Skip to main content

Γιατί ο κατώτατος μισθός πρέπει να αυξηθεί στα 826 ευρώ

Η θέση μας ως ΓΣΕΕ είναι ότι το ύψος του κατώτατου μισθού θα πρέπει να αντιστοιχεί τουλάχιστον στο ύψος του μισθού αξιοπρεπούς διαβίωσης.

Του Δημήτρη Καραγεωργόπουλου
Γραμματέας Τύπου και Δημοσίων Σχέσεων της ΓΣΕΕ

Έχουν περάσει 14 χρόνια από την τελευταία φορά που ο κατώτατος μισθός στη χώρα μας βρέθηκε πάνω από τα 750 ευρώ. Με μια βίαιη παρέμβαση στην Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, το 2012 η Εκτελεστική Εξουσία κατήργησε με νόμο τον προβλεπόμενο στην ΕΓΣΣΕ κατώτατο μισθό και τον κατακρήμνισε στα 586 ευρώ για τους άνω των 25 ετών εργαζόμενους και στα 511 ευρώ για τους κάτω των 25 ετών. Αυτή η απαράδεκτη κοινωνικά και νομοθετικά παρέμβαση έγινε δήθεν στο όνομα της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων και της καταπολέμησης της ανεργίας. Βέβαια, οι μήνες που ακολούθησαν αυτής της παρέμβασης συνοδεύτηκαν από δεκάδες χιλιάδες «λουκέτα» επιχειρήσεων, με την ανεργία να εκτοξεύεται από τις 15 στις 26 ποσοστιαίες μονάδες. Σε μια οικονομία βασισμένη επί το πλείστον στην κατανάλωση, η συνταγή της αφαίρεσης εισοδημάτων από τους εργαζόμενους – καταναλωτές απεδείχθη καταστροφική, τόσο για τις επιχειρήσεις όσο και για τους εργαζόμενους.

Η θέση μας ως ΓΣΕΕ είναι ότι το ύψος του κατώτατου μισθού θα πρέπει να αντιστοιχεί τουλάχιστον στο ύψος του μισθού αξιοπρεπούς διαβίωσης.

Άποψή μας είναι ότι, για να είναι χρήσιμος, ως ένα αξιόπιστο εμπειρικό δεδομένο για τον προσδιορισμό του ύψους του κατώτατου μισθού αξιοπρεπούς διαβίωσης, ο δείκτης του 60% του διάμεσου μισθού πρέπει να ενσωματώσει τουλάχιστον την επίδραση του προσδοκώμενου πληθωρισμού για το 2023. Κατ’ επέκταση το κατώφλι φτώχειας που αντιστοιχεί στο 60% του διάμεσου μισθού ήταν στα 780 ευρώ, δίχως να ληφθεί υπόψη η επίδραση της ακρίβειας. Συνυπολογίζοντας μόνο τον προσδοκώμενο πληθωρισμό του 2023 (σε ποσοστό 6% εκτιμάται), ώστε να αποφευχθεί μια νέα απώλεια αγοραστικής δύναμης, ο κατώτατος μισθός θα πρέπει να ανέλθει στα 826 ευρώ.

Στο πλαίσιο αυτό, με δεδομένες τις τρέχουσες συνθήκες υψηλού πληθωρισμού και τη μακροχρόνια και σωρευτική απώλεια αγοραστικής δύναμης και βάσει του μείζονος στόχου των συνδικάτων που είναι η διασφάλιση συνθηκών στις οποίες κανένας εργαζόμενος που αμείβεται με τον κατώτατο μισθό να μη βρίσκεται κάτω από το κατώφλι της φτώχειας και να έχει ένα αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο ο ίδιος και η οικογένειά του, η πρότασή μας για τον κατώτατο μισθό το 2023 είναι και ρεαλιστική και εφαρμόσιμη.

Προτείνουμε λοιπόν αύξηση του κατώτατου μισθού στο 60% του διάμεσου μισθού πλήρους απασχόλησης, συν τον προσδοκώμενο πληθωρισμό για το 2023, δηλαδή στα 826 ευρώ, με άμεση συμφωνία των κοινωνικών εταίρων για το χρονοδιάγραμμα επίτευξής του. Επαναφορά του καθορισμού του κατώτατου μισθού στον θεσμό της ΕΓΣΣΕ, καθώς ο ρόλος και η λειτουργία της ως ελάχιστου γενικού ορίου προστασίας με καθολική εφαρμογή σε όλους τους εργαζομένους, είναι κρίσιμης σημασίας για την αποδοχή του τελικού προσδιορισμού του ύψους του, την ενίσχυση της κοινωνικής και εργασιακής ειρήνης, και τελικά τη συμμόρφωση των εργοδοτών, που θα επιτρέψει την αύξηση της αποτελεσματικότητας των θετικών του επιδράσεων στην οικονομία, την κοινωνία και τη δημοκρατία. Αποκατάσταση των προστατευτικών ρυθμίσεων του ατομικού και του συλλογικού εργατικού δικαίου (καθολικότητα ισχύος των όρων των ΣΣΕ, πλήρης μετενέργειά τους, αρχή της εύνοιας στη «συρροή» τους και επέκταση της ισχύος τους). Άμεση επαναφορά των τριετιών. Άρση θεσμικών και νομοθετικών εμποδίων για την αύξηση της κάλυψης των εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Ενίσχυση της Επιθεώρησης Εργασίας για αποτελεσματική αντιμετώπιση της εργοδοτικής παραβατικότητας. Ρύθμιση και έλεγχος των ευέλικτων και των άτυπων μορφών εργασίας για την προστασία των κατώτατων ορίων αμοιβής και εργασίας.

Είναι σημαντικό να κατανοήσουν κυβέρνηση και επιχειρήσεις ότι η όποια αύξηση στους μισθούς των εργαζομένων δεν θα συσσωρευτεί σε κάποιους αποταμιευτικούς λογαριασμούς φορολογικών παραδείσων. Το αντίθετο. Θα αυξηθεί η αγοραστική δύναμη των εργαζομένων -και συνεπώς η κατανάλωση- θα μειωθεί η δυνατότητα μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων να συσσωρεύουν κέρδη σε τραπεζικούς λογαριασμούς, και θα ενδυναμωθεί η φοροδοτική δυνατότητα, που σήμερα, μπροστά στην επέλαση του κύματος ακρίβειας, η αποπληρωμή φορολογικών υποχρεώσεων δεν αποτελεί βασική προτεραιότητα των πολιτών.