Του Γιάννη Καμπουράκη
[email protected]
Με στόχο τη βελτίωση των ελληνορωσικών σχέσεων, οι οποίες βρίσκονται στο ιστορικό χαμηλό των τελευταίων ετών, ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας επισκέπτεται τη Μόσχα και θα έχει σήμερα συναντήσεις με τον ομόλογό του Ντμίτρι Μεντβέντεφ και τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν. Μετά τη συνάντηση μάλιστα, ανάμεσα στον Αλέξη Τσίπρα και τον Βλαντίμιρ Πούτιν, θα ακολουθήσει και κοινή συνέντευξη Τύπου.
Είναι γνωστό ότι ο Έλληνας πρωθυπουργός και υπουργός Εξωτερικών αρέσκεται στους συμβολισμούς και η εξωτερική πολιτική δεν αποτελεί εξαίρεση σε αυτή τη ροπή του κ. Τσίπρα. Ωστόσο, σε ό,τι αφορά τη συγκεκριμένη επίσκεψη, η ελληνική διπλωματία θα είναι ικανοποιημένη αν, μετά από τόσα αρνητικά επεισόδια μέσα στο 2018 στις σχέσεις Αθήνας – Μόσχας, διαφανούν περιθώρια συνεργασίας στα λεγόμενα «χαμηλής πτήσης» θέματα, όπως η αντιαεροπορική άμυνα, ο τουρισμός και οι επενδύσεις.
Στην πολιτική της ενέργειας, η κατασκευή του μέρους του αγωγού μεταφοράς ρωσικού φυσικού αερίου Turkish Stream που αφορά το ελληνικό έδαφος, αποτελεί ένα «αγκάθι» στις σχέσεις των δύο χωρών. Η Ελλάδα δεν έχει εκφραστεί εναντίον, αλλά είναι γνωστό ότι οι ΗΠΑ και οι Βρυξέλλες δεν επιθυμούν να προχωρήσει ο Turkish Stream στο ελληνικό έδαφος και ο κ. Τσίπρας δεν φαίνεται διατεθειμένος να διαταράξει τις στενές σχέσεις με την Ουάσιγκτον. Πολλώ δε μάλλον όταν η κυβέρνηση διαφημίζει τη συμφωνία της με τις ΗΠΑ για την κατασκευή εργοστασίου στην Αλεξανδρούπολη που θα υγροποιεί το αμερικανικό φυσικό αέριο, ώστε να μεταφέρεται με πλοία στην ευρύτερη περιοχή, εξέλιξη που δεν βλέπουν με καλό μάτι ούτε οι Ρώσοι, ούτε οι Τούρκοι.
Η αποστολή του κ. Τσίπρα να γεφυρώσει το χάσμα των τελευταίων μηνών, στις σχέσεις Αθήνας – Μόσχας, δεν είναι εύκολη, ανεξάρτητα από τα χαμόγελα που αναμένεται να επικρατήσουν στις συναντήσεις. Δεν είναι τυχαίο ότι το Κρεμλίνο φρόντισε να θυμίσει τις πρόσφατες εντάσεις στις σχέσεις Ελλάδας-Ρωσίας, την παραμονή της άφιξης του Αλέξη Τσίπρα στη Μόσχα, στέλνοντας μήνυμα στην Κύπρο για τη στενή της συνεργασία με ΗΠΑ και Ισραήλ, στο πλαίσιο των επιχειρήσεων εξόρυξης υδρογονανθράκων, στο περίφημο πλέον οικόπεδο 6, όπου επιχειρούν η αμερικανική TOTAL και η ιταλική ENI, υπό τις – φραστικές μέχρι στιγμής – απειλές των Τούρκων και τη δυσφορία των Ρώσων.
