Skip to main content

Γιατί στην πνευματική ιδιοκτησία κρύβεται πολύτιμη εταιρική αξία

Από την έντυπη έκδοση

Της Σοφίας Εμμανουήλ
[email protected]

Tα άυλα περιουσιακά στοιχεία των εταιρειών, όπως η τεχνογνωσία και ευρύτερα η πνευματική ιδιοκτησία (IP – Intellectual Property), εκτοπίζουν στην εποχή μας τα υλικά περιουσιακά στοιχεία ως προς τη βαρύτητά τους στην εταιρική αξία, αν και τα στελέχη δεν φαίνεται να το αναγνωρίζουν σε απόλυτο βαθμό, κυρίως λόγω της αδυναμίας τους να ποσοτικοποιήσουν αυτή την πηγή εταιρικής αξίας.

Αυτό ενέχει και κινδύνους, καθώς δείχνει ένα κενό προετοιμασίας για πιθανές απειλές από τον ανταγωνισμό ή ακόμη και τα λεγόμενα patent trolls, εταιρείες που έχουν μοναδικό σκοπό να αποκτήσουν δικαιώματα για διπλώματα ευρεσιτεχνίας και να βγάλουν κέρδος μέσω αδειών ή διευθέτησης διαφορών. 

Ειδικότερα στην Ελλάδα το θέμα αποκτά ενδιαφέρον όσο αναβαθμίζεται η συζήτηση για την καινοτομία και την έρευνα. Το ίδιο ισχύει για την Ευρώπη. Είναι ενδεικτικό ότι στην ετήσια έκθεση του EPO (European Patent Office) για το 2017 καταγράφεται ότι χορηγήθηκαν περισσότερα από 166.000 διπλώματα ευρεσιτεχνίας, αριθμός ρεκόρ, που σηματοδοτεί αύξηση 3,9%. Στην Ελλάδα κατατέθηκαν 100 αιτήσεις το ίδιο έτος, με αύξηση πάνω από 35% από την προηγούμενη χρονιά. Στη χώρα μας αλλάζει επίσης το θεσμικό πλαίσιο που αφορά τη διανοητική ιδιοκτησία και στο πλαίσιο της ενίσχυσης της καινοτομίας και της προώθησης της εκμετάλλευσης της παραγόμενης γνώσης και της διασύνδεσής της με την οικονομική παραγωγή, θεσμοθετούνται ανοικτές άδειες εκμετάλλευσης διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και καθιερώνεται η δυνατότητα σύστασης κοινοπραξιών εκμετάλλευσης τεχνολογίας (technology pools). Στο ίδιο πλαίσιο, εναρμονίζεται η ελληνική νομοθεσία με τις διατάξεις της Οδηγίας της Ε.Ε. περί προστασίας της τεχνογνωσίας και του εμπορικού απορρήτου από την παράνομη απόκτηση, χρήση και αποκάλυψη.

Η προετοιμασία της αγοράς θα βοηθήσει στην αντιμετώπιση πιθανών μελλοντικών κινδύνων που διαπιστώνονται ήδη στη διεθνή αγορά.

Σήμερα οι εταιρείες με τη μεγαλύτερη κεφαλαιοποίηση στον κόσμο, αυτές που αξίζουν περισσότερο από άλλες -με χρηματιστηριακούς όρους- δεν έχουν κατ’ ανάγκην τα περισσότερα ακίνητα ή μετρητά, αλλά έχουν πολύτιμα άυλα περιουσιακά στοιχεία. Το 2000 οι 10 μεγαλύτερες εταιρείες σε κεφαλαιοποίηση στον S&P 500 ήταν η General Electric, η ExxonMobil, η Pfizer, η Citigroup, η Cisco Systems, η Wal-Mart Stores, η Microsoft, η AIG, η Merck και η Intel. Σήμερα είναι οι: Apple, Microsoft, Amazon.com, Facebook Class A, JP Morgan Chase, Berkshire Hathaway Class B, Alphabet Class C, Alphabet Class A, ExxonMobil και Johnson & Johnson.

Δηλαδή, σε λιγότερο από δύο δεκαετίες οι εταιρείες τεχνολογίας κυριάρχησαν στην κατάταξη καθώς τα άυλα περιουσιακά στοιχεία τους, όπως το IP, αντικατέστησαν τα υλικά ως κύρια πηγή εταιρικής αξίας. Όπως επικαλείται η Aon σε σχετικό άρθρο του The One Brief, σήμερα σχεδόν 19 τρισ. δολ. ή πάνω από το 84% της κεφαλαιοποίησης της αγοράς του S&P 500 αντιπροσωπεύεται από άυλα περιουσιακά στοιχεία. Ωστόσο, οι περισσότερες επιχειρήσεις έχουν μια δυσκολία να ποσοτικοποιήσουν την αξία του IP τους. Οι συνέπειες της μη πλήρους κατανόησης της αξίας του IP είναι σημαντικές ειδικά σε θέματα συγχωνεύσεων και εξαγορών, ενώ κίνδυνοι αναδύονται και από τη δυσκολία των εταιρειών να προστατεύσουν την αξία αυτή και να την αποτυπώσουν σωστά στους ισολογισμούς τους.

