Skip to main content

ΕΒΕΠ: Να μην μείνουν οι αιτήσεις ρευστότητας των ΜμΕ στα αζήτητα

Τον κίνδυνο να καταλήξουν «στα αζήτητα των τραπεζών» οι αιτήσεις των επιχειρήσεων για ρευστότητα επισημαίνει το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Πειραιώς (ΕΒΕΠ).

Το Επιμελητήριο τονίζει ότι οι πόροι που θα διατεθούν για την επούλωση των πληγών της πανδημίας μέσω των κρατικών προγραμμάτων επιδότησης και εγγυοδοσίας δανείων δημιουργούν ένα «οπλοστάσιο» ύψους περίπου 13 δισ. ευρώ, μαζί με τις αναστολές δόσεων υφιστάμενων δανείων. Ωστόσο, όπως σημειώνει, υπάρχει αμφιβολία για το κατά πόσο οι επιχειρήσεις πληρούν εύκολα τους όρους και τις προϋποθέσεις, ώστε να μπορούν να απορροφήσουν το σύνολο αυτής της προσφοράς «φθηνού χρήματος», όπως προκύπτει από τις αιτήσεις που έχουν υποβληθεί έως σήμερα, χωρίς να έχουν ολοκληρωθεί, καθώς και την κακή οικονομική κατάσταση των επιχειρήσεων, όσων θεωρητικά εντάσσονται στους δικαιούχους των σχετικών δράσεων.

«Πριν από λίγες ημέρες ξανάνοιξε η πλατφόρμα για το πρόγραμμα ΤΕΠΙΧ ΙΙ, αφού ολοκληρώθηκε η πρώτη φάση των αιτήσεων, που εξασφαλίζει κεφάλαιο κίνησης με διετή επιδότηση τόκων κατά 100% και στη συνέχεια κατά 40%. Τα μέχρι σήμερα περίπου 72.000 αιτήματα χρηματοδότησης από την έναρξη του προγράμματος υπερκαλύπτουν κατά περίπου 6 φορές τον αρχικό προϋπολογισμό των 1,3 δισ. ευρώ και ανέρχονται στα 7,5 δισ. ευρώ» αναφέρει το Επιμελητήριο, επισημαίνοντας όμως ότι «η αναντιστοιχία όμως ζήτησης και προσφοράς δεν θα επιτρέψει σε πάρα πολλές μικρομεσαίες επιχειρήσεις που ‘θα φτάσουν στην πηγή να πιουν νερό’, αφού δυστυχώς υπάρχει όριο των ταμειακών διαθεσίμων του προγράμματος».

Το ΕΒΕΠ υπενθυμίζει ότι οι διαθέσιμοι πόροι του ΤΕΠΙΧ ΙΙ αυξήθηκαν κατά 300 εκατ. ευρώ που αντιστοιχούν σε 750 εκατ. ευρώ νέα δάνεια προς ΜμΕ και ο συνολικός προϋπολογισμός της δράσης, με τη συμμετοχή των τραπεζών, διαμορφώνεται σε 2 δισ. ευρώ. Αρχές Ιουνίου, αναμένεται να ανοίξουν τα αιτήματα δανειοδότησης μέσω της νέας δράσης του Ταμείου Εγγυοδοσίας που θα εγγυάται το 80% του δανείου κάθε επιχείρησης, με στόχο να διοχετευθούν στην αγορά περίπου 7 δισ. ευρώ. Σύμφωνα με τις συστημικές τράπεζες η ρευστότητα που τελικώς θα πέσει στην αγορά από τις δύο δράσεις στην καλύτερη περίπτωση θα διαμορφωθεί το πολύ στα 7 δισ. ευρώ. Συγκεκριμένα, αναμένεται ότι θα γίνει χρήση του ΤΕΠΙΧ ΙΙ στο σύνολό του, ενώ για το πρόγραμμα κρατικών εγγυήσεων εκτιμάται ότι δύσκολα θα ξεπεράσει τα 5 δισ. ευρώ. Κι αυτό διότι – όπως σημειώνει το Επιμελητήριο – τα νέα τραπεζικά εργαλεία δεν απευθύνονται σε όλους, αλλά αποκλειστικά σε συνεπείς επιχειρήσεις και ενήμερους οφειλέτες για την αποφυγή της αύξησης των «κόκκινων δανείων». 

