Από την έντυπη έκδοση
Της Λέττας Καλαμαρά
[email protected]
Για περισσότερα από 100 χρόνια ο χάλυβας αποτελεί μια μοναδική δύναμη που στηρίζει τη ραγδαία ανάπτυξη της ανθρωπότητας, τόσο στην οικονομία όσο και στην καθημερινότητά της, λένε οι ειδικοί του χώρου.
Περίπου τόσα χρόνια μετρά και η Χαλυβουργική στην Ελλάδα. Σχεδόν ένας αιώνας δραστηριότητας, που έχει κατατάξει την εταιρεία σε εμβληματική εκπρόσωπο του κλάδου ως την ιστορικότερη ελληνική χαλυβουργία.
Κατά τις δεκαετίες του 1960 και 1970 υπήρξε η μοναδική, πλήρως καθετοποιημένη χαλυβουργία στην Ελλάδα η οποία χρησιμοποιούσε σιδηρομετάλλευμα ως πρώτη ύλη για την παραγωγή τελικών προϊόντων. Και δυστυχώς ερχόμαστε να αντιληφθούμε το μέγεθος, τη σημασία και την αξία της τη στιγμή που σβήνει το άστρο της, με τους 200 από τους 2.910 σε παλαιότερους καλούς καιρούς εργαζομένους της να προσδοκούν να φωτιστεί ξανά η ιστορική βιομηχανία.
Ερχόμαστε να θυμηθούμε τη διαδρομή της λεγόμενης αστικής τάξης της Ελλάδας, των Ελλήνων βιομηχάνων, που στην περίπτωση της Χαλυβουργικής οι στιγμές δόξας και πλούτου εναλλάσσονταν με εκείνες τις διά πυρός και σιδήρου. Η οικογένεια Αγγελόπουλου της Χαλυβουργικής περιλαμβάνεται στη μακάβρια λίστα της «17 Νοέμβρη», η σφαίρα της οποίας κόστισε τη ζωή στον έναν εκ των ιδρυτών, πρωτεργατών της εταιρείας, τον Δημήτρη Αγγελόπουλο, απώλεια που -όπως λένε όσοι γνωρίζουν τον χώρο- σημάδεψε καταλυτικά και την πορεία της εταιρείας.
Η στιβαρή οικογενειακή επιχείρηση με καταγωγή από την Αρκαδία είχε ως χρονική αφετηρία το 1925, όταν οι ιδρυτές της Θ. Αγγελόπουλος και τα παιδιά του Δημήτρης, Παναγιώτης και Γιάννης, ξεκίνησαν να ασκούν εμπόριο ειδών σιδήρου. Ο μεγαλύτερος αδελφός τους, Άγγελος, ακολούθησε πανεπιστημιακή σταδιοδρομία ως καθηγητής των Οικονομικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Η πορεία στον χρόνο ήταν ανοδική, αλλά πλέον οικογένεια και εταιρεία διάγουν δύσκολο δρόμο, μιας και η Χαλυβουργική αποτελεί πλέον αφορμή για μια σκληρή και στενάχωρη αντιπαράθεση μεταξύ των μελών της οικογένειας Αγγελόπουλου και συγκεκριμένα του βασικού μετόχου της εταιρείας Κωνσταντίνου Αγγελόπουλου και των παιδιών του Γιώργου και Παναγιώτη.
Η έριδα αυτή, που όπως λέγεται ξέσπασε το 2015, αφού είχε προηγηθεί μία ακόμη σκληρή κόντρα μεταξύ των αδελφών Κωνσταντίνου και Θεόδωρου Αγγελόπουλου, που έληξε δικαστικώς, σε συνδυασμό με τα συσσωρευμένα χρέη της εταιρείας (πάνω από 400 εκατ. ευρώ δάνεια σε τράπεζες, 5,5 εκατ. ευρώ σε δημοτικά τέλη, 31,8 εκατ. ευρώ σε λογαριασμούς ρεύματος στη ΔΕΗ), την οικονομική κρίση και την έλλειψη μεγάλων κατασκευαστικών έργων, η έλλειψη δυναμικού πλάνου εξωστρέφειας, καθώς και το ενεργειακό κόστος, έχουν οδηγήσει στο σημείο μηδέν τη Χαλυβουργική, για την οποία είναι ερώτημα το ποιος και πώς μπορεί τελικά να ανάψει ξανά το άστρο της.
