Skip to main content

Τις θεσμικές προτεραιότητες για το 2018 συζήτησε η Κομισιόν

Κατά την πρώτη συνεδρίαση του 2018, το Σώμα των Επιτρόπων που αποτελούν την Κομισιόν συζήτησε τις θεσμικές προτεραιότητες για το τρέχον έτος.

Πρόκειται για τη χρονιά της υλοποίησης της μεταρρύθμισης της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (Ευρωζώνης), της περαιτέρω διασφάλισης των συνόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της αναμόρφωσης του συστήματος ασύλου της Ε.Ε., της επανόδου στην πλήρη εφαρμογή της Συνθήκης Σένγκεν.

Εντός του έτους επίκειται εξάλλου η ολοκλήρωση της ψηφιακής ενιαίας αγοράς, η περαιτέρω προσέγγιση των Δυτικών Βαλκανίων προς την Ένωση.

Επί του παρόντος, 89 φάκελοι προτεραιότητας εξετάζονται, 29 έχουν ήδη υλοποιηθεί και το Σώμα των Επιτρόπων συζήτησε το πώς μπορεί να εξασφαλιστεί ότι οι υπόλοιποι θα ολοκληρωθούν έως το τέλος Μαΐου 2019.

Η συζήτηση προσανατολισμού περιέλαβε επίσης επισκόπηση των κυριότερων νέων προτάσεων που αναμένονται για το 2018, οι οποίες θα ληφθούν υπόψη στον Χάρτη Πορείας για μια πιο ενωμένη, πιο ισχυρή και πιο δημοκρατική Ένωση.

Η Επιτροπή θα επικεντρωθεί στη Δικαιοσύνη, διασφαλίζοντας ότι η Ευρώπη μπορεί να αντιδρά ταχύτερα και αποφασιστικότερα, χρησιμοποιώντας τις Συνθήκες μας στο μέγιστο δυνατό, και εξασφαλίζοντας ότι η Ευρώπη είναι πρωτοπόρα στην αξιοποίηση νέων ευκαιριών και στην αντιμετώπιση νέων προκλήσεων. Παράλληλα, η προσέγγιση της Επιτροπής θα πρέπει να είναι ισόρροπη, λόγος για τον οποίο ο πρόεδρος Γιούνκερ δημιούργησε μια νέα ειδική ομάδα «Επικουρικότητα & Αναλογικότητα – ‘Κάνουμε λιγότερα με πιο αποδοτικό τρόπο’», στις 14 Νοεμβρίου 2017, σε συνέχεια της Λευκής Βίβλου για το μέλλον της Ευρώπης και της ομιλίας για την Κατάσταση της Ένωσης.

Την εν λόγω ομάδα παρουσίασε ο πρώτος αντιπρόεδρος της Κομισιόν Φρανς Τίμερμανς ο οποίος ενημέρωσε το Σώμα των Επιτρόπων σχετικά με την πρόοδο των εργασιών. Η ειδική ομάδα θα απαρτίζεται από μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της Επιτροπής των Περιφερειών και των εθνικών κοινοβουλίων με στόχο τη διατύπωση συστάσεων για τρόπους για τη βελτίωση της εφαρμογής των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας, προσδιορίζοντας τομείς της πολιτικής όπου οι εργασίες θα μπορούσαν να ανατεθούν εκ νέου περιστασιακά, ή και οριστικά, στα κράτη μέλη, όπως και τρόπους για την καλύτερη συμμετοχή των περιφερειακών και τοπικών αρχών στη διαμόρφωση και υλοποίηση της πολιτικής της ΕΕ.