Skip to main content

Οι δυσκαμψίες της ελληνικής αγοράς εργασίας

Η αγορά εργασίας είναι ο καθρέφτης των περιορισμένων πλέον δυνατοτήτων ενός παρωχημένου παραγωγικού υποδείγματος

Τoυ Χρήστου Γούλα, PhD, γενικού διευθυντή του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ

Η ΠΡΟΣΦΑΤΗ παρουσίαση της ετήσιας έκθεσης του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ ήρθε να επιβεβαιώσει τις διαμορφούμενες κεντρικές τάσεις στην αγορά εργασίας στην Ελλάδα. Η καταγεγραμμένη μείωση της ανεργίας τον Μάιο του 2023 σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2022 ανήλθε στο 2,9%, με ένα ποσοστό της τάξης του 10,8%.

Στο μέτωπο της απασχόλησης, κατά το έτος 2022 σημειώθηκε αύξηση της τάξης του 3,5% σε σχέση με το 2021, φτάνοντας στο 60,7% στον συνολικό πληθυσμό.

Ωστόσο, αυτά τα σημάδια ανάκαμψης της αγοράς εργασίας, αν τεθούν σε προοπτική σύγκρισης με τους αντίστοιχους ευρωπαϊκούς δείκτες, μετριάζουν τον όποιο ενθουσιασμό, προκαλώντας προβληματισμό για τη βραδύτητα των εξελίξεων, αλλά και για τη συνεχή απόσταση που μας χωρίζει από τους Ευρωπαίους εταίρους. Η Ελλάδα συνεχίζει να καταγράφει ποσοστό ανεργίας συστηματικά σχεδόν διπλάσιο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο του 6%, ενώ, ως προς τα ποσοστά απασχόλησης, τη χωρίζουν 9,4 μονάδες από τη μέση τιμή του ευρωπαϊκού δείκτη απασχόλησης (70,1%).

ΠΕΡΑ από τις κλασικές ερμηνείες των ετήσιων μεταβολών των δεικτών ανεργίας και απασχόλησης, η πρόσφατη έκθεση του ΙΝΕ εστίασε στην ανάδειξη εμφανών πλέον συμπτωμάτων «δυισμού» στη δομή της αγοράς εργασίας. Θυμίζω εδώ ότι ως «δυισμός των αγορών εργασίας» ορίζεται η δημιουργία περιορισμένων θέσεων απασχόλησης σε κλάδους που παράγουν υψηλή προστιθέμενη αξία, είναι συνήθως «έντασης γνώσης» και προσφέρουν ποιοτικές θέσεις απασχόλησης, με υψηλότερες αποδοχές και σταθερότητα ως προς τη διάρκεια των συμβάσεων. Στον αντίποδα, περιφερειακοί κλάδοι, που κατά κύριο λόγο χαρακτηρίζονται ως «έντασης εργασίας», προσφέρουν την πλειονότητα των θέσεων απασχόλησης, οι οποίες χαρακτηρίζονται από μεγάλη επισφάλεια, χαμηλές απολαβές και υψηλό αριθμό ωρών εργασίας.

Στην περίπτωση της Ελλάδας, η παρατηρούμενη βελτίωση των δεικτών ανεργίας οφείλεται σε μεγάλο βαθμό σε περιφερειακούς κλάδους, όπως εμπόριο, καταλύματα και εστίαση, ενώ κλάδοι υψηλής προστιθέμενης αξίας, όπως η μεταποίηση, παρά τις ενδείξεις ανάκαμψής τους, συνεχίζουν να υστερούν ως προς την ποιότητα των θέσεων απασχόλησης, συγκριτικά με το 2009.

ΚΑΤΑ την άποψή μας η ανάγνωση των δεδομένων που ορίζουν αυτά τα φαινόμενα απαιτεί νέες, συνολικότερες ερμηνείες, οι οποίες θα πρέπει να μπορούν να τα συνδέσουν με ευρύτερες ποιοτικές διαστάσεις που επιδρούν στη διαμόρφωση της αγοράς εργασίας. Μια τέτοια διάσταση, που θεωρώ ιδιαίτερα σημαντική, εκκινεί από τη διαπίστωση μιας εξαιρετικά προβληματικής σχέσης των επιχειρήσεων με τη γνώση ως κύριου επιδραστικού παράγοντα στην ποιότητα της εργασίας. Πιο απλά, τη διάσταση της διαπιστωμένης πλέον αδυναμίας των επιχειρήσεων «να μάθουν στους εργαζόμενούς τους», καταρτίζοντάς τους, αλλά και «να μάθουν από τους εργαζόμενούς τους», αξιοποιώντας τις δεξιότητες και τις γνώσεις τους στην παραγωγική διαδικασία.

