Skip to main content

Τα παιδιά δεν είναι «μικροί άνθρωποι» με «μικρά δικαιώματα»

N SOCIETY

Της Νίκης Κ. Αραμπατζή, δικηγόρου, δημοτικής συμβούλου δήμου Αθηναίων – «Αθήνα Ψηλά», προέδρου ΟΠΑΝΔΑ

Μετά τα σοκαριστικά γεγονότα σεξουαλικής κακοποίησης και εκμετάλλευσης ανηλίκων, παιδικής πορνογραφίας και ενδοοικογενειακής βίας που έχουν συνταράξει το τελευταίο διάστημα την κοινωνία μας, και με αφορμή τον εορτασμό της παγκόσμιας ημέρας κατά της κακοποίησης παιδιών και της παγκόσμιας ημέρας για τα δικαιώματά τους, που, μάλλον όχι τυχαία, εορτάζονται διαδοχικά, θα ήθελα αρχικά και με θλίψη να καταθέσω ότι τα δικαιώματα των παιδιών καταπατώνται συστηματικά διεθνώς.

Η παιδική κακοποίηση αποτελεί ένα σοβαρό κοινωνικό φαινόμενο. Ως δικηγόρος και έχοντας αναλάβει παρόμοιες υποθέσεις, μπορώ με βεβαιότητα να πω ότι το φαινόμενο αυτό, που έχει λάβει ανησυχητικές διαστάσεις, απειλεί την ψυχική και σωματική ακεραιότητα των παιδιών, ενώ διακυβεύει την αξιοπρέπειά τους, την αυτοεκτίμησή τους και συνεπώς την ποιότητα της μετέπειτα ενήλικης ζωής τους.

Η Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού του ΟΗΕ –το πλέον αποδεκτό κείμενο για τα ανθρώπινα δικαιώματα παγκοσμίως, που επικυρώθηκε από τη χώρα μας στις 2 Δεκεμβρίου 1992 με τον Ν. 2101– υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση του Οργανισμού το 1989 για να αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονται τα παιδιά, μετατρέποντάς τα από παθητικούς αποδέκτες φιλανθρωπίας σε ανθρώπινα όντα με ένα ξεχωριστό σύνολο απαραβίαστων δικαιωμάτων.

Η Σύμβαση αναγνωρίζει ότι η παιδική ηλικία είναι μια ευάλωτη στιγμή και ότι τα παιδιά χρειάζονται ειδική φροντίδα και προστασία. Καθιερώνει γι’ αυτό έναν παγκόσμια δεσμευτικό κώδικα για τα δικαιώματα που πρέπει όλα τα παιδιά να απολαμβάνουν. Έτσι, τα κράτη που είναι μέλη της Σύμβασης οφείλουν να διασφαλίζουν ότι όλα τα παιδιά αντιμετωπίζονται χωρίς καμία διάκριση, έχουν προστασία και πρόσβαση σε υπηρεσίες όπως εκπαίδευσης και υγείας, έχουν ευκαιρίες ανάπτυξης της προσωπικότητας, των ικανοτήτων και των ταλέντων τους, μεγαλώνουν σε ευτυχισμένο περιβάλλον με αγάπη και κατανόηση, καθώς και ενημερώνονται και συμμετέχουν σε ό,τι αφορά τα δικαιώματά τους μέσα από προσιτές γι’ αυτά διαδικασίες.

Πρόκειται για το πρώτο παγκόσμιο σύνολο νομικά δεσμευτικών δικαιωμάτων που ισχύουν για όλα τα παιδιά κι έχει επικυρωθεί από κάθε χώρα της Γης (με εξαίρεση τις Ηνωμένες Πολιτείες), καθιστώντας τη την πιο ευρέως επικυρωμένη συμφωνία για τα ανθρώπινα δικαιώματα στην παγκόσμια ιστορία. Μέσω δε των 54 άρθρων της, η Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού θέτει τα πρότυπα για την ευημερία των παιδιών σε κάθε στάδιο της ανάπτυξής τους. Υπογραμμίζω μάλιστα ότι ισχύει για όλα τα παιδιά κάτω των 18 ετών (ο ορισμός του παιδιού), ανεξαρτήτως φύλου, προέλευσης, θρησκείας, αναπηρίας, και καθοδηγείται από τέσσερις θεμελιώδεις αρχές, που ισχύουν για κάθε παιδί:

·         Όχι στις διακρίσεις (άρθρο 2).

·         Το καλύτερο συμφέρον του παιδιού (άρθρο 3).

·         Επιβίωση, ανάπτυξη και προστασία (άρθρο 6).

·         Ελευθερία γνώμης και συμμετοχή (άρθρο 12).