«Σε μεγάλο ποσοστό οι ‘καλοί πελάτες’ μάλιστα των τραπεζών που διαθέτουν μετρητά στα ταμεία τους, δείχνουν επιφυλακτικοί να δανειστούν και να δεσμευτούν στη ρήτρα απασχόλησης, σε αντίθεση με τους ‘κόκκινους πελάτες’ που διαμαρτύρονται για τον αποκλεισμό τους από τον τραπεζικό δανεισμό για την κάλυψη των αναγκών τους» συνεχίζει το ΕΒΕΠ προσθέτοντας ότι χιλιάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις, βρίσκονται σε στάση αναμονής, καθώς λιγότερες από 1 στις 4 έχουν καταθέσει αίτηση, κυρίως γιατί δεν διαθέτουν τις απαιτούμενες εγγυήσεις.

Σύμφωνα με τις τράπεζες, συμπληρώνει το ΕΒΕΠ, μετά την εύκολη ολοκλήρωση της αρχικής αίτησης, που με λίγα «κλικ», χωρίς την υποβολή άλλων παραστατικών, εκδηλώθηκε η μεγάλη ανάγκη από την αγορά για «φρέσκο χρήμα», μόλις οι μισές επιχειρήσεις έχουν προσέλθει στις τράπεζες για να προσκομίσουν όλα τα απαραίτητα δικαιολογητικά, ώστε να προχωρήσει η αξιολόγησή τους. «Οι υπόλοιποι απλά αδυνατούν, ενώ η πλειονότητα όσων απευθύνονται στις τράπεζες τελικά δανείζονται μικρότερα ποσά, ακόμη και έως 70% χαμηλότερα σε σχέση με αυτά που ζήτησαν σε πρώτη φάση» αναφέρει, εξηγώντας πως «ο λόγος είναι ότι διαπιστώνουν ότι δεν διαθέτουν τις εγγυήσεις για όσα χρήματα αρχικά αιτούνται, ώστε να προχωρήσει η αξιολόγησή τους, ούτε μπορούν να δικαιολογήσουν με τον τζίρο τους επιπλέον δανειακά χρέη».

Αντίστοιχα, στα προγράμματα αναστολής δόσεων και επιδότησης τόκων για υφιστάμενα ενήμερα επιχειρηματικά δάνεια, η συμμετοχή σε σχέση με τους δυνητικά δικαιούχους υπολογίζεται κάτω από το 50%, συνεχίζει το ΕΒΕΠ.

Από τη μία πλευρά η μετάθεση πληρωμής των δόσεων μερικούς μήνες αργότερα συσσωρεύει υποχρεώσεις, που βαρύνονται με τόκους και όσοι έχουν χρήματα για την εξυπηρέτηση των πληρωμών δεν κάνουν χρήση της συγκεκριμένης δυνατότητας. Από την άλλη, η επιδότηση τόκων συνεπάγεται επίσης με δέσμευση διατήρησης προσωπικού για κάποιο διάστημα και με δεδομένη την αβεβαιότητα για την πορεία της οικονομίας, πολλοί οφειλέτες δεν θέλουν να αναλάβουν αυτή την υποχρέωση, επισημαίνει.

«Εφόσον το πρόγραμμα εγγυοδοσίας ΤΕΠΙΧ ΙΙ παρουσιάζει τέτοια τεράστια ζήτηση που λόγω του ‘κόφτη’ στα 2 δισ. ευρώ, προμηνύει αποκλεισμούς για πολλές μικρομεσαίες επιχειρήσεις που πλήττονται από την κρίση του κορωνοϊού, γιατί να μην εξεταστεί από το ΥΠΑΝ εάν μπορεί να υπάρξει μεταφορά περισσότερων κονδυλίων μέσω της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας (ΕΑΤ) στο ΤΕΠΙΧ ΙΙ και να μην μείνουν οι αιτήσεις ρευστότητας των ΜμΕ στα ‘αζήτητα’» δηλώνει ο πρόεδρος του ΕΒΕΠ Βασίλης Κορκίδης.