Skip to main content

Πρ. Παυλόπουλος: Το νόημα της Εθνεγερσίας του 1821

«Η Εθνεγερσία του 1821 σήμανε για το Έθνος των Ελλήνων την αποτίναξη του αιμοσταγούς οθωμανικού ζυγού και την δημιουργία του πρώτου ανεξάρτητου Έθνους-Κράτους στην Ευρώπη» είπε ο τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας και επίτιμος καθηγητής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Προκόπης Παυλόπουλος, μιλώντας στην επετειακή διαδικτυακή εκδήλωση προς τους μαθητές και τις μαθήτριες του Κολλεγίου Αθηνών, κατά τον εορτασμό των 200 χρόνων από την Εθνεγερσία του 1821, με θέμα: «Το νόημα της Εθνεγερσίας του 1821».

Στο πλαίσιο αυτό, ο κ. Παυλόπουλος επισήμανε, μεταξύ άλλων, και τα εξής: 

«Η «έκρηξη» της Επανάστασης των Ελλήνων, την 25η Μαρτίου 1821 στην Αγία Λαύρα, σηματοδότησε την αφετηρία του αγώνα τους για την αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού -ύστερα από τέσσερις, σχεδόν, αιώνες σκλαβιάς- και για την ίδρυση του Νεότερου Ελληνικού Κράτους.  Ίδρυση, η οποία επισφραγίσθηκε με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου, που υπέγραψαν η Αγγλία, η Γαλλία και η Ρωσία, την 3η Φεβρουαρίου 1830. 

Α. Κατ’ αρχάς, η μεγάλη αυτή Εθνική Επέτειος πρέπει, βεβαίως, να εξετασθεί υπό την Ελληνοκεντρική εκείνη έποψη, η οποία αναφέρεται στην προετοιμασία και στην διεξαγωγή του αγώνα των Ελλήνων προκειμένου ν’ αποτινάξουν τον οθωμανικό ζυγό και να επιτύχουν την ίδρυση ενός αυτόνομου και κυρίαρχου -με την έννοια της αυτοκυβέρνησης και της αυτοδιοίκησης- Κράτους.

Τούτο καταδεικνύει, μεταξύ άλλων, και την βασική διαφορά της Εθνεγερσίας του 1821 από την Αμερικανική Επανάσταση του 1776 και την Γαλλική Επανάσταση του 1789. Επιπλέον, είναι ακριβώς η ως άνω Ελληνοκεντρική έποψη, η οποία αναδεικνύει το γεγονός ότι οι Έλληνες, ήδη από την Κλασική Αρχαιότητα και όπως φαίνεται κατ’ εξοχήν από τους Αρχαίους Τραγικούς, είναι Λαός και Έθνος της Ελευθερίας.   Αποφασιστικής σημασίας για την ευόδωση της όλης προσπάθειας υπήρξε η ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας, την 14η Σεπτεμβρίου 1814, στην Οδησσό.  Και τούτο διότι η συμβολή της στην τελική προετοιμασία του επαναστατικού αγώνα των Ελλήνων αποδείχθηκε, εκ των πραγμάτων, κυριολεκτικώς καθοριστική.  Ειδικότερα, οι σχεδιασμοί της Φιλικής Εταιρείας «πήραν σάρκα και οστά» ιδίως από τις αρχές του 1821, καταλήγοντας στους εξής, κρίσιμους, σταθμούς προετοιμασίας, πριν την επίσημη έναρξη της Εθνεγερσίας στην Αγία Λαύρα, την 25η Μαρτίου 1821:

1. Πρώτον, στην «Μυστική Συνέλευση» της Βοστίτσας, στο Αίγιο, μεταξύ 26-30 Ιανουαρίου 1821. 

2. Δεύτερον, στην Επανάσταση της Μάνης, την 17η Μαρτίου 1821, όταν οι Μανιάτες, με ηγέτη τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, εξεγέρθηκαν, στέλνοντας το πρώτο μήνυμα της «έκρηξης» της Επανάστασης. 

3. Και, τρίτον, στην Σύνοδο της «Μεσσηνιακής Συγκλήτου» στην Καλαμάτα, την 23η Μαρτίου 1821.