ΑΝΤΛΩΝΤΑΣ πάλι δεδομένα από την πρόσφατη έκθεση του ΙΝΕ, διαπιστώνουμε ότι η Ελλάδα συνεχίζει να μοιράζεται με τη Ρουμανία την τελευταία θέση μεταξύ των χωρών της Ε.Ε.-27 σε ποσοστό εργαζομένων σε κλάδους υψηλής τεχνολογίας, με ποσοστό που μόλις και αγγίζει το 3,9%.

Την ίδια στιγμή, η Ελλάδα εμφανίζεται ουραγός στην Ε.Ε.-27 σε ό,τι αφορά τα ποσοστά ζήτησης ειδικών στις τεχνολογίες πληροφορικής και επικοινωνίας (ΤΠΕ), με μόνο το 2,5% των εργαζομένων να απασχολείται σε σχετικά επαγγέλματα.

Ως προς τα ποσοστά ανεργίας των αποφοίτων στις νέες τεχνολογίες, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, η χώρα μας παρουσιάζει υψηλότερους δείκτες ανεργίας σε σχέση με τον γενικό πληθυσμό. Τα δεδομένα λοιπόν μαρτυρούν με σαφήνεια την αδυναμία του παραγωγικού συστήματος να ενσωματώσει εργαζόμενους υψηλής κατάρτισης.

ΩΣΤΟΣΟ, δεν αρκεί να θέλεις «να μάθεις από τους εργαζόμενους». Πρέπει και να μπορείς. Μεγάλο μέρος των ελληνικών επιχειρήσεων αδυνατούν να εντάξουν καταρτισμένους εργαζόμενους σε εγχειρήματα υψηλής προστιθέμενης αξίας, εμμένοντας σε παρωχημένα σχήματα οργάνωσης της εργασίας, απαξιώνοντας συγχρόνως τη σημασία της ανάπτυξης καινοτόμων ανταγωνιστικών προϊόντων. Άλλωστε δεν είναι τυχαίο ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις εμφανίζουν τον χειρότερο δείκτη ψηφιακής έντασης στις χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πίσω από τη Βουλγαρία, με πάνω από 20 ποσοστιαίες μονάδες να τη χωρίζουν από τη μέση ευρωπαϊκή επίδοση. Την ίδια στιγμή, συνεχίζουν να έχουν το χαμηλότερο ποσοστό προσφοράς προγραμμάτων κατάρτισης στους εργαζόμενούς τους καταλαμβάνοντας και εδώ την τελευταία θέση στην Ε.Ε.-27.

ΤΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ είναι πεισματικά: η αγορά εργασίας είναι ο καθρέφτης των περιορισμένων πλέον δυνατοτήτων ενός παρωχημένου παραγωγικού υποδείγματος που συνεχίζει να βασίζεται σε δύο θεμελιακά χαρακτηριστικά: Στην εντατικοποίηση της εργασίας και στη χαμηλή ποιότητα των προσφερόμενων θέσεων εργασίας. Η παγίωση των φαινομένων δυισμού στις αγορές εργασίας, ωστόσο, συνιστά προειδοποίηση για την κρισιμότητα μιας αναγκαίας παραγωγικής μετάβασης. Η «κοινωνία της γνώσης και της πληροφορίας» δεν είναι σχήμα λόγου. Η γνώση, η τεχνολογία, η καινοτομία αποτελούν υλικές πραγματικότητες που παράγονται στα εκπαιδευτικά συστήματα και στα εθνικά συστήματα επαγγελματικής κατάρτισης, αλλά αξιοποιούνται και διαχέονται από πραγματικές επιχειρήσεις που απασχολούν πραγματικούς εργαζόμενους. Η εξαιρετικά προβληματική σχέση με τη γνώση που συνεχίζει να αναπαράγεται εντός του κυρίαρχου παραγωγικού προτύπου, υπονομεύει ακόμη και τις πλέον συγκροτημένες προσπάθειες παραγωγικής ανάκαμψης. Η διαμόρφωση μιας νέας σχέσης με τη γνώση αποτελεί κοινωνική και αναπτυξιακή επιταγή, αλλά κάποια στιγμή είναι αναγκαίο να έρθει και η στιγμή της εξόφλησης.