Η επίσημη αντίδραση του υπουργείου Εξωτερικών της Ρωσίας, ήταν άκρως απειλητική ενώπιον του ενδεχόμενου αμερικανικής στρατιωτικής συγκέντρωσης στην Κύπρο και χρειάστηκε η τηλεφωνική επικοινωνία του υπουργού Εξωτερικών της Κύπρου, Νίκου Χριστοδουλίδη, με τον Ρώσο ομόλογό του Σεργκέι Λαβρόφ, προκειμένου να πέσουν οι τόνοι.
Ένταση έχει προκληθεί και από τη Συμφωνία των Πρεσπών, η οποία αναμένεται να αποτελέσει βασικό κομμάτι των συνομιλιών. Οι χειρισμοί του τέως υπουργού Εξωτερικών Νίκου Κοτζιά – σε συνεννόηση, βεβαίως με τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα – και ειδικότερα η απέλαση των δύο Ρώσων διπλωματών με την κατηγορία ότι επιχειρούσαν να επηρεάσουν κατά της Συμφωνίας των Πρεσπών, παραμένει ανοικτή πληγή που φαίνεται ότι και οι δύο πλευρές επιθυμούν να κλείσει.
«Η επίσκεψη αυτή έχει ιδιαίτερο χαρακτήρα, καθώς προσβλέπει στο να κλείσει μια ταραγμένη περίοδος στην ανάπτυξη των διμερών μας σχέσεων. Υπονοώ την απέλαση των αντίστοιχων συνεργατών της πρεσβείας μας στην Αθήνα, της τράπεζας εμπορίου και ανάπτυξης της Μαύρης Θάλασσας και την απαγόρευση εισόδου στην Ελλάδα δύο πρώην δικών μας διπλωμάτων. Η κατάσταση που έχει δημιουργηθεί προκαλεί ανησυχία, επειδή τέτοιου είδους δυστοκίες είχαμε ένα δούμε από παλιά στις σχέσεις μας», είπε χωρίς περιστροφές μία ημέρα πριν φτάσει ο κ. Τσίπρας στη Μόσχα ο Γιούρι Ουσακόφ, σύμβουλος του κ. Πούτιν.
Ωστόσο, το γεγονός ότι δύο ημέρες πριν έγινε η 11η Μικτή Διυπουργική Επιτροπής Ελλάδας-Ρωσίας, με τη συμμετοχή του αναπληρωτή υπουργού Εξωτερικών Γιώργου Κατρούγκαλου – η οποία είχε αναβληθεί τις ημέρες της πρόσφατης κρίσης, δείχνει ότι υπάρχει διάθεση για διάλογο από την πλευρά του Κρεμλίνου.
Από την απομάκρυνση του τέως υπουργού Εξωτερικών Νίκου Κοτζιά, ο Αλέξης Τσίπρας, προσπαθούσε να βρει την ευκαιρία να επισκεφθεί τη Μόσχα, ζητώντας από τον διπλωματικό του σύμβουλο Βαγγέλη Καλπαδάκη, να προετοιμάσει το έδαφος. Στα θετικά είναι το γεγονός ότι η Ελλάδα φροντίζει να μη συναινεί ως μέλος της Ε.Ε. στην επιβολή οικονομικών κυρώσεων κατά της Ρωσίας, στα αρνητικά όμως είναι το ότι ο κ. Πούτιν ενισχύει διαρκώς τα τελευταία χρόνια τις σχέσεις Μόσχας – Άγκυρας, καθώς η Ρωσία δεν επιθυμεί την ανάδειξη της Ανατολικής Μεσογείου σε (ανταγωνιστικό) ενεργειακό προμηθευτή. Επιπλέον, δεν επιβεβαιώνεται η εκτίμηση της ελληνικής κυβέρνησης ότι οι Ρώσοι στηρίζουν τις διπλωματικές ενέργειες στο πλαίσιο του ΟΗΕ για την επίλυση του Κυπριακού, το οποίο επίσης θα αποτελέσει ένα από τα βασικά θέματα των συζητήσεων του Έλληνα πρωθυπουργού τόσο με τον κ. Μεντβέντεφ, όσο και με τον κ. Πούτιν.