Β. Οι αγωνιζόμενοι Έλληνες έπρεπε να περιμένουν εννέα ακόμη χρόνια, ως την ευόδωση της Εθνεγερσίας του 1821. Σε αυτό συνέτειναν από την μια πλευρά οι καταστροφικές εμφύλιες διαμάχες μεταξύ των Ελλήνων και, από την άλλη πλευρά, η αμφιθυμία -κατά την πιο επιεική έκφραση- των Μεγάλων Δυνάμεων.  Παρά την εννιάχρονη καθυστέρηση, ως την τελική έκβαση της Εθνεγερσίας των Ελλήνων του 1821, ένα είναι γεγονός:  Από την στιγμή που επαναστάτησαν, οι Έλληνες είχαν πάρει την αμετάκλητη απόφαση να φθάσουν, με οιοδήποτε κόστος, ως το τέλος.   Ήτοι ως την οριστική αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού και την ίδρυση ανεξάρτητου Ελληνικού Κράτους, βασισμένου στις φιλελεύθερες δημοκρατικές αρχές και αξίες της Αμερικανικής Επανάστασης -σύμφωνα με την Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας της 4ης Ιουλίου 1776- και ιδίως της Γαλλικής Επανάστασης του 1789, με πρότυπο την Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη του 1789. 

Γ. Όμως, η Εθνεγερσία των Ελλήνων, το 1821, και η τελική της έκβαση με την θεμελίωση του Νεότερου Ελληνικού Κράτους, το 1830 κατά το Πρωτόκολλο του Λονδίνου, πρέπει, για προφανείς λόγους ιστορικής ακρίβειας και πληρότητας, να εξετασθεί και υπό την έποψη του πώς και γιατί υπήρξε το πρόπλασμα και ο προπομπός του Έθνους-Κράτους, το οποίο στην συνέχεια επικράτησε στην Ευρώπη, ως γενικευμένο πρότυπο κρατικής οργάνωσης.  Όπως εξηγήθηκε προηγουμένως, η «κυοφορία» του πρώτου Έθνους-Κράτους στην Ευρώπη, δηλαδή του Νεότερου Ελληνικού Κράτους, κάθε άλλο παρά εύκολη μπορεί να χαρακτηρισθεί.  Και τούτο, οι προ του 1821 προσπάθειες των αγωνιζόμενων Ελλήνων απέβησαν άκαρπες, ενώ και η μετά το 1821 πορεία χαρακτηρίζεται από πολυάριθμα και μεγάλα εμπόδια και αντίστοιχες, επώδυνες γι’ αυτούς, διακυμάνσεις.  Τούτο οφείλεται, τουλάχιστον σε πολύ μεγάλο βαθμό και όπως ήδη αναφέρθηκε, στην αμφιθυμία και στην επέκεινα διστακτικότητα των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής, ήτοι της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας, οι οποίες, έχοντας και αντικρουόμενα συμφέροντα εν προκειμένω, δεν κατάφερναν να ξεκαθαρίσουν την κοινή τους στάση ως προς την τύχη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μολονότι αυτή έδειχνε από καιρό πολλαπλά απτά δείγματα αποδυνάμωσης.