Μεγάλα έργα υποδομής
Η Χαλυβουργική είχε μείζονα συμμετοχή στα μεγάλα έργα υποδομής που έγιναν τα τελευταία χρόνια, όπως οι μεγάλοι οδικοί άξονες, Π.Α.Θ.Ε., Αυτοκινητόδρομος Μορέας (Κόρινθος-Τρίπολη-Καλαμάτα), Ολυμπία οδός, Ιόνια Οδός, Αυτοκινητόδρομος Κεντρικής Ελλάδος (Ε-65), το Μετρό Αθηνών, κ.ά. Υπήρξε ο κύριος προμηθευτής Χάλυβα Οπλισμού Σκυροδέματος στα μεγαλύτερα ιδιωτικά έργα της τελευταίας δεκαετίας, όπως τα Costa Navarino Resort, McArthurGlen Athens, Karela Office Park, Κέντρο Πολιτισμού του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος, κ.ά. Επίσης, παλαιότερα έργα αναφοράς, όπως το λιμάνι της Πάτρας, το Ολυμπιακό Στάδιο, το Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας, η γέφυρα της Χαλκίδας, η Εθνική οδός Αθηνών – Κορίνθου, ο Διεθνής Αερολιμένας Ελευθέριος Βενιζέλος, η Εγνατία Οδός, η Αττική Οδός, η γέφυρα Ρίου- Αντιρρίου, το Ολυμπιακό Χωριό καθώς και άλλα Ολυμπιακά έργα, αποτελούν ξεχωριστά δείγματα της καταλυτικής παρουσίας και προσφοράς της εταιρείας στον τόπο.
Στο πλεονέκτημα της εταιρείας περιλαμβάνονται οι εργοστασιακές εγκαταστάσεις της (1.300 στρέμματα), οι δικές της λιμενικές εγκαταστάσεις, οι νεόδμητες μεταλλικές αποθήκες σύγχρονου τύπου, τα νέα συστήματα διαχείρισης περιβαλλοντικών αποβλήτων. Όπως λένε άνθρωποι του χώρου, στις αρχές της δεκαετίας του 2000 η οικογένεια Αγγελόπουλου ανέβασε τον πήχη των προσδοκιών της για τη «δεύτερη άνοιξη» της Χαλυβουργικής και επένδυσε 300 εκατ. ευρώ (ίδια κεφάλαια και δανεισμός), χωρίς καμία επιδότηση, για να εκσυγχρονίσει την ιστορική βιομηχανία, καθιστώντας την άμεσα ανταγωνιστική και με παραγωγική δυναμικότητα 1 εκατ. τόνων χαλυβουργικών προϊόντων. Η επένδυση τελείωσε το 2007 (έργο Spooler) και μπήκε για φουλ παραγωγή το 2009, αλλά δεν αποσβέστηκε. Ήρθε η οικονομική κρίση, η εσωτερική ζήτηση χαλυβουργικών προϊόντων κατακρημνίστηκε. Από 2,1 εκατ. τόνους το 2009 υποχώρησε το 2013 στους 300.000 τόνους.
Ακολούθησαν οι φόροι στην ενέργεια, το κόστος ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου για όλες τις ενεργοβόρες μονάδες της χώρας, και κατ’ επέκταση και για τη Χαλυβουργική, εκτινάχθηκε. Και το 2012 η κύρια δραστηριότητα της Χαλυβουργικής σταμάτησε και η εταιρεία από τότε μέχρι σήμερα υπολειτουργεί.
Η διαδρομή της
Η Χαλυβουργική ξεκίνησε ως βιομηχανία καρφιών το 1932, για να εξελιχθεί σε μικρό χαλυβουργείο επί της οδού Πειραιώς στην Αθήνα το 1938. Το 1953 έθεσε σε λειτουργία νέες καμίνους ηλεκτρικού τόξου στην Ελευσίνα, που σύντομα μεταβλήθηκαν σε πλήρως καθετοποιημένη σιδηρουργία-χαλυβουργία. Το 1958 η Χαλυβουργική απέκτησε κάμινο ανοικτής εστίας τύπου Siemens-Martin.
Προς το τέλος της δεκαετίας του ‘50 η ζήτηση χάλυβα αυξάνεται με την εντατική ανοικοδόμηση της χώρας και τότε αρχίζουν να παρουσιάζονται σοβαρά προβλήματα, γιατί 10 χρόνια μετά τον εμφύλιο, τα παλιοσίδερα, που αποτελούν την πρώτη ύλη παραγωγής χάλυβα, αρχίζουν να σπανίζουν και δεν φτάνουν να ικανοποιήσουν τα χαλυβουργεία μας. Για εισαγωγή από το εξωτερικό δεν γίνεται λόγος, γιατί το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται ευρωπαϊκά και διεθνώς. Τότε ελήφθη η μεγάλη και ριψοκίνδυνη απόφαση για καθετοποίηση της παραγωγής.
