Προβληματισμό για την έκδοση των ενταλμάτων σύλληψης σε βάρος των δύο ποινικολόγων, Αλέξανδρου Λυκουρέζου και Θεόδωρου Παναγόπουλου, αλλά και για τον τρόπο με τον οποίο αυτά εκτελέστηκαν εκφράζουν με κοινή δήλωσή τους 15 πρώην πρόεδροι Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας.
Όπως επισημαίνουν, «η κοινή γνώμη παρακολουθεί, άναυδη, μια ποινική “επιχείρηση” στρεφόμενη κατά δύο δικηγόρων, οι οποίοι συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν στον ανακριτή από την αντιτρομοκρατική υπηρεσία υπό συνθήκες που προσιδιάζουν στους πλέον επικίνδυνους καταζητούμενους εγκληματίες, κατά βάναυσο θρυμματισμό του τεκμηρίου της αθωότητας και των υπερασπιστικών τους δικαιωμάτων και κατά τρόπο που θα στιγματίσει για πάντα την προσωπικότητά τους».
Παράλληλα, θεωρούν πως «δεν χρειάζεται ιδιαίτερη ποινική εμπειρία για να καταλάβει κανείς ότι δύο επαγγελματίες με διαδρομή δεκαετιών, με σταθερή επαγγελματική έδρα-γραφείο και διαδρομή, και με καθημερινή παρουσία στα δικαστήρια, δεν είναι ύποπτοι φυγής, ούτε διαπράξεως νέων απεχθών εγκλημάτων, προϋποθέσεις που πρέπει αναγκαία κατά τον νόμο να συντρέχουν, προκειμένου να εκδοθεί ένταλμα συλλήψεως».
Οι 15 πρώην πρόεδροι Δικηγορικών Συλλόγων υπογραμμίζουν πως «το ένταλμα συλλήψεως είναι μια ακραία πράξη δικονομικού καταναγκασμού της πολιτείας. Σημαίνει πως ένας πολίτης θα στερηθεί την ελευθερία του χωρίς, προηγουμένως, να έχει εκθέσει τις απόψεις του έναντι των αρμόδιων δικαστικών και εισαγγελικών αρχών για όσα του προσάπτονται. Προς τούτο και πρέπει να εκδίδεται με φειδώ και σύνεση, και αυτονοήτως με ευλαβική των προϋποθέσεων του Συντάγματος και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας».
Οι ίδιοι δηλώνουν πως «βεβαίως κανείς δε μπορεί να γνωρίζει το περιεχόμενο της προκείμενης ποινικής δικογραφίας, που είναι (ή, τουλάχιστον, θα έπρεπε να είναι) μυστική» και συνεχίζουν: «Φαντάζει, όμως, τουλάχιστον οξύμωρο το να θεωρούνται πιθανοί φυγόδικοι και οιονεί εγκληματίες άνθρωποι που βρίσκονται καθημερινά ακριβώς εκεί, όπου το σε βάρος τους ένταλμα εκδόθηκε και εκτελέσθηκε: Στους χώρους απονομής της Ποινικής Δικαιοσύνης. Εάν, δηλαδή, κλητεύονταν από τον αρμόδιο ανακριτή προς απολογία και η ποινική τύχη τους κρινόταν μετά από αυτήν, υπάρχει έστω και ένας που να αμφιβάλλει για την προσήκουσα έλευσή τους;» διερωτώνται.
Επιπλέον, τονίζουν πως «δημιουργεί τουλάχιστον προβληματισμό και η έκδοση, αυτή η ίδια, των δύο προκείμενων ενταλμάτων, και η δημοσιότητα και ο τρόπος, υπό τον οποίο αυτά εκτελέσθηκαν. Όταν, μάλιστα, προέρχονται από έμπειρους ποινικούς λειτουργούς, που αναντίρρητα γνωρίζουν τα όσα προβλέπονται, επί του θέματος, από τη νομοθεσία. Και όταν, ακόμη, η συγκεκριμένη υπόθεση φαίνεται πως σχετίζεται με πρόσωπα αμφιβόλου ηθικής και με ύποπτα, τουλάχιστον, συμφέροντα».
Οι πρώην πρόεδροι εκφράζουν την ελπίδα ότι αύριο, Μ. Δευτέρα, η τύχη των δύο συναδέλφων τους θα κριθεί από τη Δικαιοσύνη «με ψυχραιμία και νηφαλιότητα. Τα όσα, όμως, έως τώρα έγιναν, έχουν ήδη κριθεί. Τουλάχιστον από όσους έχουν την ψυχραιμία να κοιτάξουν τον νόμο πίσω από τις κραυγές και τις ενδεχόμενες σκοπιμότητες. Και, άλλωστε, σήμερα είναι αυτοί. Αύριο, όμως, μπορεί να μην είναι αυτοί. Μπορεί να είναι, στη θέση τους, κάποιος από εμάς».
Τη δήλωση υπογράφουν οι πρώην πρόεδροι Δικηγορικών Συλλόγων: Αθηνών Δημήτρης Παξινός και Γιάννης Αδαμόπουλος, Θεσσαλονίκης Δημήτρης Γαρούφας και Γιάννης Παπαδόπουλος, Ροδόπης Γιώργος Κυμπαρίδης, Τρίπολης Δημήτρης Κωστόγιαννης, Ρόδου Κώστας Σαρρής, Ναυπλίου Θόδωρος Καζάς, Τρικάλων Δημήτρης Κοντόγιαννης, Ορεστιάδας Χρήστος Καπετανίδης, Σπάρτης Κώστας Δημητράκουλας, Αγρινίου Ανδρέας Ζώης και Λεωνίδας Υφαντής, Λειβαδιάς Λουκάς Μπίνιος και Ηγουμενίτσας Παύλος Τζόβαρας.