Skip to main content

Διάλογος με έμπρακτη και άμεση αποκλιμάκωση ή κυρώσεις στην Τουρκία

Από την έντυπη έκδοση

Της Κατερίνας Κοκκαλιάρη
[email protected]

«Είμαστε απολύτως έτοιμοι για διάλογο, αλλά χωρίς προσχηματικά επικοινωνιακά τεχνάσματα» είναι το μήνυμα του υπουργού Εξωτερικών Νίκου Δένδια στην Άγκυρα λίγες ημέρες πριν από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. «Όσον αφορά στις σχέσεις με την Ε.Ε., η επιλογή ανήκει στην Τουρκία: διάλογος με έμπρακτη, ουσιαστική και άμεση αποκλιμάκωση ή κατάλογος κυρώσεων», σημειώνει χαρακτηριστικά σε συνέντευξή του στη «Ν».

Ο υπουργός Εξωτερικών τονίζει πως για να υπάρξει ουσιαστική συζήτηση πρέπει να σταματήσουν οι προκλήσεις και οι απειλές, ενώ σημειώνει πως «δυστυχώς διακρίνουμε μια επίμονη προσπάθεια από την Τουρκία να θέσει μονομερώς ζητήματα υπονομεύοντας τις επαφές πριν καν επανεκκινήσουν». Παράλληλα, υπογραμμίζει πως εφόσον οι συζητήσεις δεν οδηγήσουν σε λύση «υπάρχει πάντα η επιλογή της προσφυγής σε ένα δικαιοδοτικό όργανο, όπως το Δικαστήριο της Χάγης, για την επίλυση της γνωστής, μόνης διαφοράς», κάνοντας αναφορά στην «επικράτηση του Διεθνούς Δικαίου επί της πολιτικής των κανονιοφόρων».

Όσον αφορά τα επόμενα βήματα, o Νίκος Δένδιας σημειώνει πως «οι αρμόδιες υπηρεσίες του υπουργείου Εξωτερικών επεξεργάζονται τις απαραίτητες κινήσεις για την επέκταση των χωρικών υδάτων της Ελλάδας στα 12 ν.μ. στο Ιόνιο αρχικά, ενώ θα υπάρξει η προετοιμασία για να ακολουθήσουν και άλλες περιοχές». Τέλος, τονίζει πως η αμυντική θωράκιση, εφόσον γίνεται με ορθό προγραμματισμό, μπορεί να συμβάλει στην οικονομική ανόρθωση της χώρας, σημειώνοντας παράλληλα πως «η ενίσχυση της Εθνικής Άμυνας, δηλαδή η εγγύηση της εθνικής ύπαρξης, αποτελεί διαχρονικά υποχρέωση όλων των ελληνικών κυβερνήσεων».

Αναλυτικά, η συνέντευξη του κ. Δένδια στη «Ν» έχει ως εξής:

Το τελευταίο διάστημα είδαμε μία κλιμάκωση των προκλήσεων από την πλευρά της Άγκυρας. Ποια πρέπει να είναι τα επόμενα βήματα της Ελλάδας και υπό ποιους όρους μπορεί να γίνει ουσιαστικός διάλογος;

«Για να υπάρξει ουσιαστικός διάλογος πρέπει να σταματήσουν οι προκλήσεις και οι απειλές. Δεν μπορείς να λες “είμαι έτοιμος να καθίσω στο τραπέζι του διαλόγου” και συγχρόνως να παραβιάζεις την κυριαρχία και τα κυριαρχικά δικαιώματα του συνομιλητή σου. Αυτό αναιρεί εκ των πραγμάτων κάτι που ο κ. Τσαβούσογλου αναφέρει συχνά: ότι η Τουρκία είναι έτοιμη για διάλογο χωρίς προϋποθέσεις. Ουσιαστικός διάλογος θα λάβει χώρα στη βάση του διεθνούς δικαίου και των σχέσεων καλής γειτονίας. Χωρίς προκλήσεις και χωρίς απειλές. Δεν είναι νόμιμο η Τουρκία να θέτει ως προϋπόθεση διαλόγου την απεμπόληση κυριαρχικών δικαιωμάτων. Εφόσον υπάρξουν ενδείξεις μιας ειλικρινούς επιθυμίας για έναρξη διαλόγου, χωρίς προσχηματικά επικοινωνιακά τεχνάσματα, είμαστε απολύτως έτοιμοι να συνομιλήσουμε. Αυτό εξάλλου πράττουμε με όλους τους γείτονές μας και αυτό επιθυμούμε και με την Τουρκία».