Έτσι, το 1961 έθεσε σε λειτουργία την πρώτη υψικάμινο στον ελλαδικό χώρο, καθώς και μεταλλάκτες τύπου LD. Η ανάγκη χρήσης καθαρού οξυγόνου οδήγησε και στην εγκατάσταση 3 μονάδων παραγωγής του αερίου αυτού, παραγωγικής ικανότητας 7.500 – 8.000 κ.μ. την ώρα. Το 1963 άρχισε η παραγωγή χυτοσιδήρου και χάλυβα από σιδηρομετάλλευμα.
Στο διάστημα 1963-75 ακολούθησε και η δεύτερη υψικάμινος, η οποία ανέβασε τη δυναμικότητα σε πάνω από 1 εκατ. τόνους χυτοσιδήρου τον χρόνο, ενώ ολοκληρώθηκε και μία μονάδα ελασματουργείου για την παραγωγή θερμής και ψυχρής έλασης χαλυβδοφύλλων σε ρόλους και φύλλα. Έκτοτε όμως η εταιρεία άρχισε να φθίνει και το 1981 διέκοψε τη λειτουργία των υψικαμίνων.
Συνέχισε ωστόσο την παραγωγή πλατέων και επιμηκών προϊόντων με ανάτηξη παλαιοσιδήρων σε καμίνους ηλεκτρικού τόξου. Η εταιρεία συνέχισε να παράγει επιμήκη προϊόντα στην Ελευσίνα, σε σύγχρονες εγκαταστάσεις δυναμικότητας 500.000 τόνων, υπό τη διεύθυνση του Κωνσταντίνου Π. Αγγελόπουλου.
Το 2007 ολοκληρώθηκε η νέα επένδυση σε μια μονάδα παραγωγής «Spooler», η οποία παρείχε τη δυνατότητα παραγωγής προϊόντων χάλυβα οπλισμού σκυροδέματος σε ειδικού τύπου κουλούρες («Compact Rebar Coils»). Αποτελεί την πρώτη μονάδα αυτού του τύπου που εγκαθίσταται στην Ελλάδα, γεγονός που καθιστά τη Χαλυβουργική τον πρώτο και μοναδικό παραγωγό τέτοιου τύπου προϊόντων στη χώρα μας. Από το 2012 η εταιρεία υπολειτουργεί.
Οι κύκλοι του χάλυβα
Τα τελευταία 108 χρόνια, από το 1900, η παγκόσμια παραγωγή ακατέργαστου χάλυβα αυξάνεται σταδιακά κάθε δεκαετία. Καθοδηγούμενη από την αυξανόμενη ζήτηση των αναδυόμενων οικονομιών, η εκτίμηση είναι ότι η συνολική παγκόσμια παραγωγή θα εξακολουθήσει να αυξάνεται. Στατιστική ανάλυση αποδεικνύει ότι τα ιστορικά υψηλά της παγκόσμιας παραγωγής χάλυβα ακολουθούνται από βαθιά πτώση της και συμπίπτουν χρονικά με σημαντικές οικονομικές κρίσεις καθώς και σπουδαία πολιτικά γεγονότα.
Στα χρόνια της Μεγάλης Ύφεσης, η παγκόσμια παραγωγή εμφάνισε πτώση 60% σε σχέση με τη μέγιστη τιμή προ κρίσης το 1929. Στη διάρκεια των δύο πετρελαϊκών κρίσεων στις αρχές της δεκαετίας του ‘70, η παραγωγή χάλυβα υποχώρησε 9% και 13% αντίστοιχα. Το 2009 η παραγωγή μειώθηκε 9% σε σχέση µε την τιμή-ρεκόρ των 1.344 εκατ. τόνων παγκόσμιας παραγωγής χάλυβα το 2007. Η παγκόσμια βιομηχανία χάλυβα επηρεάστηκε επίσης σημαντικά τόσο από τους δύο παγκόσμιους πολέμους όσο και από την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης.
Η κρίση του 2008 ήταν επίσης καταλυτική για την αγορά χάλυβα. Τα εγκαίνια του πύργου του Ντουμπάι (Burj Khalifah), που είχαν προγραμματιστεί για αρχές Σεπτεμβρίου του 2009, αναβλήθηκαν μέχρι τον Ιανουάριο του 2010, λόγω της κρίσης του 2008. Το 2009, η παγκόσμια παραγωγή χάλυβα παρουσίασε πτώση περίπου 8%, σε σχέση με το 2008.
Οι αναλυτές τονίζουν πως στην Ελλάδα επήλθε καθίζηση της οικοδομικής-κατασκευαστικής δραστηριότητας, δραστική συρρίκνωση των Δημοσίων Επενδύσεων, παρατεταμένο κλίμα αβεβαιότητας, το οποίο έχει αναστείλει τις επενδύσεις κεφαλαιουχικού εξοπλισμού, ενώ υποκαταστάθηκε ο χάλυβας από άλλα υλικά, όπως πλαστικό και αλουμίνιο.