Δ. Όσο και αν φαίνεται, prima faciae, αντιφατικό, η ιδεολογία του Διαφωτισμού υπήρξεν, εμμέσως, «σύμμαχος» της στάσης αυτής των Μεγάλων Δυνάμεων, όπως προκύπτει και από τα εξής:  Βεβαίως, ουδείς δικαιούται να παραγνωρίσει το ότι στον Διαφωτισμό οφείλεται, κατά μεγάλο μέρος, η καλλιέργεια και διαμόρφωση ενός είδους Ευρωπαϊκής «ιδέας» και «ιδεολογίας», στην οποία πολλά οφείλει και η σύγχρονη προσπάθεια για την δημιουργία ενός ολοκληρωμένου Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος, μέσω της αντίστοιχης ολοκληρωμένης ενοποίησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης.  Πλην όμως τον Διαφωτισμό, ως τρόπο σκέψης και ιστορικής έρευνας, ελάχιστα απασχόλησε ο προβληματισμός αναφορικά με την γέννηση του Έθνους-Κράτους, ως ιστορικώς νομοτελειακής μετεξέλιξης του προτύπου των δεσποτικών Αυτοκρατοριών.  Κατά ένα, σαφώς προφανή, τρόπο στον αντίποδα του Διαφωτισμού, ο Ρομαντισμός εμφανίσθηκε και κινήθηκε -με τις πολυπρισματικές διαστάσεις του πεδίου επιρροής του- ως γνήσιο επαναστατικό κίνημα, με την έννοια της επινόησης και της στήριξης της επέλευσης ριζοσπαστικών αλλαγών.  Και μια- ίσως η κορυφαία για την εποχή εκείνη- από τις αλλαγές αυτές αφορούσε και τον τρόπο σύλληψης του κρατικού προτύπου, δια μέσου της υιοθέτησης της δομής και της αντίστοιχης ιδεολογικής έκφρασης του Έθνους-Κράτους.  Το παράδειγμα της «κυοφορίας» του Νεότερου Ελληνικού Κράτους βεβαιώνει του λόγου το ασφαλές:  Με «ηγήτορα» τον Λόρδο Βύρωνα, το εκτεταμένο πια στην Ευρώπη Φιλελληνικό ρεύμα, όπως γιγαντώθηκε μετά την πολιορκία και την Έξοδο του Μεσολογγίου- μεταξύ 9 και 10 Απριλίου 1826- συνέβαλε καθοριστικώς στο ν’ αποφασίσουν οι Μεγάλες Δυνάμεις αρχικά, το 1827, την δημιουργία Ελληνικού Έθνους-Κράτους και, τρία χρόνια αργότερα, το 1830, την επισημοποίησή του με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου. 

Ε. Οι σκέψεις που προηγήθηκαν επιτρέπουν, με πλήρη σεβασμό στην ιστορική αλήθεια, την συναγωγή και των εξής δύο συμπερασμάτων:  

1. Κατά πρώτο λόγο οι ίδιοι οι Έλληνες, μέσω της Εθνεγερσίας του 1821 και της πραγμάτωσης του οράματός τους να δημιουργήσουν ένα Έθνος-Κράτος βασισμένο στις αρχές της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας και των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, με σημείο αναφοράς την Αμερικανική Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας του 1776 και ιδίως την Γαλλική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη του 1789, δίνουν, ακόμη και σήμερα, αποστομωτική απάντηση σ’ εκείνους, οι οποίοι, καλυπτόμενοι πίσω από καταφανώς ανακριβείς «επιστημονικοφανείς» αναλύσεις, αμφισβητούν το ότι η Ελλάδα ανήκει, εκ καταγωγής, στην Δύση.

2. Κατά δεύτερο λόγο -και αυτό είναι το δεύτερο συμπέρασμα- το πρότυπο του Έθνους-Κράτους των Ελλήνων του 1830, όπως επικράτησε ως γενικευμένο πρότυπο κρατικής οργάνωσης στην συνέχεια, είναι πάντα το σταθερό θεμέλιο, πάνω στο οποίο μπορεί και πρέπει να στηριχθεί το Ευρωπαϊκό Οικοδόμημα, στην πορεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς την τελική της ενοποίηση.  Με την έννοια ότι αυτή η Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί και πρέπει να οικοδομηθεί ως ομοσπονδιακού τύπου κρατική οντότητα, υπό όρους Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας που στηρίζεται στο Κράτος Δικαίου και στην υπεράσπιση των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, διαμορφώνοντας, παραλλήλως, μια γνήσια συνείδηση Ευρωπαίου Πολίτη. 

Αν αποδεχθούμε την εξέτασή της υπ’ αυτή την διπλή έποψη, η Εθνεγερσία των Ελλήνων του 1821, η οποία κατέληξε στην ίδρυση του Νεότερου Ελληνικού Κράτους ως Έθνους-Κράτους «παραδειγματικής» εμβέλειας για την εν γένει Ευρωπαϊκή πραγματικότητα, όχι μόνο μπορεί να ερευνηθεί υπό όρους τεκμηριωμένης ιστορικής αλήθειας.  Αλλά και, επιπλέον, μπορεί να συνεισφέρει πολλά τόσο στην ανάλυση της σύγχρονης Ευρωπαϊκής περιόδου όσο και στην λελογισμένη επιτάχυνση της πορείας του Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος προς την, για πολλούς και αυτονόητους λόγους ευκταία, τελική του ολοκλήρωση».