Σημαντική πρόοδο προς την κατεύθυνση της «τηλεπάθειας» μεταξύ εγκεφάλων μέσω της τεχνολογίας συνιστά μελέτη ερευνητών του University of Washington (UW), οι οποίοι αναπαρήγαγαν μία απευθείας σύνδεση εγκεφάλων μεταξύ ζευγών ανθρώπων, ακολουθώντας μία αρχική επίδειξη που είχε λάβει χώρα πριν από έναν χρόνο.
Στη νέα μελέτη, η οποία ενέπλεκε έξι άτομα, οι ερευνητές ήταν σε θέση να μεταδώσουν σήματα από τον εγκέφαλο ενός ατόμου μέσω του Ίντερνετ και να τα χρησιμοποιήσουν για να ελέγξουν την κίνηση του χεριού ενός άλλου ατόμου, μέσα σε κλάσμα δευτερολέπτου από τη στιγμή της αποστολής του σήματος.
Όπως επισημαίνεται σε ανακοίνωση του πανεπιστημίου, τη στιγμή του πρώτου πειράματος τον Αύγουστο του 2013 η ομάδα του UW ήταν η πρώτη που επέδειξε δύο ανθρώπινους εγκεφάλους οι οποίοι επικοινωνούσαν με αυτόν τον τρόπο. Οι ερευνητές στη συνέχεια δοκίμασαν εκτενέστερα το brain-to-brain interface στο πλαίσιο μίας πιο αναλυτικής έρευνας, η οποία δημοσιεύθηκε στις 5 Νοεμβρίου στο PLOS ONE.
«Η νέα μελέτη φέρνει το παράδειγμα του brain-to-brain interfacing από μια αρχική επίδειξη σε κάτι που είναι πιο κοντά σε βιώσιμη τεχνολογία» αναφέρει ο Άντρεα Στόκο, ένας εκ των συντακτών της, βοηθός ερευνητής καθηγητής ψυχολογίας και ερευνητής στο Institute for Learning & Brain Sciences του UW. «Τώρα έχουμε αναπαράγει τις μεθόδους μας και ξέρουμε ότι μπορούν να λειτουργήσουν αξιόπιστα» πρόσθεσε. Επικεφαλής συντάκτης της έρευνας είναι ο Ρατζές Ράο, καθηγητής επιστήμης υπολογιστών και μηχανολογίας.
Η ομάδα συνδύασε δύο είδη μη επεμβατικών οργάνων και εξελιγμένο λογισμικό για να συνδέσει τους δύο εγκεφάλους σε πραγματικό χρόνο. Η διαδικασία είναι αρκετά άμεση: ένας συμμετέχων συνδέεται σε συσκευή ηλεκτροεγκεφαλογραφήματος που «διαβάζει» την εγκεφαλική δραστηριότητα και στέλνει ηλεκτρικούς παλμούς μέσω Web στον δεύτερο συμμετέχοντα, ο οποίος φορά ένα σκουφί κολυμβητή με πηνίο διακρανιακής μαγνητικής διέγερσης τοποθετημένο κοντά στο σημείο του εγκεφάλου που ελέγχει την κίνηση των χεριών. Μέσω αυτού του συστήματος, ένα άτομο μπορεί να στείλει εντολή κίνησης του χεριού του άλλου απλά σκεπτόμενο την κίνηση του χεριού.
Η μελέτη ενέπλεξε τρία ζεύγη συμμετεχόντων, το καθένα με έναν αποστολέα και έναν δέκτη, με διαφορετικούς ρόλους και περιορισμούς, που βρίσκονταν σε ξεχωριστά κτήρια στο campus, σε μεγάλη απόσταση μεταξύ τους, και δεν ήταν ικανοί να αλληλεπιδράσουν με άλλον τρόπο πέρα από το link μεταξύ των εγκεφάλων τους. Κάθε αποστολέας ήταν μπροστά από ένα παιχνίδι υπολογιστή στο οποίο έπρεπε να υπερασπιστεί μια πόλη χρησιμοποιώντας ένα κανόνι και αναχαιτίζοντας ρουκέτες που εκτοξεύονταν από ένα πειρατικό πλοίο. Αλλά επειδή οι αποστολείς δεν μπορούσαν να αλληλεπιδράσουν φυσικά με το παιχνίδι, ο μόνος τρόπος να υπερασπιστούν την πόλη τους ήταν σκεπτόμενοι την κίνηση του χεριού για να πυροδοτήσουν το κανόνι. Οι δέκτες βρίσκονταν σε άλλο σημείο του campus φορώντας ακουστικά, μέσα σε σκοτεινά δωμάτια, χωρίς να μπορούν να δουν το παιχνίδι, με το δεξί χέρι τοποθετημένο στο touchpad- χειριστήριο του κανονιού. Εάν το interface λειτουργούσε σωστά, το χέρι του δέκτη πατούσε το touchpad και πυροδοτούσε το κανόνι.
Όπως διαπιστώθηκε, τα επίπεδα ακριβείας ήταν ποικίλα μεταξύ των ζευγών, κυμαινόμενα από 25% έως 83%. Οι αστοχίες είχαν να κάνουν με τον αποστολέα να μην επιτυγχάνει να εκτελέσει με ακρίβεια την εντολή «πυρ», ενώ οι ερευνητές ήταν σε θέση να διαπιστώσουν την ποσότητα της πληροφορίας που μεταδόθηκε μεταξύ των δύο εγκεφάλων.
Σημειώνεται ότι πρόσφατα ερευνητική ομάδα Starlab στη Βαρκελώνη (Starlab) πρόσφατα δημοσίευσε αποτελέσματα δικής της δουλειάς πάνω στο αντικείμενο- αλλά όπως αναφέρεται στην ανακοίνωση του UW, εκείνη η μελέτη δοκίμαζε μόνο έναν εγκέφαλο αποστολέα αντί για διαφορετικά ζεύγη συμμετεχόντων και διεξήχθη offline αντί σε πραγματικό χρόνο μέσω του Web. Πλέον, η ερευνητική ομάδα του UW, με χρηματοδότηση ύψους ενός εκατ. δολαρίων από το W.M Keck Foundation, πάει ένα βήμα παραπέρα, με σκοπό την αποκωδικοποίηση και μετάδοση πιο σύνθετων εγκεφαλικών λειτουργιών/ διαδικασιών.