Skip to main content

10 χρόνια μετά τη Lehman Brothers: φούσκα χρέους, εγγενής στασιμότητα και εισοδηματικές ανισότητες

Του Ιωάννη Παπαδόπουλου,

Αναπληρωτή καθηγητή στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών 

Στις 15 Σεπτεμβρίου 2008 αφέθηκε να καταρρεύσει η κολοσσιαία τράπεζα Lehman Brothers παγώνοντας τις πληρωμές και βουλιάζοντας τα χρηματιστήρια όλου του κόσμου. Η δεύτερη μεγαλύτερη κρίση του καπιταλισμού μετά το Κραχ του 1929 είχε μόλις γεννηθεί. Με τη συμπλήρωση δέκα χρόνων από αυτήν την αποφράδα ημέρα, ο απολογισμός είναι στην καλύτερη περίπτωση μικτός, στη χειρότερη πολύ ανησυχητικός.

Ασφαλώς, η κεφαλαιοποιητική βάση των τραπεζών είναι τώρα κατά πολύ ισχυρότερη από ό,τι πριν από την κρίση, όπως φαίνεται από τον δείκτη Common Equity Tier 1 των συστημικών τραπεζών της ευρωζώνης, ο οποίος σήμερα στέκει στο 15,6% ενώ το 2008 ήταν στο 8,5%. Επίσης, η υπερβολική μόχλευση των τραπεζών έχει τώρα περιοριστεί κατά πολύ, μετά την ισχυροποίηση των κανόνων εποπτείας με τη λεγόμενη «Βασιλεία 4», αποτρέποντας έτσι το ενδεχόμενο μιας νέας τραπεζικής κρίσης μαζί με βίαιη απομόχλευση. Ωστόσο, γνήσια εξυγίανση του χρηματοπιστωτικού τομέα δεν έχει γίνει, οι συνολικές επενδύσεις δεν έχουν επανέλθει σε επίπεδο που να διασφαλίζουν την άνοδο της παραγωγικότητας και η διανομή του πλούτου έχει γίνει ακόμα πιο ταξικά άδικη από ό,τι πριν από την έναρξη της κρίσης. Ο συνδυασμός της υπερβολικής αύξησης του χρέους, της «εγγενούς στασιμότητας» (secular stagnation) και της ανόδου μιας νέας πλουτοκρατίας που συμπιέζει τη μεσαία τάξη δημιουργούν ένα εκρηκτικό κοκτέιλ, στο οποίο ελλοχεύει δυστυχώς μια νέα, άγνωστη ακόμα στη φύση και στο χρόνο εκδήλωσής της, κρίση.

Από την έναρξη της χρηματοπιστωτικής κρίσης το 2007, το παγκόσμιο χρέος έχει αυξηθεί κατά 40% (από 157 τρις δολάρια το 2007 σε 247 τρις δολάρια το 2018), προσεγγίζοντας πλέον το 318% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Ύστερα από τις δημοσιονομικές παρεμβάσεις μέσω της αύξησης του δημοσίου χρέους κατά 17 τρις δολάρια, πρωτίστως για να στηριχτεί ο καταρρέων τραπεζικός τομέας και να αποφευχθεί ένα κραχ, σε συνδυασμό με την διόγκωση της νομισματικής βάσης («ποσοτική χαλάρωση») από τις κεντρικές τράπεζες του πλανήτη κατά 15 τρις δολάρια προκειμένου να ανασχεθεί ο αποπληθωρισμός και να στηριχτούν οι περιουσιακές αποτιμήσεις των ακινήτων και των κινητών αξιών, η διεθνής οικονομία κάθεται πάνω σε μια βόμβα χρέους. Έτσι όμως γίνεται ευάλωτη σε μια ανοδική κίνηση των επιτοκίων, η οποία έχει ήδη ξεκινήσει στην Αμερική, ανατινάζοντας τους ισολογισμούς των τραπεζών και των επιχειρήσεων των αναδυόμενων οικονομιών που έχουν δανειστεί σε δολάριο.

Αυτό που έχει συμβεί μετά το 2008 είναι ότι εντάθηκε ουσιαστικά η παραγωγή χρέους, δηλαδή ο δανεισμός από το μέλλον, ως κύριος μοχλός ανάπτυξης του πλούτου στη θέση της αύξησης της παραγωγικότητας, με αποτέλεσμα να υποθηκευθεί η ίδια η βάση της οικονομικής ανάπτυξης και της κοινωνικής ευημερίας. Αντί να ενισχυθεί κατά προτεραιότητα η παραγωγική βάση με τις κατάλληλες επενδύσεις σε νέες τεχνολογίες και δεξιότητες και να καταστεί βιώσιμο το οικονομικό μας μοντέλο μέσω της αποφασιστικής μετατροπής του σε οικονομία χαμηλών εκπομπών ρύπων, διασφαλίζοντας έτσι τη μακροχρόνια ανάπτυξη και τη δημιουργία καλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας, το σύστημα συνεχίζει να προσφεύγει κατά κύριο λόγο στο μοχλό του δανεισμού, ο οποίος μπορεί βραχυπρόθεσμα  να δημιουργεί την εντύπωση ότι λειτουργεί προωθητικά, μακροπρόθεσμα όμως παγιδεύει τόσο κράτη όσο και νοικοκυριά σε υπερχρέωση. Σήμερα, δέκα χρόνια μετά την Lehman Brothers, η ατμομηχανή της ευρωζώνης – που δεν είναι άλλη από τη γερμανική οικονομία – έχει συσσωρεύσει πλεόνασμα στο ισοζύγιο πληρωμών περίπου 8% του γερμανικού ΑΕΠ, συμπιέζοντας την εσωτερική ζήτηση σε άλλα κράτη μέλη της ευρωζώνης και αποεπενδύοντας σε φυσικές και άυλες υποδομές. Πρόκειται για μια τάση αποταμίευσης αντί επένδυσης η οποία, συνδυαζόμενη με το παρκάρισμα τεράστιων αποθεματικών σε φορολογικούς παραδείσους και την ανισομερή αύξηση του περιουσιακού πλούτου των ολίγων σε σχέση με την αύξηση των εισοδημάτων των πολλών, επιφέρει «εγγενή στασιμότητα» (secular stagnation), δηλαδή μια μόνιμη συμπίεση της παραγωγικότητας που καταδικάζει σε μακροχρόνια χαμηλή πτήση τις ανεπτυγμένες οικονομίες. Σήμερα το πλουσιότερο 1% ελέγχει πια το ήμισυ των περιουσιακών στοιχείων του πλανήτη, ενώ αντιστρόφως το φτωχότερο ήμισυ του παγκόσμιου πληθυσμού μοιράζεται το 1% του παγκόσμιου πλούτου. Το μίγμα της διευρυνόμενης περιουσιακής ασυμμετρίας, της διόγκωσης της φούσκας του χρέους και της φίμωσης της παραγωγικότητας ως παράγοντα οικονομικής και κοινωνικής ευημερίας είναι αυτό που πλέον χαρακτηρίζει την παγκόσμια οικονομία και είναι τοξικότερο από ποτέ άλλοτε.