Skip to main content

Υψηλό το κόστος του χρήματος για τις εισηγμένες επιχειρήσεις

Από την έντυπη έκδοση

Του Γιώργου Σακκά
[email protected]

Σε ίδια περίπου επίπεδα με το 2017 διατηρήθηκε πέρυσι το κόστος χρήματος για τις εισηγμένες εταιρείες, το οποίο σε συνδυασμό με τη μείωση των λειτουργικών κερδών οδήγησε σε επιδείνωση του λόγου κόστος δανεισμού προς EBITDA στο 19,5% έναντι 18,2% το 2017. Φαίνεται λοιπόν ότι σχεδόν 1 στα 5 ευρώ που παράγουν ως λειτουργικό κέρδος οι εισηγμένες, δαπανάται στον βωμό της αποπληρωμής χρηματοοικονομικών επιβαρύνσεων.

Όπως αποδεικνύουν τα οικονομικά μεγέθη που ανακοίνωσαν για το 2018 οι εταιρείες, κατά την περσινή χρήση οι πληρωμές για τόκους και συναφή χρηματοοικονομικά έξοδα μειώθηκαν ελάχιστα και διατηρήθηκαν σε υψηλά επίπεδα κοντά στα επίπεδα του 1,6 δισ. ευρώ, όσο δηλαδή και το 2017.

Πάντως, το κόστος αυτό είναι σαφώς βελτιωμένο σε σχέση με τις προηγούμενες χρονιές και ιδιαίτερα στα πρώτα χρόνια της κρίσης όπου η αναλογία των δαπανών για τόκους προς τα ΕΒΙΤDΑ ήταν της τάξης 1 στα 3 ευρώ. Υπενθυμίζεται ότι το 2016 ήταν η πρώτη χρονιά που παρουσιάστηκε σημαντική βελτίωση στη χρηματοοικονομική εικόνα των εισηγμένων, και η οποία συνεχίστηκε και το 2017. Όμως πέρυσι σημειώθηκε σημαντική επιδείνωση κι αυτό μπορεί να αποδοθεί σε ένα βαθμό στην αύξηση του καθαρού δανεισμού κατά μισό δισ. ευρώ, αλλά και στις πιέσεις ίσως από την πλευρά των πιστωτικών ιδρυμάτων ώστε οι δανεισμένες εταιρείες να είναι πιο συνεπείς στις υποχρεώσεις τους.

Ειδικότερα, όπως αποδεικνύεται από τις οικονομικές καταστάσεις που δημοσιεύτηκαν πρόσφατα, με βάση τα μεγέθη 166 εισηγμένων εταιρειών για το 2018 (δεν συμπεριλαμβάνεται ο χρηματοοικονομικός τομέας), οι εταιρείες κατέβαλαν σε τόκους 1,56 δισ. ευρώ, ποσό ελαφρά μειωμένο σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2017, οπότε οι τόκοι που είχαν καταβληθεί ήταν της τάξης του 1,59 δισ. ευρώ.

Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι από τις οικονομικές καταστάσεις διαπιστώνεται και πάλι ότι πολλές εταιρείες κατέβαλαν μέρος μόνο των υποχρεώσεων για κόστος χρήματος, σε σχέση με αυτό το οποίο θα έπρεπε, σύμφωνα και με τα όσα αναφέρονται στον πίνακα των ταμειακών ροών της καθεμίας. Πάντως οι αποκλίσεις δεν ήταν τόσο σημαντικές όσο άλλες χρονιές. 
Να σημειωθεί επίσης ότι περίπου το 50% των συνολικών δαπανών για τόκους τόκων αφορά 7 ομίλους που φαίνεται να είναι και οι καλύτεροι «πελάτες» του ελληνικού και διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος, και συγκεκριμένα σε ΔΕΗ, ΕΛΠΕ, Βιοχάλκο, MIG, ΓΕΚΤΕΡΝΑ, Ελλάκτωρ και ΟΤΕ.

Μεγέθη

Σύμφωνα με τα στοιχεία για το συγκεκριμένο δείγμα των 166 εταιρειών, τα συνολικά λειτουργικά κέρδη EBITDA, διαμορφώθηκαν στα 8.225 εκατ. ευρώ (από 8.758 εκατ. ευρώ πέρυσι) και το κόστος για τόκους όπως είπαμε στα 1.565 εκατ. ευρώ από 1.592 εκατ. ευρώ και έτσι προκύπτει και η διαπίστωση ότι το 19,5% των λειτουργικών κερδών κατευθύνθηκε στην αποπληρωμή τόκων από περίπου 18,2% πέρυσι. Σημειώνεται επίσης πως μέσα σε αυτό το ποσό δεν περιέχεται ούτε ένα ευρώ για αποπληρωμή από το αρχικά δανειζόμενο κεφάλαιο.

Όπως αναφέραμε, το κόστος χρήματος αυξήθηκε όπως και συνολικός καθαρός δανεισμός, δηλαδή τραπεζικά δάνεια μείον τα ρευστά διαθέσιμα που έχουν στο ταμείο τους οι εταιρείες. Συγκεκριμένα κατά την προηγούμενη χρήση ο καθαρός δανεισμός ανήλθε στα 22.357 εκατ. ευρώ έναντι 21.835 εκατ. ευρώ. Επίσης διατηρήθηκε και πάλι ο θετικός συσχετισμός μακροπρόθεσμων και βραχυπρόθεσμων δανείων με τη δεύτερη κατηγορία να μειώνεται, ενώ η δεύτερη σημείωσε άνοδο.  Ειδικότερα, από τα συνολικά δάνεια του 2018, τα μακροπρόθεσμα έφτασαν τα 22.675 εκατ. ευρώ έναντι 21.177 εκατ. ευρώ το 2017, ενώ τα βραχυπρόθεσμα μειώθηκαν στα 9.556 εκατ. ευρώ από 10.972 εκατ. ευρώ. 

Οι μισές εταιρείες φαίνεται ότι μείωσαν το κόστος χρήματος, αν και το συνολικό αποτέλεσμα επηρεάζεται κυρίως από την ομάδα των υψηλότερων δανειζόμενων. Αξίζει να αναφέρουμε παραδειγματικά ότι ο όμιλος MIG αν και μείωσε τον δανεισμό του κατά 310 εκατ. ευρώ, αύξησε σημαντικά το χρηματοοικονομικό κόστος κατά 49 εκατ. ευρώ (+78%)

Υπενθυμίζουμε επίσης ένα ακόμη σημαντικό στοιχείο για τη χρηματοοικονομική εικόνα των εταιρειών που αφορά το ταμείο των επιχειρήσεων. Με βάση τα συγκεντρωτικά στοιχεία των οικονομικών καταστάσεων, η συνολική ρευστότητα των 166 εισηγμένων μειώθηκε στο τέλος του 2018 στα 9.873 εκατ. ευρώ από 10.972 εκατ. ευρώ το τέλος του 2018.