Το γεγονός πως η Τουρκία δεν εξέδωσε νέα Navtex για το Oruc Reis αποτελεί μία ουσιαστική κίνηση καλής θέλησης ή εντάσσεται σε μία βραχυπρόθεσμη στρατηγική εν όψει της Συνόδου Κορυφής στις 24 και 25 του μήνα; Με αυτά τα δεδομένα, τι αποφάσεις αναμένουμε σε ευρωπαϊκό επίπεδο;

«Πρόκειται για κατ’ αρχήν θετικό βήμα. Η κίνηση αυτή πρέπει να έχει συνέχεια, δηλαδή πλήρη αποχή από παράνομες ενέργειες και ρητορική. Με λύπη όμως διαπιστώνουμε ότι εν μέρει η προκλητική ρητορική συνεχίζεται. Θα πρέπει η τουρκική πλευρά να αποσαφηνίσει γιατί τελικά αποσύρθηκε το Oruc Reis και δεν ανανεώθηκε η Navtex: ήταν λόγω ανάγκης επισκευών και άρα θα επανέλθει μόλις αυτές ολοκληρωθούν; Ή είναι κίνηση την οποία η Ελλάδα θα πρέπει να δει ως ευκαιρία και να αναδιαμορφώσει τη στάση της βάσει των τουρκικών σχεδιασμών, όπως είπε ο Τούρκος ομόλογός μου πρόσφατα; Η αντίφαση εδώ είναι ορατή, ωστόσο πιστεύω ότι σύντομα θα έλθει η απάντηση και μαζί μ’ αυτήν η ανάδειξη των πραγματικών προθέσεων της τουρκικής πλευράς. Όσον αφορά τις σχέσεις με την Ε.Ε., η επιλογή ανήκει στην Τουρκία: διάλογος με έμπρακτη, ουσιαστική και άμεση αποκλιμάκωση ή κατάλογος κυρώσεων. Στο επερχόμενο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θα εξετασθεί προσεκτικά η κατάσταση και θα εξαχθούν συμπεράσματα επί των οποίων θα βασισθούν οι μελλοντικές αποφάσεις».

Στη συνάντηση που έγινε στο πλαίσιο της διαμεσολαβητικής πρωτοβουλίας της Γερμανίας ποια θέματα μπήκαν στο τραπέζι των συζητήσεων; Τελικά, υπήρξε κάποια αρχική συμφωνία από την οποία υπαναχώρησε η Άγκυρα;

«Στο ερώτημα απάντησε με σαφήνεια ο πρωθυπουργός. Το περιεχόμενο αυτής της “συμφωνίας” δεν είχε να κάνει επ’ ουδενί με όσα αναφέρθηκαν σε μερίδα του Τύπου. Επρόκειτο περί μιας κατανόησης που προέκυψε μετά τις συνομιλίες δύο υπηρεσιακών παραγόντων, η οποία αφορούσε τα βήματα που πρέπει να ακολουθηθούν προκειμένου να επανεκκινήσουν οι διερευνητικές επαφές. Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο. Η επί της αρχής αυτή συνεννόηση ακυρώθηκε στην πράξη από την Τουρκία, με πρόσχημα την υπογραφή τής καθ’ όλα νόμιμης συμφωνίας για τη μερική οριοθέτηση ΑΟΖ μεταξύ της Ελλάδας και της Αιγύπτου».

