Skip to main content

Ουγγαρία – Πολωνία και ευρωπαϊκή χρηματοδότηση

N SOCIETY

Τoυ Χάρη Μαμουλάκη, αναπλ. τομεάρχη Ανάπτυξης & Επενδύσεων Κ.Ο. ΣΥΡΙΖΑ, βουλευτή Ηρακλείου, πολιτικού μηχανικού BEng MSc

ΥΠΑΡΧΕΙ μια εσφαλμένη εντύπωση στους κύκλους των κοινωνικά φιλελεύθερων σχολιαστών της πολιτικής επικαιρότητας αναφορικά με το ποιόν, τον χαρακτήρα και την ιστορία των σημερινών κυβερνητικών ελίτ της Ουγγαρίας και της Πολωνίας, των οποίων η διαδρομή έχει σήμερα οδηγήσει σε συγκρούσεις με τις Βρυξέλλες και έχει θέσει υπό αμφισβήτηση τη χρηματοδότησή τους τόσο από
το Ταμείο Ανθεκτικότητας και Ανάκαμψης όσο και από τα διαρθρωτικά ταμεία.

ΑΣ ΠΑΡΟΥΜΕ ως παράδειγμα τον Βίκτορ Όρμπαν. Ο Ούγγρος πολιτικός σήμερα διανύει τη δεύτερη πρωθυπουργική του θητεία, έχοντας πλέον διατελέσει στο αξίωμα αυτό 16 χρόνια. Συχνά στο ρεπορτάζ αναφέρεται ως ένας ακροδεξιός ηγέτης με μειωμένες ευαισθησίες σε ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ωστόσο η διαδρομή του ίδιου είναι αρκετά πιο σύνθετη αλλά και οικεία στα καθ’ ημάς.

Ο ΟΡΜΠΑΝ αποτέλεσε το ανερχόμενο αστέρι της ουγγρικής πολιτικής την περίοδο κατάρρευσης του καθεστώτος Kadar. Ιδρυτικό στέλεχος του κινήματος Fidesz, ο νεαρός φιλοδυτικός ακτιβιστής θεωρούνταν στα μέσα της δεκαετίας του ’90 ο κατεξοχήν υπέρμαχος των διαδικασιών φιλελευθερισμού της ουγγρικής πολιτικής. Με αυτά τα εχέγγυα εκλέγεται το 1998 ως ο νεαρότερος εκείνη την εποχή πρωθυπουργός στην Ευρώπη. Και με αυτά τα εχέγγυα -και παρά τα σκάνδαλα
διαφθοράς που είχαν ταλανίσει και την πρώτη κυβέρνησή του την περίοδο 1998-2002- παρουσιάζεται τα επόμενα χρόνια να πολεμάει το «κατεστημένο» Ουγγρικό Σοσιαλιστικό Κόμμα,
ταυτίζοντάς το με το σοσιαλιστικό παρελθόν της χώρας, κι έτσι επανεκλέγεται το 2010. Αρχικά το κόμμα του Όρμπαν ταυτίζεται με την ευρωομάδα των φιλελεύθερων και μόνο από το 2000 εντάσσει το κόμμα του στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, διατηρώντας όμως την εικόνα ενός φιλελεύθερου ηγέτη. Η εθνικιστική του ρητορική εκκινεί κατά τη διάρκεια της δεύτερης θητείας του, καθώς προηγουμένως η μοναδική εθνικιστική στάση που είχε τηρήσει αφορούσε το ζήτημα των δικαιωμάτων της ουγγρικής μειονότητας στην Ουκρανία και τη Ρουμανία. Μόνο μετά τη δεύτερη του θητεία (2010-) και υπό το βάρος των μεταναστευτικών ροών από το 2015 και ύστερα η ρητορική του σε ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων αλλάζει.

ΤΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ Όρμπαν έχει χαρακτηριστεί από πλήθος σχολιαστών ως «ανελεύθερη δημοκρατία». Ο μετασχηματισμός όμως των θεσμών του κράτους δικαίου στη χώρα του δεν ήταν αρχικά προϊόν της ιδεολογίας του, αλλά της διαφθοράς και της αποχαλίνωσης που έχει προκαλέσει η συγκρότηση
ενός ισχυρού μπλοκ εξουσίας με την οικονομική ολιγαρχία στη χώρα του. Οι συγκρούσεις με τις Βρυξέλλες δεν εδράζονται στην όψιμη ρητορική του για την καθαρότητα του ουγγρικού αίματος ή την πρόσφατη απαράδεκτη στοχοποίηση των ατόμων με διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό αλλά στη μορφή της διακυβέρνησης που ασκεί, στην αδιαφάνεια κατά τη
διαχείριση των κοινοτικών κονδυλίων, στο μιντιακό τοπίο της χώρας του που αποκλείει κάθε αντιπολιτευόμενη φωνή και στην έλλειψη ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης στη χώρα του.

ΕΤΣΙ ΣΗΜΕΡΑ η Ουγγαρία είναι η μοναδική χώρα της Ευρώπης της οποίας ο σχεδιασμός για το Ταμείο Ανθεκτικότητας και Ανάκαμψης δεν έχει εγκριθεί και η κυβέρνησή της είναι υποχρεωμένη να υλοποιήσει μια λίστα μεταρρυθμίσεων όχι στην κατεύθυνση της ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας αλλά στην κατεύθυνση της ενίσχυσης του κράτους
δικαίου και της καταπολέμησης της διαφθοράς.

ΦΥΣΙΚΑ η Ουγγαρία δεν είναι η μόνη χώρα που έχει έναν ηγέτη φιλελεύθερων καταβολών που παραβιάζει κατάφωρα το κράτος δικαίου. Ούτε και είναι η μόνη χώρα που η διαφθορά μεγαλουργεί την ώρα που το μιντιακό σύστημα εξυμνεί τα κατορθώματα του ηγέτη της. Ούτε είναι και η μόνη χώρα που οι ευρωπαϊκοί θεσμοί έχουν θέσει θέματα για τη λειτουργία της δημοκρατίας, της πολυφωνίας και του κράτους δικαίου στο εσωτερικό της.

ΚΑΙ ΓΙΑ τους παραπάνω λόγους, οι άνθρωποι με φιλελεύθερες και δημοκρατικές ευαισθησίες στην Ελλάδα θα πρέπει να σκεφτούν ότι μπορεί σύντομα η Ουγγαρία και η Πολωνία να μην είναι και οι μόνες χώρες που οι διαφορετικές μορφές ευρωπαϊκής χρηματοδότησης μπορεί να τεθούν υπό αμφισβήτηση.