Η Γ.Σ. των Ηνωμένων Εθνών ενέκρινε δύο προαιρετικά πρωτόκολλα στη Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού το 2000: την προστασία των παιδιών από τη συμμετοχή σε ένοπλες συγκρούσεις και από τη σεξουαλική εκμετάλλευση. Από το 2014, ένα τρίτο προαιρετικό πρωτόκολλο επέτρεψε στα παιδιά να αναφέρουν παραβιάσεις των δικαιωμάτων τους απευθείας στην Επιτροπή Δικαιωμάτων του Παιδιού, η οποία ελέγχει τη συμμόρφωση με τη ΣΔΠ.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την άσκηση των δικαιωμάτων του παιδιού, ένα ευρωπαϊκό κείμενο το οποίο συντάχθηκε προκειμένου να εξειδικευτεί και να υλοποιηθεί το άρθρο 4 της ΔΣΔΠ. Αυτό αναφέρει την υποχρέωση των συμβαλλόμενων κρατών να λαμβάνουν νομοθετικά, διοικητικά και άλλα μέτρα που είναι αναγκαία για την εφαρμογή των αναγνωριζόμενων από αυτή τη διεθνή σύμβαση δικαιωμάτων, κάτι το οποίο επαναλαμβάνεται και στο προοίμιο της Σύμβασης, όπου αναφέρεται ακόμη ότι «τα ύψιστα δικαιώματα και συμφέροντα των παιδιών θα πρέπει να προωθούνται». Υπογράφηκε λοιπόν η σύμβαση αυτή στο Στρασβούργο στις 25 Ιανουαρίου 1996 και έχει κυρωθεί από την Ελλάδα με το N. 2502/1997. Κύριος στόχος της είναι να παράσχει διαδικαστικά δικαιώματα στα παιδιά και στους νέους κάτω των 18 ετών με σκοπό να τα διευκολύνει στην άσκηση των ουσιαστικών δικαιωμάτων τους που περιλαμβάνονται στη ΔΣΔΠ (άρθρο 1 παρ. 1, 2 και 6).

Ωστόσο, στην ελληνική έννομη τάξη η παιδική ηλικία δεν προστατεύεται ως αυτοτελές έννομο αγαθό σε ένα ενιαίο νομοθέτημα. Οι κανόνες του δικαίου ανηλίκων με γενική ή ευρεία έννοια (δηλαδή το σύνολο των κανόνων του δικαίου που ασχολούνται με τους ανηλίκους) είναι διάχυτοι στην ελληνική νομοθεσία (π.χ. σε Αστικό Κώδικα, Ποινικό Κώδικα, Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, Σωφρονιστικό Κώδικα). Δεν έχει τυπικά καθιερωθεί το «Δίκαιο Ανηλίκων» ως ένας αυτόνομος κλάδος του δικαίου που να αναφέρεται σε ένα ορισμένο αντικείμενο ενασχόλησης με συγκεκριμένη κατηγορία ανθρώπων (παιδιών, ανηλίκων) ούτε ως όρος του θετικού δικαίου είναι με αυτή τη γενική έννοια γνωστός.

Με τις καταγραφές, όπως τις αποτυπώνει η Unicef (και όχι μόνο), να είναι επιεικώς απογοητευτικές σε όλο το πλέγμα των δικαιωμάτων του παιδιού –από την υγεία και την εκπαίδευση μέχρι την παιδική εργασία-εκμετάλλευση, παράγοντας και αναπαράγοντας αποκλεισμούς, ιδίως στα φτωχά κοινωνικά στρώματα, δεν μπορεί παρά να συμφωνήσουμε όλοι ότι η πολιτεία θα πρέπει να αναλάβει την ηθική και νομική της υποχρέωση απέναντι στα παιδιά, διασφαλίζοντας την ισότιμη διαβίωσή τους μέσα από τη δημιουργία των απαραίτητων υποδομών και ενεργειών πολιτικής.

Η πραγμάτωση της προστασίας της παιδικής ηλικίας στο ισχύον δίκαιο, μέσα από τις σχετικές διατάξεις των διαφόρων κλάδων του δικαίου (συνταγματικού, οικογενειακού, ποινικού και εργατικού), δεν σημαίνει αναγκαία ότι οι κοινωνικές σχέσεις έχουν διαμορφωθεί και λειτουργούν πράγματι σύμφωνα με το κανονιστικό περιεχόμενο των συναφών νομικών διατάξεων. Θα ήταν ουτοπικό και αναληθές να πιστεύουμε ότι η ψήφιση ενός νόμου συνεπάγεται και την ορθή εφαρμογή του. Για να επιτευχθεί αυτό προϋποτίθεται η ύπαρξη και ιδίως η λειτουργία –αυτό είναι όμως το ζητούμενο– ορισμένων εγγυητικών, κατάλληλων προς τούτο θεσμών, διοικητικών και δικαστικών. Αν παράλληλα, προστεθούν και θεσμοί άμεσου κοινωνικού ελέγχου, η πραγμάτωση της προστασίας της παιδικής ηλικίας θα αποβεί αποτελεσματικότερη και σύμφωνη με τις νομικές επιταγές.

