Skip to main content

Δ. Παπαδημούλης: Το Σύμφωνο Σταθερότητας έχει αποτύχει

«Το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης έχει αποτύχει» υποστηρίζει ο αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και επικεφαλής της ευρωομάδας του ΣΥΡΙΖΑ Δημήτρης Παπαδημούλης, στη βρετανική online πλατφόρμα πολιτικής σκέψης «Social Europe».

Στο άρθρο του, με αφορμή την προειδοποίηση της Κομισιόν προς επτά κράτη μέλη της ΕΕ (Κύπρο, Ισπανία, Πορτογαλία, Ιταλία, Φινλανδία, Βέλγιο και Λιθουανία) σχετικά με τη λήψη έκτακτων μέτρων δημοσιονομικής προσαρμογής, λόγω αποκλίσεων από τα σχέδια των προϋπολογισμών τους για το 2017, ο Έλληνας ευρωβουλευτής επισημαίνει -μεταξύ άλλων- ότι το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης «στην παρούσα μορφή του έχει αποτύχει» και «χρειάζεται αναθεώρηση».

Όπως επισημαίνει, τα υπέρογκα πλεονάσματα της Γερμανίας και η αδυναμία της Κομισιόν να ελέγξει τους φορολογικούς παραδείσους, επιβάλλοντας «ένα εναρμονισμένο φορολογικό πλαίσιο στα κράτη-μέλη, που θα επιμερίζει τα βάρη» συνηγορούν περισσότερο από ποτέ στο ότι χρειάζεται ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης «με ισχυρό κοινωνικό πρόσημο».

Ολόκληρο το άρθρο μεταφρασμένο στα ελληνικά

«Το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης έχει αποτύχει»

Του Δημήτρη Παπαδημούλη*

Επτά είναι τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης, στα οποία η Κομισιόν έχει στείλει σχετική επιστολή, προειδοποιώντας για λήψη μέτρων δημοσιονομικής προσαρμογής, λόγω αποκλίσεων στα σχέδια των εθνικών προϋπολογισμών για το 2017. Κύπρος, Ισπανία, Πορτογαλία, Ιταλία, Φινλανδία, Βέλγιο και Λιθουανία αντιμετωπίζουν δυσκολίες τήρησης των προβλεπόμενων όρων του Συμφώνου για τα δημόσια ελλείμματα και τις δαπάνες.

Το πρώτο στοιχείο που αξίζει να σημειώσουμε είναι πως οι προβλέψεις του Συμφώνου δυσκολεύουν ολοένα και μεγαλύτερο τμήμα κρατών-μελών της Ευρωζώνης και όχι παραδοσιακά τον ευάλωτο και αδύναμο ευρωπαϊκό Νότο. Χώρες με παραδοσιακά αξιοζήλευτη οικονομική σταθερότητα, όπως η Φινλανδία, αλλά και χώρες του λεγόμενου «στενού πυρήνα» της ΕΕ, όπως το Βέλγιο, επιχειρούν σταδιακά να «απλώσουν» την αμφισβήτηση προς το υπάρχον οικονομικό μοντέλο της Ευρωζώνης.

Είναι σχεδόν βέβαιο πως με αναιμική ανάπτυξη και αδύναμες επενδύσεις, τα κράτη-μέλη θα επιχειρούν να ενισχύουν τις κρατικές δαπάνες τους για να κινητοποιούν την παραγωγή και την κατανάλωση, ξεφεύγοντας σταδιακά από το ασφυκτικό όριο του 3% στα δημόσια ελλείμματα. Την ίδια στιγμή, η καθυστέρηση των Βρυξελλών στη δημιουργία ενός εναρμονισμένου φορολογικού πλαισίου για τα κράτη-μέλη, που θα επιμερίζει τα βάρη μεταξύ των κοινωνικών ομάδων, καθώς και η αδυναμία -ή αδιαφορία- καταπολέμησης της φοροδιαφυγής και του ελέγχου των φορολογικών παραδείσων, δυσκολεύουν ακόμη περισσότερο το έργο των εθνικών κυβερνήσεων, ιδίως εκείνων που επιχειρούν μια προοδευτική, φιλοαναπτυξιακή πολιτική, με ισχυρό κοινωνικό πρόσημο. 