 Αν δεν προχωρήσουν αυτές οι συζητήσεις, πόσο πιθανή είναι μία συμφωνία για προσφυγή στη Χάγη;

«Εφόσον οι συζητήσεις δεν οδηγήσουν σε λύση, υπάρχει πάντα η επιλογή της προσφυγής σε ένα δικαιοδοτικό όργανο, όπως το Δικαστήριο της Χάγης, για την επίλυση της γνωστής, μόνης διαφοράς. Το Διεθνές Δικαστήριο έχει δημιουργηθεί ακριβώς προκειμένου να επιλύει ζητήματα που τα διάδικα κράτη δεν μπορούν να λύσουν μεταξύ τους. Είναι, ουσιαστικά, η επικράτηση του Διεθνούς Δικαίου επί της πολιτικής των κανονιοφόρων. Βεβαίως, η προσφυγή στη Χάγη προϋποθέτει ότι τα μέρη θα έχουν υπογράψει συνυποσχετικό για την παραπομπή ενός ζητήματος στο Δ.Δ. της Χάγης, δηλαδή έχουν συμφωνήσει επί της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου και επί του τι ακριβώς θα τεθεί στην κρίση του. Θυμίζω ότι η Τουρκία κάτι τέτοιο δεν το έχει αποδεχθεί, εν αντιθέσει με τη χώρα μας, η οποία έχει δηλώσει την ετοιμότητά της να παραπέμψει το ζήτημα στη Χάγη, αν χρειασθεί. Η διαφορά μας με την Τουρκία αφορά στην οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ και αυτό υπήρξε διαχρονικά το αντικείμενο των διερευνητικών επαφών. Δυστυχώς, διακρίνουμε μια επίμονη προσπάθεια από την Τουρκία να θέσει μονομερώς ζητήματα, υπονομεύοντας τις επαφές αυτές προτού καν επανεκκινήσουν. Κάποιος κακόπιστος παρατηρητής θα έλεγε ότι η Τουρκία δείχνει να εστιάζει σε παίγνιο επίρριψης ευθυνών, αντί να εστιάζει στην εξεύρεση ειρηνικών λύσεων. Ελπίζω όμως να μην είναι αυτή η περίπτωση».

Πιστεύετε πως η Τουρκία θα συνεχίσει την ίδια «πορεία» με την εργαλειοποίηση του μεταναστευτικού; Μπορεί να υπάρξει μια νέα ευρωπαϊκή στρατηγική στο θέμα αυτό;

«Εργαλειοποιώντας τον ανθρώπινο πόνο με σκοπό να εκβιάσει την Ε.Ε., η Τουρκία εξέθεσε για μια ακόμη φορά εαυτήν στα όμματα της διεθνούς κοινότητας. Τον περασμένο Μάρτιο η Ελλάδα απέδειξε ότι είναι απόλυτα ικανή να προστατεύσει τα εξωτερικά σύνορα της Ευρώπης στον Έβρο, απολαύοντας της ομόθυμης συμπαράστασης των εταίρων της. Το μεταναστευτικό αφορά όλη την Ευρώπη. Πρέπει να υπάρξει μία νέα ευρωπαϊκή στρατηγική που θα απαντά συνολικά στις προκλήσεις του μεταναστευτικού, ιδίως στις χώρες πρώτης υποδοχής. Ένα νέο Σύμφωνο που θα αντικαταστήσει τον ανεπαρκή Κανονισμό του Δουβλίνου, το οποίο θα επιτυγχάνει την υπέρβαση των αντιδράσεων ορισμένων κρατών-μελών, στη βάση της ισοβαρούς αντιμετώπισης των αρχών της ευθύνης και της αλληλεγγύης».

Μετά τις συμφωνίες για την ΑΟΖ με την Ιταλία αρχικά και στη συνέχεια με την Αίγυπτο, αναμένουμε εξελίξεις και με άλλα γειτονικά κράτη; Θα υπάρξει άμεσα πρωτοβουλία για επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια και νότια της Κρήτης;

«Στόχος μας είναι να οριοθετήσουμε σταδιακά, πάντοτε στο πλαίσιο του Διεθνούς Δικαίου, το σύνολο των θαλάσσιων ζωνών μας, σε πλήρη συνεννόηση, όπου αυτή απαιτείται, με τους γείτονές μας. Μετά τις δύο συμφωνίες με την Ιταλία και την Αίγυπτο, η συγκυρία είναι κατάλληλη για να προχωρήσει η Ελλάδα σε επόμενα βήματα. Οι αρμόδιες υπηρεσίες του υπουργείου Εξωτερικών επεξεργάζονται τις απαραίτητες κινήσεις για την επέκταση των χωρικών υδάτων της Ελλάδας στα 12 ν.μ. στο Ιόνιο αρχικά, ενώ θα υπάρξει η προετοιμασία για να ακολουθήσουν και άλλες περιοχές. Πρόκειται για άσκηση αποκλειστικού δικαιώματος που αναγνωρίζει στις χώρες το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας και το οποίο δεν υπόκειται σε κανενός είδους περιορισμούς ή έγκριση τρίτων».

