μορφή κρατικών εγγυήσεων το 2008 (30 εκατ. ευρώ), το 2010 (10,8 εκατ. ευρώ) και το 2011 (30 εκατ. ευρώ και 20 εκατ. ευρώ) και μέσω συμμετοχής του Δημοσίου στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας το 2009 (45 εκατ. ευρώ). Βάσει απόφασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής το 2014, η Ελλάδα είχε κληθεί να ανακτήσει την κρατική ενίσχυση μέσα σε τέσσερις μήνες. Η τότε κυβέρνηση είχε ενημερώσει την Κομισιόν ότι προωθούσε την πώληση της ΛΑΡΚΟ μέσω δύο διαγωνισμών και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δέχτηκε ότι με τη μεταβίβασή της θα απέσυρε την απαίτησή της.

Οι διαγωνισμοί δεν προχώρησαν τελικά και η Επιτροπή επανήλθε με προσφυγή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο το 2016 κατά της Ελλάδας λόγω μη συμμόρφωσης στην απόφαση ανάκτησης των κρατικών ενισχύσεων. Παράλληλα η ΛΑΡΚΟ είχε προσφύγει στο Γενικό Δικαστήριο για ακύρωση αυτών των αποφάσεων. Τον Νοέμβριο 2017 το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο απεφάνθη ότι η Ελλάδα παραβίασε την ευρωπαϊκή νομοθεσία περί κρατικών ενισχύσεων και δεν προέβη στην ανάκτησή τους. Τον Φεβρουάριο του 2018 το Γενικό Δικαστήριο της Ε.Ε. απέρριψε την προσφυγή της ΛΑΡΚΟ εναντίον της απόφασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.