Το δεύτερο στοιχείο που αξίζει να σημειώσουμε είναι πως η παρέκκλιση από τις προβλέψεις του Συμφώνου λειτουργούν και αντιστρόφως, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της Γερμανίας. Η εθνική της οικονομία δεν αντιμετωπίζει προβλήματα με το δημόσιο έλλειμμα, ούτε τίθεται θέμα περικοπής δαπανών ή απότομης αύξησης των εσόδων, επειδή ακριβώς διατηρεί σε εξαιρετικά υψηλά, μη ανταγωνιστικά, επίπεδα τα εμπορικά της πλεονάσματα. Επί της ουσίας, η Γερμανία αυξάνει συνεχώς το ύψος των εξαγωγών της προς την Ευρωζώνη, με ταχύτατους ρυθμούς ήδη από το 2011, παραβιάζοντας τον ευρωπαϊκό κανονισμό για τους εθνικούς προϋπολογισμούς, που προβλέπει ότι τα εμπορικά πλεονάσματα κράτους-μέλους δεν θα πρέπει να ξεπερνούν το όριο του 6% επί του ΑΕΠ. Η γερμανική οικονομία «έκλεισε» με πλεόνασμα 8.8% το 2015, ενώ το 2016 προβλέπεται να κινηθεί στο 8.5%, σύμφωνα με εκτιμήσεις της Κομισιόν.

Ως προς τη γερμανική περίπτωση, οι Βρυξέλλες λειτουργούν με «δύο μέτρα και δύο σταθμά», τη στιγμή που άλλες χώρες, όπως η Ιταλία, αναγκάζονται συνεχώς να αναλαμβάνουν πρόσθετα δημοσιονομικά μέτρα για να ισορροπήσουν τις αποκλίσεις από τις δαπάνες στον ετήσιο προϋπολογισμό. Η πολιτική αυτή είναι διαλυτική, και είναι βέβαιο ότι όχι μόνο βλάπτει τις προσπάθειες για κοινωνική και περιφερειακή συνοχή, αλλά θέτει τις βάσεις για ακόμη μεγαλύτερη αμφισβήτηση των ευρωπαϊκών θεσμών και των αποφάσεων που απορρέουν από τους κανόνες της ΕΕ.  

Το τρίτο και τελευταίο στοιχείο που αξίζει να σημειώσουμε είναι πως η Ευρωζώνη χρειάζεται ένα νέο θεσμικό πλαίσιο, με το οποίο θα ισχυροποιούνται και θα επιδιώκονται πολιτικές βιώσιμης ανάπτυξης. Η κοινωνική και οικονομική σύγκλιση είναι προς όφελος και της Γερμανίας, η οποία είναι σχεδόν βέβαιο ότι με το υπάρχον σχέδιο δράσης, εκείνο που θα καταφέρει μέσα στα επόμενα δύο χρόνια θα είναι να αυξήσει τα μίση και τις συγκρούσεις εντός της ΕΕ.

Το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης στην παρούσα μορφή του έχει αποτύχει. Της ολικής αναθεώρησής του πρέπει να προηγηθεί η άσκηση μιας πιο ευέλικτης οικονομικής πολιτικής, που θα συμβάλλει στη σύγκλιση των οικονομιών των κρατών-μελών, με τους πολίτες να βρίσκονται στο κέντρο των αποφάσεων  και την κοινωνική ανάπτυξη να αποτελεί τον βασικό στόχο.

Ο ρόλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου οφείλει να είναι καθοριστικός προς αυτήν την κατεύθυνση, μια και το ΕΚ αποτελεί τον μοναδικό εκλεγμένο θεσμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η πίεση που έχει ξεκινήσει και ασκείται προς την Κομισιόν από μια μεγάλη ομάδα ευρωβουλευτών, στο πλαίσιο και της Προοδευτικής Συμμαχίας, για αναθεώρηση του Συμφώνου, θα ενταθεί το επόμενο διάστημα.

Το ασταθές ευρωπαϊκό περιβάλλον και το γεγονός ότι μια σειρά κρατών-μελών εισέρχονται σε προεκλογική περίοδο (Γαλλία, Γερμανία, Ολλανδία) ή θα βρεθούν αντιμέτωπα με νέες πολιτικές προκλήσεις, όπως το δημοψήφισμα για τη συνταγματική αναθεώρηση στην Ιταλία ή την αδύναμη κοινοβουλευτικά συντηρητική κυβέρνηση στην Ισπανία, μπορούν να αποτελέσουν είτε τροχοπέδη θετικών εξελίξεων είτε την αρχή για να εισέλθει η ΕΕ σε μια νέα φάση, μακριά από τη στείρα και καταστροφική λιτότητα.

Είναι στο χέρι της Αριστεράς και των ευρύτερων δυνάμεων του χώρου να κινητοποιηθούν πιο δημιουργικά και αποτελεσματικά σε ευρωπαϊκό επίπεδο και να προωθήσουν συμμαχίες με στόχο την ανάληψη κυβερνητικών καθηκόντων, είτε στην περιφερειακή είτε στην κεντρική πολιτική σκηνή.  

*Ο Δημήτρης Παπαδημούλης είναι Αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και επικεφαλής της Ευρωομάδας του ΣΥΡΙΖΑ.