Skip to main content

Τράπεζα Πειραιώς: Aυξάνονται οι δείκτες κάλυψης των NPLs

Στα 1,6 δισ. ευρώ ανέρχεται σύμφωνα με την προκαταρκτική εκτίμηση η επίπτωση της εφαρμογής του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης (ΔΠΧΠ 9) στην Τράπεζα Πειραιώς.

Στις 31.12.17 ο δείκτης κάλυψης από προβλέψεις μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs) ανέρχεται σε 47% και ο δείκτης κάλυψης δανείων σε καθυστέρηση άνω των 90 ημερών (NPLs) σε 75%. Pro-forma για την πρώτη εφαρμογή του ΔΠΧΠ 9, οι δείκτες ανέρχονται στο 52% και 82% αντιστοίχως.

Όπως αναφέρει σε ανακοίνωσή της η τράπεζα, ο συνδυασμός αυξημένων προβλέψεων το 2017 και η πρώτη εφαρμογή του ΔΠΧΠ ενισχύει σημαντικά τους δείκτες κάλυψης από σωρευμένες προβλέψεις των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs) και δανείων σε καθυστέρηση άνω των 90 ημερών (NPLs).

Ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας CET-1 του ομίλου διαμορφώνεται περίπου στο 15,5% στις 31.12.2017 pro-forma για τις αποεπενδύσεις που είναι σε εξέλιξη. Η τράπεζα θα εφαρμόσει τις μεταβατικές ρυθμίσεις για σκοπούς εποπτικών κεφαλαίων, οι οποίες καταλήγουν σε επίπτωση 5% της εκτιμώμενης πρώτης εφαρμογής του ΔΠΧΠ 9 για το 2018, αντιστοιχώντας σε επίπτωση περίπου 25 μονάδων βάσης στο δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας

Οι προβλέψεις για δάνεια το έτος 2017 εκτιμώνται σε 2 δισ. ευρώ  έναντι 1 δισ. το έτος 2016. 

Στις 31.12.17 ο δείκτης κάλυψης από προβλέψεις μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs) ανέρχεται σε 47% και ο δείκτης κάλυψης δανείων σε καθυστέρηση άνω των 90 ημερών (NPLs) σε 75%. Pro-forma για την πρώτη εφαρμογή του ΔΠΧΠ 9, οι δείκτες ανέρχονται στο 52% και 82% αντιστοίχως.

Τα καθαρά αποτελέσματα από συνεχιζόμενες δραστηριότητες τα αναλογούντα στους μετόχους εκτιμώνται σε breakeven επίπεδο το 2017. 

Η εικόνα του δανειακού χαρτοφυλακίου 

Το υπόλοιπο των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs) της τράπεζας μειώθηκε στα 31,3δισ. ευρώ στα τέλη του 2017 έναντι στόχου για 31,5δισ. ευρώ. Πρόκειται για πτώση 2,5 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση. Το υπόλοιπο των δανείων σε καθυστέρηση άνω των 90 ημερών (NPLs) της Τράπεζας μειώθηκε στα 19,8 δισ. ευρώ έναντι στόχου 20,1δισ. ευρώ, δηλαδή 3,4 δισ. ευρώ χαμηλότερα σε ετήσια βάση.