Το τελευταίο διάστημα έχει υπάρξει σειρά κινήσεων για την ενίσχυση της διπλωματικής θέσης της χώρας. Πρόσφατα πραγματοποιήθηκε και η συνάντηση του πρωθυπουργού με τον Γάλλο πρόεδρο, με τις εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο να βρίσκονται στο επίκεντρο. Ποιες πρωτοβουλίες αναμένουμε στη διπλωματική σκακιέρα το επόμενο διάστημα;

«Η διπλωματική στρατηγική που ακολουθήσαμε, εξυφαίνοντας ένα ευρύτατο πλέγμα αλληλοκατανόησης και συνεργασίας με χώρες που σέβονται τη διεθνή νομιμότητα και αντιμετωπίζουν τις ίδιες προκλήσεις, αλλά και ενημερώνοντας τη διεθνή κοινότητα για τις επιθετικές ενέργειες της Τουρκίας, απέδωσε καρπούς. Δημιούργησε ένα ξεκάθαρο πλαίσιο. Είναι σημαντικό ότι δεν προβήκαμε σε υποχωρήσεις, δεν υποκύψαμε σε εκβιασμούς, αλλά και δεν ακολουθήσαμε την Τουρκία στο επικίνδυνο παιχνίδι των προκλήσεων. Εκείνο που μπορώ να σας πω είναι ότι η Ελλάδα θα συνεχίσει να κινείται ενεργά σε όλα τα επίπεδα. Θα εξηγεί στους εταίρους της σε κάθε στάδιο τις θέσεις της και τις ενέργειές της, οι οποίες δεν θα αιφνιδιάζουν, δεν θα προκαλούν την κοινή λογική, δεν θα παραβιάζουν και δεν θα αμφισβητούν τη διεθνή νομιμότητα με νομικά εξαμβλώματα και παράνομες συμφωνίες. Θα κινούνται πάντοτε εντός του πλαισίου του διεθνούς δικαίου και των αρχών της καλής γειτονίας, στο οποίο θα καλούνται όλοι να συμμετάσχουν».

H κυβέρνηση προχωρά σε αύξηση του προϋπολογισμού για την αμυντική θωράκιση της χώρας. Ωστόσο, παράλληλα «τρέχουν» και μέτρα για τη στήριξη επιχειρήσεων και εργαζομένων, που έχουν υποστεί τις οικονομικές επιπτώσεις του κορονοϊού. Πόσο εύκολο είναι να βρεθεί η απαιτούμενη ισορροπία ανάμεσα στα κονδύλια για την άμυνα και στα μέτρα για την ανόρθωση της οικονομίας;

«Είναι θέμα ισορροπίας, όπως πολύ σωστά επισημαίνετε. Τόσο η θωράκιση της χώρας, όσο και η ανόρθωση της οικονομίας και η διατήρηση της κοινωνικής συνοχής είναι υποχρέωση της κυβέρνησης, έναντι των σημερινών αλλά και των επόμενων γενεών. Οι δύο αυτές πτυχές δεν είναι αλληλοαποκλειόμενες. Αντιθέτως, η αμυντική θωράκιση, εφόσον γίνεται με ορθό προγραμματισμό, μπορεί να συμβάλει στην οικονομική ανόρθωση. Τόσο άμεσα, μέσω της ανόρθωσης της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας, όσο και έμμεσα με την ενίσχυση του κλίματος ασφαλείας που είναι εκ των ων ουκ άνευ για την ανάπτυξη μιας εθνικής οικονομίας. Η Ελλάδα δεν πρόκειται να εμπλακεί σε κούρσα εξοπλισμών. Οι επιλογές για τον εκσυγχρονισμό των Ενόπλων μας Δυνάμεων είναι οι απολύτως απαραίτητες. Πάντως είναι βέβαιο ότι η ενίσχυση της Εθνικής Άμυνας, δηλαδή η εγγύηση της εθνικής ύπαρξης, αποτελεί διαχρονικά υποχρέωση όλων των ελληνικών κυβερνήσεων».