Οι εμπειρογνώμονες θεωρούν την κλοπή του IP απειλή για τις επιχειρήσεις -μεγάλες και μικρές- διεθνώς, είτε πρόκειται για βιομηχανική κατασκοπεία είτε για χάκερ είτε για απειλή εκ των έσω, από εργαζόμενους. Η κλοπή δεδομένων εμφανίζει αυξητική τάση και σύμφωνα με την έκθεση «Global Cyber Risk Transfer Comparison 2017» της Αon σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Ponemon υπάρχει ένα σοβαρό χάσμα μεταξύ των προσπαθειών των εταιρειών να διασφαλίσουν τα φυσικά περιουσιακά στοιχεία τους και αυτά στον κυβερνοχώρο. Οι εταιρείες που ερευνήθηκαν δαπάνησαν τετραπλάσια ποσά για την ασφάλιση υλικών περιουσιακών στοιχείων τους σε σχέση με τα άυλα.

Αυτή η διαφορά είναι ιδιαίτερα σημαντική δεδομένου ότι η μέση δυνητική απώλεια από παραβίαση πνευματικής ιδιοκτησίας ξεπερνά εκείνη των ζημιών από επενδύσεις σε ακίνητα, εγκαταστάσεις και εξοπλισμό (979 εκατ. δολ. έναντι 770 εκατ. δολ. αντίστοιχα), σύμφωνα με την έκθεση. Ταυτόχρονα, οι εταιρείες που ρωτήθηκαν δήλωσαν ότι θεωρούν πιθανότερο να βιώσουν απώλειες σε στοιχεία τεχνογνωσίας παρά σε φυσικά στοιχεία.

Εκτός αυτού, οι εταιρείες που απέτυχαν να εκτιμήσουν σωστά το IP τους δυσκολεύονται και να το προστατεύσουν επαρκώς. 
Αξίζει να αναφερθεί ότι η τάση που θέλει το IP να γίνεται πηγή επιχειρηματικής αξίας άρχισε στα μέσα της δεκαετίας του 1970 και επιταχύνθηκε μετά την οικονομική κρίση του 2007-08 με την αύξηση της κινητικότητας, του cloud computing, των social media και άλλων τεχνολογιών.

Σύμφωνα με τον Lewis Lee, διευθύνοντα σύμβουλο Aon’s Intellectual Solutions Group, οι αγορές άρχισαν να αναγνωρίζουν το IP ως κατηγορία περιουσιακών στοιχείων το 2006, όταν η BlackBerry έφθασε σε διακανονισμό 612,5 εκατ. δολ. με την εταιρεία εκμετάλλευσης διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας NTP για την τεχνολογία που χρησιμοποιούσε η πρώτη στις συσκευές της για την προώθηση email. 

Το IP είναι δύσκολο να ποσοτικοποιηθεί, αν και είναι φανερό ότι γίνεται όλο και πιο πολύτιμο. Τη συνεχώς αυξανόμενη ανάγκη προστασίας του αναδεικνύει και το ζήτημα των κερδοσκόπων, με την ανάπτυξη των patent trolls. Σύμφωνα με τους αναλυτές της Aon τα τελευταία 10 χρόνια οι αγωγές διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας έχουν αυξηθεί κατά 500%. 

Πολύ λίγες εταιρείες αναγνωρίζουν την αξία του IP και δεν έχουν εξασφαλίσει μια στρατηγική που να μεγιστοποιηεί αυτή η αξία. Τα ανώτατα στελέχη συχνά δεν έχουν ορατότητα στο χαρτοφυλάκιο IP, πόσο μάλλον σε αυτό των ανταγωνιστών τους. Οι συνέπειες της μη ακριβούς αποτίμησης του IP θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε διάφορα σενάρια. 

Συμφωνίες εξαγοράς

Η αδυναμία αξιολόγησης του IP αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον στις περιπτώσεις εξαγοράς ή άλλης επιχειρηματικής συμφωνίας. Στον κλάδο τεχνολογίας, όπου η κινητικότητα είναι συνεχής, οι μεγάλες εταιρείες μπροστά στους δεκάδες πιθανούς στόχους εξαγορών για να κάνουν την καλύτερη επιλογή πρέπει να έχουν την ικανότητα αξιολόγησης του IP για κάθε έναν από τους στόχους, κάτι που θα δώσει αξία στη συμφωνία.