Skip to main content

Χ. Γκότσης: Ζητείται φορολογική δικαιοσύνη

Η θεσμοθέτηση αμοιβής σε όσους πολίτες καταγγέλλουν παράνομες συναλλαγές αποτελεί μετατόπιση ευθύνης και προάγει την καχυποψία και τη διχόνοια μεταξύ των πολιτών

Τoυ Χαράλαμπου Γκότση, καθηγητή Οικονομικών, τ. προέδρου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς

ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΜΑΣ, παρά τους εκατοντάδες νόμους, τις χιλιάδες ερμηνευτικές εγκυκλίους και τα αναρίθμητα σεμινάρια ενημέρωσης, όπως δείχνουν τα στοιχεία, η φοροδιαφυγή καλά κρατεί, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να διαπομπεύεται ακόμη και στον ξένο Τύπο με πηχυαίους τίτλους όπως «Η φοροδιαφυγή αποτελεί το εθνικό (μας) σπορ» (Βλ. Handelsblatt 15/7/2023).

Τελικά, το δημοσιονομικό μίγμα δείχνει να έχει παγιωθεί σε ένα επίπεδο ανήθικης ισορροπίας, όπου το μεν κράτος επαναπαύεται αφού εισπράττει όσα χρειάζεται, με 39,5% επί του ΑΕΠ βρίσκεται στην 9η σειρά με τις καλύτερες εισπρακτικές επιδόσεις στην Ε.Ε., τα φορολογικά υποζύγια, μισθωτοί και συνταξιούχοι έχουν υποταχθεί στο μοιραίο χωρίς την παραμικρή διαμαρτυρία, ενώ οι συνήθεις ύποπτοι χαίρουν ασυλίας και της εκτίμησης της κοινωνίας, αφού στο μαλακό της υπογάστριο η φοροδιαφυγή γίνεται αποδεκτή όχι ως κλοπή αλλά ως μαγκιά.

ΤΑ ΝΕΡΑ ήρθαν να ταράξουν τα πρόσφατα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, αλλά και η κατά πάσαν πιθανότητα αντίδραση σ’ αυτά της κυβέρνησης, εν όψει μάλιστα και της συζήτησης για την ψήφιση του νέου προϋπολογισμού, να κατεβάσει ένα νομοσχέδιο για τη φορολόγηση των, ας μην κρυβόμαστε, πρωταθλητών στη φοροδιαφυγή ελεύθερων επαγγελματιών και ατομικών επιχειρήσεων.

ΘΑΥΜΑ, θαύμα! Οι Έλληνες δαπανήσαμε το 2022 για κατανάλωση 154 δισ. ευρώ, ενώ τα εισοδήματά μας ανήλθαν μόλις στα 84 δισ. Διαφορά 70 ολόκληρα δισ. ευρώ, χωρίς να εμφανίζονται πουθενά. Θυμίζει λίγο την ατάκα από το «Μάθε μου παιδί μου γράμματα»: «Έξι χρόνια στο δημοτικό, έξι στο γυμνάσιο…»! Σε κανένα εγχειρίδιο οικονομικής στο κεφάλαιο ανάλυσης της γενικής μακροοικονομικής ισορροπίας, δεν θα βρει κανείς να γίνεται αναφορά σε ένα τέτοιο φαινόμενο, πολλώ δε μάλλον να αποτελεί και κυρίαρχη συνιστώσα του συστήματος.

Οι οικονομολόγοι γνωρίζουμε ότι όταν τα εισοδήματα δεν είναι αρκετά, τότε μια πρόσθετη δαπάνη για κατανάλωση μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο με τη μείωση των καταθέσεων. Όχι όμως και στην Ελλάδα του σήμερα. Κατά την Τράπεζα της Ελλάδος, οι καταθέσεις των νοικοκυριών αυξήθηκαν το 2022 στα 3 δισ. ευρώ αντί να μειωθούν.

Τα νοικοκυριά βέβαια, για να διατηρήσουν το επίπεδο διαβίωσης, αύξησαν τη δαπάνη λόγω πληθωρισμού μεταξύ 2021 και 2022 κατά 25 δισ. ευρώ, η οποία συνέβαλε στην αύξηση των εσόδων του κράτους μέσω ΦΠΑ, καθώς και στην κερδοφορία των βασικών αποδεκτών της καταναλωτικής δαπάνης (άνω του 50%), που είναι οι εταιρείες εμπορίας τροφίμων, καυσίμων, αλλά και οι κατασκευαστικές. Με έναν πρόχειρο υπολογισμό, τα αδήλωτα εισοδήματα των 70 δισ. ευρώ θα έπρεπε να αποφέρουν περί τα 20 δισ. ευρώ φόρους στα δημόσια ταμεία. Το ότι το ποσό αυτό είναι πολύ μεγάλο το αντιλαμβάνεται κανείς αν αθροίσει τις απώλειες για 15 χρόνια, διαπιστώνοντας ότι αποτελεί ισοδύναμο του εξωτερικού χρέους της Ελλάδας.

