Του Δημήτρη Χατζηνικόλα
Η διελκυστίνδα κυβέρνησης – ΔΝΤ, που κορυφώθηκε χθες με τις σχετικές αναφορές του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα από το βήμα της Πολιτικής Γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ και με το άρθρο γνώμης του διευθυντή του Ευρωπαϊκού Τμήματος του Ταμείου Πολ Τόμσεν στην ιστοσελίδα του ταμείου, ήταν η φυσική εξέλιξη όσων διημείφθησαν στο πρόσφατο Eurogroup στις Βρυξέλλες, στις 5 Δεκεμβρίου.
Επί της ουσίας, η κυβέρνηση κατηγορεί το Ταμείο -το έπραξε και χθες από συνέδριο στη Νέα Υόρκη ο υπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης Δημήτρης Παπαδημητρίου- ότι το ΔΝΤ δεν έχει το θάρρος της γνώμης του και πως αντί να πιέζει τους Ευρωπαίους να μειωθούν τα πλεονάσματα πιέζει την Αθήνα για νέα μέτρα.
Από την πλευρά του, το ΔΝΤ κατηγορεί την Αθήνα ότι δέχθηκε υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα εις βάρος της ανάπτυξης και ότι δεν είναι εκείνο που επιμένει στη λιτότητα. Αυτό όμως δεν εμπόδισε τον κ. Τόμσεν να ταχθεί υπέρ της μείωσης του αφορολόγητου και της περικοπής της συνταξιοδοτικής δαπάνης.
Ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, στη χθεσινή ενημέρωση της Πολιτικής Γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ στην Κουμουνδούρου, σημείωσε ότι το ΔΝΤ οφείλει να επιμείνει με παρρησία στη θέση του για πρωτογενή πλεονάσματα 1,5% μετά τη λήξη του προγράμματος, και όχι να πιέζει για πρόσθετα μέτρα λιτότητας.
Μέσα σε αυτό το κλίμα, αρχίζουν σήμερα ξανά -στις 15:00- οι διαπραγματεύσεις στο Χίλτον, με τη συμμετοχή και του ΔΝΤ, για την επίτευξη μιας συμφωνίας (Staff Level Agreement) όσον αφορά στα εργασιακά και στο δημοσιονομικό κενό του 2018. Σύμφωνα με την Κομισιόν, η συζήτηση για τα πλεονάσματα θα γίνει μετά το 2018.
Από το πρωί της Πέμπτης, πρώτα στις Βρυξέλλες στη Σύνοδο Κορυφής και μετά στο Βερολίνο, ο κ. Τσίπρας θα ξεκινήσει έναν ακόμη κύκλο επαφών με Ευρωπαίους ηγέτες (Ολάντ – Μέρκελ) και Ευρωπαίους αξιωματούχους (Σουλτς – Γιούνκερ), αφενός για να διερευνήσει τις προθέσεις τους στο ελληνικό ζήτημα, αφετέρου για να πιέσει, κυρίως την Άγκελα Μέρκελ, για την επίτευξη λύσης.
Η θέση του Έλληνα πρωθυπουργού είναι πως «σε μια περίοδο γενικευμένης αβεβαιότητας για την Ευρώπη, η σταθεροποίηση της ελληνικής οικονομίας και η ανάπτυξή της δεν μπορούν να συμβαδίσουν με τη νομοθέτηση νέων μέτρων που θα ισχύσουν μετά το 2018».