Κλείνοντας επομένως θα ήθελα να εστιάσω σε τρεις σημαντικές παραμέτρους:

Α) Η θέσπιση από το κράτος προγραμμάτων πρόληψης και ενημέρωσης των ίδιων των παιδιών στα σχολεία για τα δικαιώματά τους είναι αναγκαία. Θα πρέπει να υλοποιούνται προγράμματα ευαισθητοποίησης των εκπαιδευτικών, της οικογένειας, της κοινότητας και των ΜΜΕ. Προγράμματα που να καθοδηγούν και να ενθαρρύνουν την καταγγελία παραβίασης των δικαιωμάτων τους, προστατεύοντας τους καταγγέλλοντες, ανηλίκους ή ενήλικες.

Β) Ο ρόλος της αστυνομίας είναι επίσης πολύ σημαντικός. Στο σκέλος αυτό χρειάζεται κατάλληλη εκπαίδευση για την αντιμετώπιση μιας τόσο ευάλωτης ηλικιακής ομάδας και άμεση παρέμβαση. Και θέλω εδώ να υπογραμμίσω τη σπουδαία δουλειά που επιτελούν οι ειδικοί αξιωματικοί, οι κοινωνικοί λειτουργοί και οι ψυχολόγοι της αστυνομίας στην Υποδιεύθυνση Ανηλίκων της ΓΑΔΑ, στην οποία καταγγέλλονται αρμοδίως και παίρνουν τον δρόμο προς τη Δικαιοσύνη ποινικά αδικήματα κατά των ανηλίκων, χωρίς αυτό να συνεπάγεται κανέναν εφησυχασμό, αλλά, αντιθέτως, διαρκή προσπάθεια.

Γ) Επιτάχυνση των διαδικασιών. Δεν νοείται να συνεχιστεί η παρούσα συνθήκη, όπου, αν ο εισαγγελέας ανηλίκων διατάξει εξέταση του οικογενειακού περιβάλλοντος σε δομή ψυχικής υγείας για ένα περιστατικό που ενδεχομένως προκύπτει οποιασδήποτε μορφής κακοποίηση, απαιτούνται περίπου 3-4 μήνες για να βγει πόρισμα. Αν, από την άλλη, ένας απλός πολίτης αποταθεί, χωρίς εισαγγελική παραγγελία, σε δημόσια δομή ψυχικής υγείας για εξέταση, γιατί δεν διαθέτει τα χρήματα για ιδιωτική δομή, το ραντεβού του θα κλειστεί έναν χρόνο μετά. Μετά την καταγγελία, οι διαδικασίες, τόσο σε επίπεδο νομικών διαδικασιών όσο και σε επίπεδο κοινωνικών δομών, πρέπει να είναι ταχύτατες.

Φυσικά, οι θεωρίες αγγίζουν σχεδόν πάντα την τελειότητα και οι πράξεις απέχουν πολύ από αυτές, αλλά πάντα αξίζει να προσπαθούμε να τις εφαρμόζουμε και να τις τελειοποιούμε. Όταν απευθυνόμαστε στα παιδιά θα πρέπει να βεβαιωνόμαστε ότι γίναμε αντιληπτοί. Ας μην ξεχνάμε ότι και οι ίδιοι υπήρξαμε κάποτε παιδιά! Να συνειδητοποιούμε όλα τα δικαιώματα των παιδιών, τα οποία δεν είναι απλά «μικροί άνθρωποι» με «μικρά δικαιώματα». Να τα προστατεύουμε σε κάθε ευκαιρία από την οποιαδήποτε μορφή εκδήλωσης βίας. Και, το κυριότερο, να υπερασπιζόμαστε και να προωθούμε τα δικαιώματά τους με συγκεκριμένες πράξεις καθημερινά και να μην περιοριζόμαστε σε γενικόλογες ευχές. Γιατί το παρόν ανήκει μεν και στις δύο κατηγορίες, ανηλίκων και ενηλίκων, ωστόσο το μέλλον το οποίο θα βιώσουν οι σημερινοί ανήλικοι μπορούμε από τώρα να το διαμορφώσουμε ως ένα σημείο. Όχι βέβαια ως προκαθορισμένο και προδιαγεγραμμένο, αλλά θέτοντας σωστά και γερά θεμέλια γι’ αυτό, ξεκινώντας σήμερα κιόλας!