Skip to main content

Aναζητώντας την εγχώρια «χρυσή τομή» στην υγεία

Του Γιώργου Σακκά
[email protected]

Η απρόσκοπτη πρόσβαση των πολιτών στο σύστημα υγείας αλλά και τις αναγκαίες θεραπείες ήταν και παραμένει το κύριο μέλημα της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Υγείας, ένα μέλημα το οποίο όπως τονίζουν οι ιδιώτες πάροχοι και προμηθευτές είναι η ίδια η Πολιτεία που το δυναμιτίζει.

Η δυσκολία για την επιτυχία του εγχειρήματος του συστήματος Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας αλλά και οι επιβαρύνσεις που κάνουν απαγορευτική την κυκλοφορία νέων σκευασμάτων στη χώρα δείχνουν εκ πρώτης να δικαιώνουν τις φωνές των εκπροσώπων της ιδιωτικής υγείας. Από την άλλη πλευρά, η χώρα βρίσκεται υπό τη μέγγενη της δημοσιονομικής προσαρμογής και οι δυνατότητές της είναι δραματικά περιορισμένες, με αποτέλεσμα όσο και αν είναι κατανοητές οι δυσκολίες να μην είναι εύκολη η αντιμετώπισή τους. 

Αυτό που θα πρέπει να σημειωθεί είναι ότι το θέμα των περιορισμένων πόρων δεν είναι ελληνικό φαινόμενο. Μπορεί στην Ελλάδα να είναι εντονότερη η κατάσταση, καθώς ο προϋπολογισμός της δημόσιας υγείας που είναι λίγο πάνω από το 5% του ΑΕΠ απέχει δραματικά από το μέσο όσο της Ευρώπης και των χωρών του ΟΟΣΑ. Όμως ο προβληματισμός υπάρχει σε όλες τις κυβερνήσεις. Αξίζει να αναφερθούμε στα όσα συζητήθηκαν στο κορυφαίο συνέδριο πολιτικής υγείας στο Bad Gastein της Αυστρίας, όπου μέσα στο συμπεράσματα συμπεριλαμβάνεται και μια νέα προσέγγιση ανάμεσα στα δημόσια συστήματα υγείας και τους προμηθευτές τους. 

Ειδικά για τις φαρμακευτικές εταιρείες, η ανάγκη επαναδιατύπωσης ενός κοινωνικού συμβολαίου με τις κυβερνήσεις θεωρείται δεδομένη, καθώς τα νέα καινοτόμα φάρμακα θεωρούνται ιδιαίτερα ακριβά και δυστυχώς οι πόροι δεν επαρκούν για την κάλυψη. Την ίδια στιγμή οι φαρμακευτικές εταιρείες επενδύουν τεράστια ποσά στην έρευνα και ρισκάρουν, γεγονός που δικαιολογεί σ’ ένα βαθμό και τις υψηλές τιμές.  

Στη χώρα μας, η… χρυσή τομή βρέθηκε με την καθιέρωση του rebate και clawback, μέτρα τα οποία επιβαρύνουν τη φαρμακοβιομηχανία με περίπου 1 δισ. ευρώ κι έτσι σε συνδυασμό με μια σχετική επιβάρυνση και των ασφαλισμένων, οι θεραπείες εξασφαλίζονται. Ο αντίκτυπος όμως αυτών των μέτρων αναμένεται μέσα στο 2018 να είναι ιδιαίτερα έντονος. Ίσως μέχρι τώρα να αποφεύχθηκαν τα χειρότερα σχετικά με αποσύρεις φαρμάκων και ελλείψεις, όμως αυτό πλέον δεν θεωρείται δεδομένο για την επόμενη χρονιά. 

Την ίδια στιγμή η ιατρική κοινότητα βλέπει με σκεπτικισμό και αμφισβήτηση των εγχείρημα της νέας ΠΦΥ, το οποίο ξεκίνησε δειλά να υλοποιείται. Όπως έχει δεσμευτεί η κυβέρνηση, μέχρι το τέλος του έτους θα έχει τεθεί σε λειτουργία μεγάλο μέρος δομών της νέας ΠΦΥ που βασίζεται στο μοντέλο των ΤΟΜΥ (Τοπικές Μονάδες Υγείας), σε όλη την Ελλάδα. Ήδη είναι 75 χώροι που μόλις ολοκληρωθούν οι διαδικασίες της προκήρυξης και των προσλήψεων θα είναι έτοιμοι να λειτουργήσουν.

Παράλληλα και το υπουργείο Υγείας κινείται στο τέμπο της τρίτης αξιολόγησης. Όπως έχει δηλώσει μάλιστα ο υπουργός Υγείας κ. Ξανθός «το αγκάθι, όπως πάντα, είναι το θέμα το δημοσιονομικό. Το ζήτημα είναι κατά πόσον οι δαπάνες, είτε αυτές αφορούν τη φαρμακευτική δαπάνη, την εξωνοσοκομειακή και τη νοσοκομειακή, είτε αφορούν τις λοιπές λειτουργικές δαπάνες του ΕΣΥ και του ΕΟΠΥΥ, κατά πόσον είναι εντός των στόχων, κατά πόσον υπάρχουν διαρθρωτικά μέτρα συγκράτησης και ελέγχου. Εδώ γίνονται τεράστιες προσπάθειες νοικοκυρέματος του συστήματος, οι οποίες μας βοηθούν, διατηρώντας το ίδιο επίπεδο δαπανών να μπορέσουμε να καλύψουμε περισσότερες ανάγκες».

Από κει και πέρα, ένα μεγάλος βάρος καλείται να σηκώσει ο ΕΟΠΥΥ, ο οποίος καλείται να νοικοκυρέψει περαιτέρω τα οικονομικά, να απαλλαγεί από παθογένειες τους παρελθόντος και να ολοκληρώσει τη συμβασιοποίηση όλων των παρόχων ώστε κινούμενος με γνώμονα τους κλειστούς προϋπολογισμούς, να εξορθολογίσει την όποια υπέρβαση παρουσιάζουν οι δαπάνες.