ΘΑ ΛΥΣΕΙ το πρόβλημα ή έστω θα αποτελέσει σημαντική παρέμβαση για τον περιορισμό του προβλήματος το νέο νομοθέτημα; Η εκτίμησή μου είναι πως ούτε το ένα ούτε το άλλο θα συμβεί.

ΑΡΧΙΚΑ, σε ό,τι αφορά τον στόχο της ενίσχυσης των εσόδων κατά 606 εκατ. ευρώ, όπως υπολογίζει η κυβέρνηση, ακόμη και να επιτευχθεί στο ακέραιο, αυτό αποτελεί ένα πολύ μικρό μέρος του προβλήματος.

Χωρίς να παραγνωρίζει κανείς την ιδιομορφία της ελληνικής κοινωνίας, όπως αυτή προέκυψε τα μεταπολεμικά χρόνια, όπου οι αυτοαπασχολούμενοι με τον έναν ή τον άλλον τρόπο είναι διπλάσιοι από τον μέσο όρο των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο τρόπος και τα μέσα που επελέγησαν για την αντιμετώπιση του φαινομένου είναι άστοχα και εν πολλοίς άκαιρα.

Η επαναφορά των τεκμηρίων στην πλέον οριζόντια μορφή στηρίζεται στην άποψη ότι όποιος ασκεί ένα ελεύθερο επάγγελμα ταυτόχρονα έχει και κέρδη, αν όχι θα έπρεπε να έχει κλείσει. Αυτό θεωρητικά μπορεί να έχει, σε ό,τι αφορά κυρίως μια μακρόχρονη δραστηριότητα, μια δόση αληθείας, όμως στην πράξη υπάρχουν πολλά παραδείγματα, όπου ένας ελεύθερος επαγγελματίας -κυρίως νέοι στην προσπάθειά τους να ορθοποδήσουν- στηρίζεται από πλήθος άλλες πηγές για να τα καταφέρει. Άλλωστε, σε μια χώρα όπου η μεταπήδηση, λόγω ανεργίας σε εξαρτημένη εργασία, είναι δυσχερής, εξηγεί και την εμμονή στη διατήρηση της επιχείρησης ή του γραφείου με λίγα εισοδήματα ακόμη και με ζημιές.

Κατά τα άλλα μπορεί να χαθούν και έσοδα από υψηλότερα του τεκμηρίου εισοδήματα, αφού κάποιοι μπορούν να θεωρήσουν ότι καλύπτοντας το τεκμήριο έχουν εκπληρώσει και τις υποχρεώσεις τους. Κυρίως δε, αν και το κράτος πιστέψει το ίδιο μειώνοντας ή χαλαρώνοντας τους ελέγχους.

ΑΚΑΙΡΑ επίσης, αφού γίνεται μια προσπάθεια μέσω της καθολικής εφαρμογής του myDATA που βρίσκεται σε εξέλιξη, όπως και πολλών άλλων τεχνολογικών εφαρμογών, μεταξύ των οποίων είναι η διασύνδεση των POS με τις ταμειακές μηχανές, τα συστήματα ελέγχου στη διακίνηση καυσίμων, καθώς και ο περιορισμός της χρήσης των μετρητών σε συναλλαγές που μπορεί να υποκρύπτουν αδήλωτα ποσά. Οι φορολογούμενοι είναι γνωστό ότι δυσχεραίνονται να αντεπεξέλθουν οργανωτικά στις απαιτήσεις αυτών των εφαρμογών, κάτι που και το κράτος αναγνωρίζει παρέχοντάς τους τον αναγκαίο χρόνο για την προσαρμογή.

ΤΕΛΟΣ, η θεσμοθέτηση αμοιβής σε όσους πολίτες καταγγέλλουν παράνομες συναλλαγές αποτελεί μετατόπιση ευθύνης, προάγει την καχυποψία και τη διχόνοια μεταξύ των πολιτών και ουδόλως συμβάλλει στην αποκατάσταση της φορολογικής δικαιοσύνης σε ένα ευρωπαϊκό κράτος το 2023. Οι Έλληνες πολίτες θα αντιληφθούν τη βελτίωση στην κατανομή των φορολογικών βαρών μόνο όταν δουν να αλλάζει ο συσχετισμός μεταξύ άμεσων και έμμεσων φόρων προς όφελος των πρώτων, τους συντελεστές ΦΠΑ να μειώνονται, καθώς και το μερίδιο των μισθωτών και συνταξιούχων να προσεγγίζει τον μέσο όρο των άλλων ευρωπαϊκών κρατών.